«Αυτή που περνάει»
Στίχοι, μουσική, εκτέλεση: Φοίβος Δεληβοριάς
Στην κοσμάρα μου ως συνήθως κι άξαφνα τη βλέπω να περνάει
Με μια τσάντα «Ελευθερουδάκης» και να μου χαμογελάει
Σαλιγκάρια στη Σταδίου και τριφύλλια στη Σίνα
Ομορφαίνεις, βάδισμά μου, την Αθήνα
Λεμονιές στην Κοραή, περικοκλάδες στου Zonar’s
Θέλω να σε ξαναδώ κατά μόνας!
Αυτή που περνάει, αυτή που περνάει
Αυτή να ρωτήσουμε να δούμε πού πάει
Αυτή να ρωτήσουμε τον προορισμό μας
Ο άγνωστος δρόμος της να βρει το δικό μας.
Τη ρωτάω «τι γίνεται» μου λέει «απλώς πηγαίνω στη σχολή μου»
Στη χοροεσπερίδα, στη συνέλευση, στη Φιλοσοφική μου
Περιβόλια στην Μπενάκη, στη Σκουφά βοσκοτόποι
Ζουζουνίζουν γύρω απ’ τ’ άνθος σου οι ανθρώποι
Λουλακί παραθυράκια στα ταξί και στα τρόλεϊ
Αλληλοκαλημερίζονται όλοι
Αυτή που περνάει, αυτή που περνάει
Αυτή να ρωτήσουμε να δούμε πού πάει
Αυτή να ρωτήσουμε τον προορισμό μας
Ο άγνωστος δρόμος της να βρει το δικό μας.
Σαλιγκάρια στη Σταδίου και τριφύλλια στη Σίνα
Ομορφαίνεις, βάδισμά μου, την Αθήνα
Αν δεν έχεις τι να κάνεις σε παντρεύομαι τώρα
Και αρχίζει η ανοιξιάτικη ώρα.
Και ιδού και η άλλη που περνούσε, εδώ και 150 χρόνια· η «Περαστική» του Σαρλ Μποντλέρ (Charles Baudelaire, 1821-1867). «À une passante» και, σε μετάφραση Αντώνη Πρωτοπάτση, «Σε μια διαβάτισσα», πριν από 80 χρόνια, «Περαστική» και αυτή.
ΣΕ ΜΙΑ ΔΙΑΒΑΤΙΣΣΑ
Ο δρόμος βροντοκόπαγε τριγύρω με ουρλιαχτά.
Ψηλή, λιγνή, στα ολόμαυρα –μεγαλόπρεποι πόνοι–
Μια γυναίκα προσπέρασε, την ούγια, το φεστόνι,
Με νάζι κι αρχοντιά πολλή κρατώντας σηκωτά·
Σβέλτη, περήφανη, χυτό σαν άγαλμα ποδάρι…
Κι εγώ μέσα στα μάτια της ρουφούσα εκστατικός,
Που της φορτούνας έμοιαζαν μελανός ουρανός,
Τη γλύκα του συνεπαρμού, του σκοτωμού τη χάρη.
Μιαν αστραπή… κι απέ νυχτιά! – Φευγατική ομορφιά,
Που μ’ έκανε το βλέμμα σου ξάφνου να ξαναζήσω,
Πριν απ’ την αιωνιότητα μη θα σε συναντήσω;
Αλλού πολύ μακριά από δω, αργά, ίσως ποτές πια!
Γιατί δεν ξέρω πού έφυγες, δεν ξέρεις πού τραβούσα,
Ω εσύ, που τόνιωσες πόσο θα σ’ αγαπούσα!
Στην ουσία, βεβαίως, μία είναι και πολλές οι μορφές της και οι αλλαξοκαιριές της, που λέει και ο ποιητής.
Μια παρόμοια αίσθηση μας δίνει ένα ακόμα ποίημα του Μποντλέρ:
ΣΕ ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ
Το κεφάλι σου, οι κινήσεις σου, ο αέρας σου
Όλα ωραία σαν ένα τοπίο ωραίο.
Το χαρούμενο χαμόγελο στο πρόσωπό σου
Σαν φρέσκο αεράκι σε καθαρό ουρανό…
Το ποίημα είναι μακρύ, αλλά εγώ σταματώ εδώ… Παρακολουθώντας αυτά τα ποιήματα στίχο στίχο, περιβάλλον περιβάλλον, ανακαλύπτω πόσο βαθιές είναι οι ρίζες και πόσο υπογείως επικοινωνούν οι άνθρωποι –μεγάλοι ποιητές, τραγουδοποιοί μελετηροί– ακόμα και εν αγνοία τους, αν και δεν νομίζω πως είναι εν αγνοία τους. Η μυστική τους αλληλουχία παίρνει αφορμή από το φανέρωμα μιας όμορφης γυναίκας. Στον Μποντλέρ η περαστική, την πρώτη φορά είναι πολύ σοβαρή, τη δεύτερη φορά πολύ χαρούμενη. Επιθυμία του ποιητή είναι να σμίξει και με τις δύο. Στην ουσία, βεβαίως, μία είναι και πολλές οι μορφές της και οι αλλαξοκαιριές της, που λέει και ο ποιητής.
Το περιβάλλον είναι αστικό και θορυβώδες: «Ο δρόμος βροντοκόπαγε τριγύρω με ουρλιαχτά», στο τραγούδι δεν αναφέρεται κανένας θόρυβος αλλά οι δρόμοι, τα ταξί και τα τρόλεϊ είναι παρομοίως «βροντερά». Εκείνη περνάει μεγαλοπρεπώς, με εντυπωσιακό φόρεμα, μαύρο και πένθιμο, στα μάτια της φουρτούνα, κάποιο πένθος την ταράζει. Σαν αστραπή πέρασε και χάθηκε. Απόμεινε ο ποιητής να αναρωτιέται αν θα την ξανασυναντήσει, εδώ, αλλού, στην αιωνιότητα, ποτέ, και στο τέλος: ούτε εγώ ξέρω πού πας εσύ, ούτε εσύ πού πάω εγώ.
Στο δεύτερο ποίημα του Μποντλέρ, εξ αντιδιαστολής, η γυναίκα είναι ωραία και όλα της φωτεινά και ιδιαιτέρως χαρούμενη. Το πρόσωπό της, ο ουρανός και το χαμόγελό της, όλα γελούν.
Και επιστρέφουμε στο τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά. Φοίβος = Απόλλωνας και φως, Δεληβοριάς = αφέντης αέρας και κυρ Βοριάς. Και με τα δύο ονόματά του παίζει ευχάριστα και συμβάλλει στην επί τα βελτίω κλιματική αλλαγή. Η βόλτα του στη θορυβώδη Αθήνα, ανιαρή. Και ξαφνικά βλέπει «Αυτή που περνάει». Τότε είναι που «το βάδισμά του αναβαθμίζει την Αθήνα», η ματιά του τη μεταμορφώνει σε εξοχή και παράδεισο. Η Σταδίου, η Σίνα, η Κοραή, του Zonar’s, η Μπενάκη, η Σκουφά, αποκτούν περιβόλια, σαλιγκάρια, λεμονιές, περικοκλάδες, ζουζούνια, τριφύλλια, βοσκοτόπους (μια περιοχή με πανεπιστημιακές σχολές, φοιτήτριες και φοιτητές). Κι εκείνη φυτρώνει ανάμεσά τους, σαν κάποιος άλλος Μποτιτσέλι να τη ζωγράφισε εδώ σ’ αυτό το πλάνο, ωραία και λαμπερή, με το διαπιστευτήριο της ιδιαιτερότητάς της στο χέρι· μια τσάντα Ελευθερουδάκης. Όχι μόνο ωραία, αλλά και διανοούμενη. Εκείνος της απευθύνει τον λόγο: «Τι γίνεται;» (τι πρωτότυπο μπάσιμο!) κι εκείνη απαντά: «Πηγαίνω στη σχολή μου… στη χοροεσπερίδα, στη συνέλευση, στη Φιλοσοφική μου».
Κοιτάζοντας στο ίντερνετ το βίντεο κλιπ, «αυτή που περνάει» είναι μια όμορφη κοπέλα, λευκοντυμένη, με μια αλογοουρά επιμελώς πρόχειρα πιασμένη, πέδιλα, περπάτημα ανάερο, όλα της απλά και μαγευτικά, χωρίς τα έντονα ψιμύθια τα ενισχυτικά της επίπλαστης ομορφιάς που επιβάλλει η βιομηχανία της μόδας. Μόλις βγήκε από το βιβλιοπωλείο, όπου διάλεξε ένα βιβλίο. Και όλα της είναι μοντέρνα χωρίς να είναι μοντέρνα. Το διακριτικό χαμόγελό της, το φωτεινό πρόσωπό της, ο αέρας στο βάδισμά της είναι το δείγμα της ψυχής της. Ο Ελευθερουδάκης –σήμα κατατεθέν της φοιτητικής γενιάς της που διάβαζε ποιοτικά βιβλία– και η Φιλοσοφική δείγμα και αυτή της παιδείας της. Αυτή, λοιπόν η περαστική, με την εμφάνισή της και μόνο, μεταμορφώνει έναν θορυβώδη δρόμο σε παράδεισο. Δρόμο γεμάτο από καλούς ανθρώπους που «Αλληλοκαλημερίζονται όλοι». Και το ρεφρέν που κατάγεται κατευθείαν από τον Μποντλέρ:
Αυτή που περνάει, αυτή που περνάει
Αυτή να ρωτήσουμε να δούμε πού πάει
Αυτή να ρωτήσουμε τον προορισμό μας
Ο άγνωστος δρόμος της να βρει το δικό μας.
Αυτή η ωραία περαστική, που ο άντρας σαν Αδάμ ξύπνησε «από την κοσμάρα του» (τι να φιλοσοφούσε άραγε εκεί; Πού είναι μια Εύα να του δώσει ένα μήλο;), που μόλις την είδε άστραψε η καρδιά του. Αυτή που περνάει είναι η μόνη που μπορεί να απαντήσει στα ερωτήματα που τον απασχολούν: Αυτή να ρωτήσουμε τον προορισμό μας/ Ο άγνωστος δρόμος της να βρει το δικό μας.
Μα, του είπε πού πάει… «στη χοροεσπερίδα, στη συνέλευση, στη Φιλοσοφική μου». Στη Φιλοσοφική της, όχι σε κάποια άλλη σχολή. Έχει κάποια άραγε σημασία η κτητική αντωνυμία; Στη Φιλοσοφική της μαθαίνει ό,τι οι σοφοί διδάσκουν – Μουσικήν και Φιλοσοφία. Δεν είναι τυχαία η επιλογή της σχολής, ούτε η χοροεσπερίδα, ούτε η συνέλευση, ούτε η Φιλοσοφική, ούτε η εικόνα της κοπέλας, ούτε το κέντρο της Αθήνας και οι δρόμοι… Όλα, που καθόλου δεν επιλέχτηκαν στην τύχη, κάτι που το πιστεύω, όλα έχουν τη σημασία τους.
Σημασία έχει και πρέπει να τονιστεί το ότι όταν ερωτευτείς όλα είναι παράδεισος, η ζωή του Αδάμ αποκτά επιτέλους αξία –ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον–, η λεωφόρος γίνεται Κήπος, η Εύα ομορφαίνει τον Κήπο και η Ζωή είναι δική μας και ας είναι φευγάτη, ας περνάει μαζί μας…
Το ποίημα του Μποντλέρ μάς άφησε χωρίς σαφή απάντηση, μάλλον μας απογοήτευσε, για το αν θα συναντηθούν ποτέ εκείνος κι εκείνη. Στο τραγούδι του Φοίβου, ο επίλογος
Αν δεν έχεις τι να κάνεις σε παντρεύομαι τώρα
Και αρχίζει η ανοιξιάτικη ώρα
επίσης μας αφήνει στο φλου… Αυτή, ωστόσο, είναι το χελιδόνι που θα φέρει την «ανοιξιάτικη ώρα», πιο ζωντανή από την άλλη, τη Simonetta Vespucci του Μποτιτσέλι.
Θα βγω να περπατήσω στο Παγκράτι (εκεί δεν είπε ότι κάθεται;) και αν τον συναντήσω, θα τον ρωτήσω…
Σημείωση: Το κείμενο αυτό αφορμήθηκε από το τραγούδι «Αυτή που περνάει» στην εκπομπή του Νίκου Πορτοκάλογλου και της Ρένας Μόρφη, «Μουσικό Κουτί», στην ΕΡΤ1, με προσκεκλημένους τον Φοίβο Δεληβοριά και τη Νατάσσα Μποφίλιου.
https://diastixo.gr/allestexnes/mousiki/15298-gin-poe
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου