Για τον Εδεσσαίο λόγιο Μηνά Μινωίδη έχει γράψει ένα βιογραφικό σημείωμα ο συμπατριώτης μας Γιώργος Τουσίμης το 1971. Ας αρκεστούμε εδώ να πούμε ότι γεννήθηκε την 1η Δεκεμβρίου του 1788 στην Έδεσσα, μαθήτευσε στο Ελληνομουσείο της πόλης και στη συνέχεια στη σχολή του Αθανασίου του Πάριου στη Χίο. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του δίδαξε στη Θεσσαλονίκη πρώτα και μετά στις Σέρρες όταν μητροπολίτης εκεί ήταν ένας άλλος συντοπίτης, ο μετέπειτα πατριάρχης Χρύσανθος. Το 1819 αναχώρησε για το Παρίσι με την
Στο σημερινό σημείωμα θα φωτίσουμε ένα γεγονός που ήταν μέχρι σήμερα άγνωστο. Πρόκειται για τη συνάντηση και γνωριμία του στην Έδεσσα με τον Γάλλο πρόξενο στη Θεσσαλονίκη Κουζινερύ, όταν ο τελευταίος επισκεπτόταν τη πόλη μας αναζητώντας αρχαιότητες. Αυτή τη δραστηριότητα στη διάρκεια της πρώτης του προξενικής θητείας (1786 – 1793), υπό τις οδηγίες του Γάλλου πρέσβη στη Κωνσταντινούπολη Σουαζέλ-Γκουφιέ και σε συνεργασία με τον μητροπολίτη Μελέτιο, την παρουσιάσαμε στο βιβλίο “Οι Περιπέτειες ενός Προξένου, ενός Πρέσβη κι ενός Μητροπολίτη”. Ο Κουζινερύ όμως επισκέφτηκε την Έδεσσα και στη διάρκεια της δεύτερης προξενικής του θητείας στη Θεσσαλονίκη (1814 – 1817), όταν μητροπολίτης πια ήταν ο Τιμόθεος (1790 – 1821), ο διάδοχος του Μελετίου. Ο Γάλλος πρόξενος γράφει άλλωστε στο βιβλίο του ότι πριν αναχωρήσει από την Θεσσαλονίκη το φθινόπωρο του 1817 έκανε μια μεγάλη περιοδεία επισκεπτόμενος για τελευταία φορά τα μέρη που είχε πρωτογνωρίσει όταν ήταν νέος.
Η συνάντηση αυτή προκύπτει από ένα κείμενο του Μινωΐδη το οποίο βρέθηκε πρόσφατα και στο οποίο περιγράφει την Έδεσσα των αρχών του 19ου αιώνα. Ο Εδεσσαίος φιλόλογος την περίοδο εκείνη ήταν δάσκαλος στις Σέρρες. Φαίνεται όμως ότι επισκεπτόταν συχνά την γενέτειρα του, ίσως για να δει τους γονείς του, αλλά και τον μητροπολίτη Τιμόθεο με τον οποίο φαίνεται ότι ήταν πολύ συνδεδεμένος (σε ένα άλλο κείμενο του αναφέρει ότι μεγάλωσε “μέσα στην αρχιεπισκοπή”). Σε μια τέτοια επίσκεψη θα πρέπει να συνάντησε τον Γάλλο πρόξενο στην Έδεσσα. Το κείμενο είναι γραμμένο σε αρχαΐζουσα γλώσσα κάτι που συνηθιζόταν την εποχή εκείνη μεταξύ λογίων.
Το βασικό ερώτημα που απασχολεί τον Μινωίδη είναι η ακριβής θέση στην οποία εγκαταστάθηκε ο Περδίκκας, ο κατά τον Ηρόδοτο πρώτος οικιστής της βασιλικής δυναστείας των Τημενιδών στη Μακεδονία. Ο ιστορικός αναφέρει τον πρώτο χρονικά ιδρυτικό μύθο της μακεδονικής δυναστείας, αντλώντας τις πληροφορίες του επιτόπου κατά την επίσκεψη του εκεί, μάλλον όταν βασίλευε ο Αλέξανδρος Α’. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του οι τρεις Τημενίδες αδελφοί από το Άργος – Γαυάνης, Αέροπος και Περδίκκας – όταν έφυγαν από την πόλη Λεβαία της Άνω Μακεδονίας, διέσχισαν ένα μεγάλο ποτάμι, απροσπέλαστο από τους ιππείς που τους κατεδίωκαν, και εγκαταστάθηκαν σε μια περιοχή κοντά στα περιβόλια με τα αυτοφυή ρόδα των εξήντα πετάλων που η ευωδιά τους ήταν ανώτερη όλων των άλλων. Ήταν οι περίφημοι κήποι του Μίδα, γιου του Γορδίου, που βρίσκονταν στις πλαγιές του Βερμίου (ἀπικόμενοι ἐς ἄλλην γῆν τῆς Μακεδονίης οἴκησαν πέλας τῶν κήπων τῶν λεγομένων εἶναι Μίδεω τοῦ Γορδίεω, ἐν τοῖσι φύεται αὐτόματα ῥόδα, ἓν ἕκαστον ἔχον ἑξήκοντα φύλλα ὀδμῇ τε ὑπερφέροντα τῶν ἄλλων…,ὑπὲρ δὲ τῶν κήπων ὄρος κεῖται Βέρμιον). Μέσα στους κήπους αυτούς μάλιστα ο Μίδας είχε καταφέρει να συλλάβει τον Σιληνό (ἐν τούτοισι καὶ ὁ Σιληνὸς τοῖσι κήποισι ἥλω) ο οποίος ως γνωστόν είχε διδάξει την τέχνη του κρασιού, της οινοποσίας και του γλεντιού στον θεό Διόνυσο. Διόλου απίθανο ο Σιληνός να είχε συλληφθεί εκεί τύφλα στο μεθύσι πίνοντας κρασί που έτρεχε από μια βρύση στους κήπους του Μίδα “οὑκ απεικός τόν Σιληνόν οινοθέντα ἐκεῖ συλληφθῆναι” σε μια “οινοφόρα” περιοχή γνωστής για το καλό κρασί. Έχοντας λοιπόν σαν ορμητήριο αυτή την στρατηγική τοποθεσία ο Περδίκκας και οι διάδοχοι του άρχισαν να κατακτούν τις υπόλοιπες γειτονικές περιοχές δημιουργώντας το μεγάλο μακεδονικό βασίλειο.
Ο Μινωίδης είχε περάσει αρκετές φορές από εκεί και γνώριζε καλά την περιοχή. Άρχισε λοιπόν να εξετάζει τις πιθανές τοποθεσίες της πρώτης εγκατάστασης του Περδίκκα. Τα κριτήρια ήταν ξεκάθαρα: θα πρέπει να ήταν ένα μέρος κοντά στα περιβόλια του Μίδα, άρα κοντά στις πλαγιές του Βερμίου· να έχει άφθονο νερό που εγγυάται την καλή ανάπτυξη των φυτών στα περιβόλια και φυσικά να είναι μια καλά προστατευμένη και φυσικά οχυρωμένη τοποθεσία.
Οι τρεις πιθανές θέσεις στην ευρύτερη περιοχή λοιπόν δεν μπορούσαν κατ’ αυτόν να είναι άλλες από την Βέροια, τη Νάουσα και την Έδεσσα. Για την Βέροια αναφέρει ότι έχει πολλά φρούτα και νερά, δεν είναι άσχημη τοποθεσία για ορμητήριο αλλά αρκετά πεδινή (πρός ὁρμητήριον καταστάσεως κειμένη πεδινώτερον). Η νεόκτιστη Νάουσα, κειμένη σε ψηλό λόφο, έχει πολύ καλή τοποθεσία με μεγάλο ανοικτό ορίζοντα μέχρι την Θεσσσαλονίκη (εὗ δ’ ἔχων ὁρμητηρίου ὁ τόπος ἐστίν ἔνθα πόλις νεόκτιστος ἡ καλουμένη Νάουσα, ἐπί λόφου ὑψηλοῦ κειμένη, ὁρίζοντα ἀναπεπταμένον ἔχουσα καί ὑποκειμένην ἅπασαν τήν μέχρι Θεσσαλονίκης πεδιάδα πρός ἀνατολάς). Δυτικά της πόλης έχει μάλιστα αμπελώνες με πολύ καλό κρασί, καλύτερο και από αυτό της Χίου και της Τενέδου, ονομαστό σε όλη την ευρωπαϊκή Τουρκία (ἔχουσα μεταξύ δε τῆς πόλεως καί τοῦ ὄρους Βερμίου ἀμπελῶνες ἐξ ὧν κάλλιστος γίνεται οἶνος, ὑπερτερῶν καί Χίον καί Τενέδιον, ὀνομαστός ἁπανταχοῦ τῆς Εὐρώπης τῆς τουρκικῆς). Η εκτίμηση του για το ναουσαίϊκο κρασί ήταν ανώτερη και από αυτή του Κουζινερύ ο οποίος θεωρούσε ότι ήταν πάρα πολύ καλό κρασί αλλά όχι σαν τον τενέδιο οίνο. Ο Σιληνός λοιπόν θα μπορούσε κάλλιστα να είχε μεθύσει εκεί και να είχε συλληφθεί πάνω στη μέθη (καί οὑκ απεικός τόν Σιληνόν οινοθέντα ἐκεῖ συλληφθῆναι). Από νερά μάλιστα έχει άφθονα που αναβλύζουν από την πλαγιά και κατεβαίνουν προς τη πόλη όπου χωρίζονται σε δυο μέρη· το ένα εισέρχεται σχηματίζοντας ρυάκια που διατρέχουν την πόλη ενώ το άλλο καταλήγει σε βαρύγδουπο καταρράκτη που χύνει τα νερά του σε βαθύ φαράγγι (υπό δε τήν ὑπώρειαν ὕδωρ πολύ ἀναδίδοται καί ῥέων πρός τά νότια τῆς πόλεως εἰς δύο σχίζεται, τό μέν εἰς τήν πόλιν εἰσερχόμενον πολλούς ῥύακας αὑτῇ παρέχει…τό δέ λοιπόν ἅμα χωρισθέν καταρράκτην μέγαν καί βαρύγδουπον ποιεῖ καί χασματώδη ποταμόν, Αράβυσον τοῖς ἐν κατοίκοις λεγόμενον, τάχα τό βάθος τοῦ ἐξαίσιον…εξελθών δέ τῆς πόλεως εἰς δεύτερον καταρράκτην τελευτᾷ καταπίπτων εἰς βαθεῖαν φάραγγα κἀν ταύτῃ ἀφανιζόμενος). Το ποτάμι Αράβυσος είναι φυσικά η Αράπιτσα. Οι κάτοικοι μάλιστα υποστήριζαν ότι το νερό φτάνει υπογείως από την λίμνη της Ωχρίδας (τῆς λίμνης Ωχρίδος λεγομένης, τό πάλαι Λυχνίδος) κάτι που δεν του φάνηκε απίστευτο (οὑκ ἄπιστον φημί τό λιχνίδιον ὕδωρ ὑπό γῆν ῥέον ἀναβλύζειν κατά τήν ὑπώρειαν τοῦ Βερμίου ὄρους).
Με την ευκαιρία αυτή του υπόγειου ύδατος ανοίγει μια παρένθεση για να αναφέρει ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην περιοχή της Πέλλας, στη τοποθεσία που ήταν γνωστή ως λουτρά του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Εκεί οι γεωργοί του είχαν πει ότι βρήκαν σωλήνες που ξεκινούσαν από το Παλαιόκαστρο – πηγές σημερινής Αραβησού, κοντά στην αρχαία Κύρρο – και κατέληγαν στη Πέλλα. Οι πηγές βρίσκονταν στις πλαγιές του όρους Παμάκου – Πάϊκου – όπου υπήρχαν μάλιστα αρχαία ερείπια. (Ἐγώ δε πολλάκις διαβάς τήν πρός μεσημβρίαν παρακειμένην τῆ Πέλλῃ ὀδόν καθ’ ἥν ἐστιν ἐρείπιον, ὅ λουτρά τοῦ Ἀλεξάνδρου καλοῦσιν οἱ ἐγχώριοι, ἐθεασάμην ὕδωρ ἐκ σωλῆνος οὐ μικροῦ ἐξερχόμενον χαλκίου, οὑκ ἀναλόγου πρός τό ὕδωρ, μείζονος οὔσης τῆς σωληναίας περιμέτρου. Οἱ δε πλησίον γεωργοῦντες μοι ἔλεγον σειράν σωλήνων εἰδέναι ὑπόγαιον διήκουσαν μέχρι τοῦ λεγομένου παλαιοῦ κάστρου, ὅ κεῖται ἐγγύς τῆς δυτικῆς ὑπωρείας τοῦ ὄρους καλουμένου ὑπό τῶν ἐγχωρίων Παμάκου. Τοῦ δε πολίσματος ἀρχαίου ὄντος ἐρείπια φαίνονται).
Επιστρέφοντας στη παρουσίαση της Νάουσας, σημειώνει ότι ενώ έχει καλή τοποθεσία, πολλά νερά και καλό κρασί, προβληματίζεται από το γεγονός ότι δεν είχε βρεθεί ούτε ένα αρχαίο άγαλμα, εκτός από δύο οπλές αλόγων από λευκό μάρμαρο τις οποίες είδε μέσα στη πόλη. Σε ότι αφορά το όρος Βέρμιο είχε ο ίδιος προσωπική αντίληψη του μεγάλου ύψους του γιατί ανέβαινε ψηλά στις στάνες για να συλλέξει την δεκάτη, υπό μορφή τυρός και βουτύρου, για λογαριασμό του μητροπολίτη Εδέσσης (τῷ τῆς Ἐδέσσης αρχιερεί). Πράγματι η Νάουσα ανήκε τότε στην εκκλησιαστική περιφέρεια της Μητρόπολης Εδέσσης. Εκεί ψηλά λοιπόν τη μέρα οι ακτίνες του ήλιου ήταν θερμότατες αλλά το βράδυ το ψύχος δριμύτατο και χρειαζόταν να ανάψει κανείς φωτιά για να ζεσταθεί. Με την μαρτυρία αυτή ο Μηνωίδης επιβεβαιώνει ότι είχε στενή σχέση με τον μητροπολίτη Τιμόθεο. Κλείνοντας την αναφορά του στη Νάουσα δεν παραλείπει να αναφέρει το νόστιμο ψωμί που παρασκεύαζαν οι κάτοικοι το οποίο γλύκιζε στο στόμα. Μάλιστα το στέλνανε όπως και το κρασί σαν δώρο στις πόλεις “ὁ ἄρτος ὁ ἐν τοῖς ἰδιωτικοῖς οἴκοις ζυμούμενος καί οπτόμενος ἡδεῖαν τινα ὀσμήν φέρων εσθόμενος… πέμπονται δε καί δῶρον, ὅ,τε ἄρτος καί ὁ οἶνος, πρός τούς ἐν ταῖς πόλεσιν ὑπερέχοντας”.
Η τρίτη πιθανή τοποθεσία ήταν ο τόπος καταγωγής του, η Έδεσσα. Η περιγραφή του γίνεται πολύ πιο αναλυτική. Η Έδεσσα είναι κτισμένη σε ευνοϊκό μέρος τόσο για επιθέσεις εναντίον άλλων όσο και για άμυνα (μᾶλλον εὔθετος πρός τό ἐπιτίθεσθαι τοῖς ἄλλοις, αὕτη ἀνεπίθετος τυγχάνουσα). Τα δύο τρίτα της πόλης που βλέπουν ανατολικά είναι κτισμένα πάνω σε ψηλό κρημνό από πουρόπετρα. Κάτω βρίσκονται οι κήποι που οι ντόπιοι ονομάζουνε λόγγο, με πολλούς και καλούς καρπούς (Τά γάρ δύο τρίτα τῆς πόλεως ἐπί πέτρας πορώδους καί αιγιλίπου έκτισται, πρός ἀνατολάς τετραμμένη, ὡς διά τό ὕψος ἐν τῷ ὑποκειμένῳ καί εὐρεῖ κηπωρίῳ, ὅν οἱ ἐγχώριοι λόγγον καλοῦσι…τόπος ἐκεῖ πάνυ εὔκαρπος καί πολύκαρπος). Από ψηλά οι άνθρωποι εκεί κάτω φαίνονται μικρότεροι και από μυρμήγκια. Η άνοδος από τον λόγγο στη πόλη γίνεται από δύο δρόμους βουστροφηδόν (ζιγκ-ζαγκ) και κανείς εχθρός δεν μπορεί να ανεβεί γιατί του ρίχνουν κυλιόμενες πέτρες (καί πολέμιος ἀνελθεῖν οὐ δύναται λίθων ἐπ’ αὑτόν κυλινδουμένων). Προς τα δυτικά είναι λιγότερο οχυρή αλλά μπορεί να προστατευτεί καλά. Ένα μεγάλο ποτάμι περιρρέει τα βόρεια όρια της πόλης προερχόμενο από μια πλούσια σε ψάρια λίμνη δίπλα στο χωριό Βλάδοβο. Ένα μέρος του ποταμού διέρχεται από την πόλη και ένα άλλο διακλαδίζεται σε τρία μικρότερα ποτάμια και όλα καταλήγουν σε τέσσερις βαρύγδουπους καταρράκτες (καί μέρος μέν διέρχεται τήν πόλιν τό δ’ ἄλλο τριχῆ μερίζεται ἐξ οὗ καί τέτταρες καταρράκται βαρύγδουποι). Από εκεί η Θεσσαλονίκη απέχει δέκα έξι ώρες και όταν ανέβει ψηλά ο ήλιος φαίνεται σαν μια κρεμασμένη λευκή κλωστή (ἀπ’ αὑτῆς Θεσσαλονίκης ἀφισταμένης ὤρας ἑκκαίδεκα ἀνίσχοντος ἠλίου φαίνοντας δίκην ἱστοῦ κρεμαμένου λευκανθίζοντας). Ο θόρυβος των καταρρακτών είναι τόσο μεγάλος που οι παροικούντες έχουν δυσκολία να ακούσει ο ένας τον άλλο (τούς οἰκοῦντας ἐπί τά τῶν πετρών ἀκρότομα μόλις συλλαλούντων ἀκούεσθαι). Βγαίνοντας δυτικά από την πόλη, αριστερά έχει ένα βουνό που είναι απόληξη του Βερμίου ενώ στα δεξιά απλώνεται ένα χλοερό λιβάδι δίπλα στο ποτάμι που κατεβαίνει από τη λίμνη. Πανύψηλες φίλυδρες λεύκες ορθώνονται στις δύο όχθες ενώ πολλά σκιερά πλατάνια απλώνονται πέρα από τη βόρεια όχθη σε μια έκταση μεγαλύτερη από τετραγωνικό στάδιο. Οι Οθωμανοί κάτοικοι είχαν στήσει στα ορμητικά νερά του ποταμού πλατιά πλυσταριά, και τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες έστρωναν εκεί τάπητες και απολάμβαναν τη δροσιά (λεῦκαι δε ὑψίκορμοι εἰς ὄρχους ἑκατέρωθεν ἐπί ταῖς ὄχθαις εἰσί πεφυτευμέναι· φίλυδρον γάρ τό φυτόν ἡ λεύκη ὡς καί αἱ πλάτανοι ὧν καί πλείστας πεφύκασι πρός τῆ πρός ἀρκτῷα ὄχθῃ ἀλλήλων ἐγγύτατα, κατεχούσας χῶρον μείζω τετραγωνικοῦ σταδίου πάνυ βαθύσκιον· οἱ δέ τῶν Ὀθωμανῶν κάτοικοι τῆς πόλεως πλυντῆρας πλατεῖς ἐπί τῷ ποταμῷ αἰκάλως ἐκεῖ ῥέοντι πήξαντες, καί τάπητα στρωννύντες κάθηνται θέρους ἐν ὥρᾳ δροσιζόμενοι).
Υπήρχαν όμως αρχαιότητες στην Έδεσσα που να μπορούσαν να ενισχύσουν την άποψη ότι εκεί ήταν η τοποθεσία στην οποία εγκαταστάθηκε ο Περδίκκας; Ο Μηνωίδης αναφέρει τη φήμη που κυκλοφορούσε ότι οι τάφοι των βασιλέων της Μακεδονίας βρίσκονταν στο Λόγγο. Εκεί υπήρχαν πολλά αρχαία μνημεία και ιδιαίτερα στον χώρο των ερειπίων του ναού της Αγίας Τριάδος (λέγουσι δε τόν Λόγγον ἐντάφιον εἷναι τῶν παλαιῶν βασιλέων τῆς Μακεδονίας τῷ πολλῷ λείψανα μνημείων ἐκεῖ εὑρίσκεσθαι καί μάλιστα ἐν τοῖς ἐρειπίοις τοῦ ναοῦ τῆς Ἀγίας Τριάδος). Πρόκειται φυσικά για τον κατεστραμμένο ναό που υπήρχε εκεί από πολύ παλιά. Δίπλα στα ερείπια του ναού υπήρχαν και πολλά αρχαία μάρμαρα τα οποία μάλλον χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του νέου ομώνυμου ναού το 1864/65 που δεσπόζει σήμερα στη περιοχή. Θυμίζει ότι ο χρησμός που είχε δοθεί στον Κάρανο – αρχηγέτη μεταγενέστερου δυναστικού μύθου – έλεγε ότι οι Μακεδόνες βασιλείς έπρεπε να θάβονται στις Αιγές για να διατηρηθεί η μακεδονική δυναστεία (καί τῷ τόν Κάρανον γνώμην ἀποφήνασθαι, τό τούς Μακεδόνων βασιλεῖς ἐκεῖ θάπτεσθαι· οὕτω γάρ τήν μακεδονικήν βασιλείαν διατηρηθῆναι). Ο Πτολεμαίος Σωτήρ όμως είχε διαφορετική γνώμη από τους άλλους στρατηγούς και όπως γράφει ο Παυσανίας έπεισε τους Μακεδόνες που είχαν διαταχθεί να μεταφέρουν την σορό του Αλέξανδρου στις Αιγές να του την παραδώσουν· και τον έθαψε στη Μέμφιδα σύμφωνα με τους μακεδονικούς νόμους (καί Μακεδόνων τούς ταχθέντας τόν Ἀλεξάνδρου νεκρόν ἐς Αἰγάς κομίζειν ἀνέπεισεν αὑτῷ παραδοῦναι· καί τόν μέν νόμῳ τῷ Μακεδόνων ἔθαπτεν ἐν Μέμφει).
Ο Μηνωίδης δυστυχώς δεν αναφέρει τι ακριβώς ήταν τα μάρμαρα στη περιοχή της Αγίας Τριάδας αν και από άλλους ταξιδιώτες έχουμε μάθει ότι τα περισσότερα ήταν επιτύμβιες στήλες και ανάγλυφα με τα ονόματα των νεκρών. Επρόκειτο κατά πάσα πιθανότητα για αρχαίο νεκροταφείο. Αναφέρει όμως ότι είχε δει το κεφάλι ενός αλόγου στον αμπελώνα κάποιου που ήταν παλιά υπηρέτης του πατέρα του Μίνωα. Το σώμα του αλόγου ήταν παραχωμένο μέσα στο χώμα (αὑτός δε καί ἵππου κεφαλήν ἐθεασάμην, ἐν τῷ ἀμπελῶνι τοῦ ποτέ τῷ ἐμῶ πατρί Μίνω ὑπηρετήσαντος, τοῦ λοιπού σώματος κεχωσμένου). Το σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι μαθαίνουμε για πρώτη φορά ότι ο πατέρας του Μηνά Μινωίδη λεγόταν Μίνως. Αυτό εξηγεί και το επώνυμο που διάλεξε όταν πήγε στο Παρίσι: Μινωίδης, δηλ. γιος του Μίνωα. Αρχικά υπέγραφε είτε ‘Μηνάς Μηνάδης’ είτε πιο απλά ‘Μηνάς ο Μίνω’. Το δεύτερο σημαντικό σημείο αφορά στο ίδιο το άγαλμα το οποίο μας είναι γνωστό τόσο από τον πρόξενο Κουζινερύ όσο και από τον Γάλλο αρχαιολόγο Ντελακουλόνς (1855). Και οι δυο είχαν δει μόνο το σώμα του αλόγου, το οποίο κατά τον Κουζινερύ ήταν τεράστιο και κατά τον Ντελακουλόνς μετρούσε δύο μέτρα και ογδόντα πέντε εκατοστά από τον λαιμό μέχρι το δεξί πόδι. Ο Ντελακουλόνς μάλιστα αναφέρει ότι ο ιδιοκτήτης του αγρού είχε καταφέρει να βγάλει το σώμα του αλόγου από το μεγάλο βάθος και το χρησιμοποιούσε σαν στήριγμα μιας κληματαριάς στο κτήμα του. Ίσως λοιπόν να υπήρχαν εκεί και τα υπόλοιπα κομμάτια του αγάλματος.
Μηνάς ο Μίνω: μια από τις υπογραφές πριν καταλήξει στο Μηνάς Μινωίδης
Ο Μηνωίδης είχε δει και άνδρα έφιππο από λευκή πέτρα σε άλλο σημείο. Συμβούλευσε μάλιστα να καλύψουν εντελώς τα αρχαία μνημεία με χώμα και πέτρες για να μην τα αρπάξουν κλέφτες (αλλά καί ἄνδρα ἔφιππον ἐκ λευκοῦ λίθου ἀλλαχοῦ ἐν τῷ Λόγγῳ ίδον, τά πλείστων αὑτοῦ ὑπό γῆν καλυπτομένων καί συνεβούλευσα λίθους καί χοῦν ἐπιφορῆσαι καί κατακαλύψας τέλεον, μή τούτους ἁρπακτῆρες μεν ἀναρπάσειεν). Η τελευταία φράση μας οδηγεί στη σκέψη ότι οι δραστηριότητες του Κουζινερύ ίσως να είχαν γίνει ευρύτερα γνωστές γιατί δεν γνωρίζουμε άλλους που ενδιαφέρονταν για μάρμαρα την εποχή εκείνη στην Έδεσσα. Η πρώτη του αντίδραση λοιπόν ήτανε να καλυφτούν τα αρχαία και να κρατηθεί μυστική η θέση τους μη τα βρουν οι ‘αρπακτήρες’. Η επόμενη φράση όμως ανατρέπει την καλή αυτή εντύπωση: νεώτατος δ’ ὤν τάδε συνεβούλευον, προσήκων δέ τῇ ἡλικίᾳ ταναντία ἔπραξα καί ὁ μετάμελος ἤδη ἀξύμφορος, δηλαδή όταν ήμουν νέος αυτά συμβούλευα αλλά όταν μεγάλωσα έπραξα τα αντίθετα και η μεταμέλεια δεν ωφελεί πια σε τίποτα. Στο μέλλον ίσως δοθεί η ευκαιρία να εξετάσουμε τις λεπτομέρειες που τον οδήγησαν να γράψει αυτή τη φράση. Είναι πάντως ένδειξη ότι το κείμενο γράφτηκε προς το τέλος της ζωής του.
Στη συνέχεια αναφέρει ότι μέσα στη πόλη υπήρχαν επίσης ορισμένα αρχαία μνημεία. Αναφέρει μάλιστα ότι επέτρεψε τον Γάλλο Κουζινερύ να αντιγράψει ένα κείμενο που βρισκόταν στην είσοδο του μητροπολιτικού μεγάρου. Πίστευε ότι επρόκειτο για τους εφήβους της πόλης την εποχή του Αλεξάνδρου. Την επιγραφή αυτή όμως, όπως γράφει, δεν την είδε στο βιβλίο του Γάλλου προξένου (μνημείων δε κἀν τῆ πόλει Ἐδέσσῃ λείψανά τινα σῴζεται. Καί ἐπίγραμμα ἔδωκα ἀντιγράψαι τῷ Γάλλῳ Κουζινερή ἐπί τῆς πύλης τοῦ ἀρχιερατικοῦ παλατίου κείμενον· αναγραφή δ’ ἦν τῶν ἐπί Ἀλεξάνδρου ἐφηβησάντων νέων, ὅπερ ἐν τῆ αὑτοῦ ἐκδοθείσῃ βίβλῳ οὐχ ἑώρακα). Ο Κουζινερύ μνημονεύει την επιγραφή στο βιβλίο του χωρίς να παραθέσει το κείμενο το οποίο όπως γράφει χάθηκε στα πολλά ταξίδια που έκανε. Από ότι θυμόταν όμως ήταν κείμενο της ρωμαϊκής εποχής πράγμα που επιβεβαίωσε και ο Ντελακουλόνς παρουσιάζοντας το στη δική του μελέτη. Η τελευταία φράση “έδωκα αντιγράψαι” θα μπορούσε να ερμηνευτεί σαν μια παραχώρηση σε κάποιον που είχε βγάλει την φήμη ‘αρπακτήρα’ αρχαίων και έπρεπε να κρατήσει σε κάποια απόσταση.
Μετά την αναλυτική αυτή παρουσίαση των τριών πιθανών τοποθεσιών ο Μινωίδης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι πιθανότερο ο Περδίκκας να είχε εγκατασταθεί εδώ (στην Έδεσσα) παρά στη Νάουσα (οὕτως εὐφυῶς ἐχούσης τῆς χώρας καί ἐπιτηδείως πρός ὁρμητήριον τούς Μηδικούς κήπους κατά τήν δέ κεῖσθαι φαίη τις ἀν πιθανώτερον ενταύθα είναι ἤ κατά τήν Νάουσαν). Ένα συμπέρασμα που είχε μάλιστα το πλεονέκτημα να κάνει συμβατό τον δυναστικό μύθο του Ηροδότου με αυτόν του Ευφορίωνα τον οποίο έκανε γνωστό σε όλο τον δυτικό κόσμο ο ρωμαίος ιστορικός Ιουστίνος: ότι δηλαδή οι Αιγές, η πρώτη πρωτεύουσα της Μακεδονίας, ήταν η παλαιά ονομαζόμενη Έδεσσα. Όπως όμως συμβαίνει, η αρχαιολογική σκαπάνη είναι αυτή που έχει τον τελευταίο λόγο στα ζητήματα αυτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου