[…]
Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος
στην κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων
του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό
Μισίρι,
στην κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων
του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό
Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της
Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής,
του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας,
της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας,
της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας,
Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην
πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω ― έτσι είτανε, λεν, ο
Μπολιβάρ ― και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.
Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου,
Μπολιβάρ, γιατί ώς νάρθης η Νότια Αμερική
ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει
την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν
τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφφέ.
Μπολιβάρ, γιατί ώς νάρθης η Νότια Αμερική
ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει
την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν
τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφφέ.
Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας
μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε
στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν
τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας
μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε
στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν
τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.
Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί,
σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,
Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε,
κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;
σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,
Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε,
κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;
Μπογιάκα, Αγιακούτσο. Έννοιες υπέρλαμπρες κι αιώνιες.
Είμουν εκεί.
Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο:
πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.
Κι ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη,
π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.
Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα
λεωφορεία με τους πληγωμένους.
Είμουν εκεί.
Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο:
πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.
Κι ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη,
π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.
Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα
λεωφορεία με τους πληγωμένους.
Μην ταραχθή κανείς. Κάτω εκεί, νά, η λίμνη.
Από δω θα περάσουν, πέρ’ απ’ τις καλαμιές.
Υπομονευτήκαν οι δρόμοι: έργο και δόξα του Χορμοβίτη,
του ξακουστού, του άφταστου στα τέτοια.
Στις θέσεις σας όλοι. Η σφυρίχτρα ηχεί!
Ελάτες, ελάτε, ξεζέψτε. Ας στηθούν τα κανόνια,
καθαρίστε με τα μάκτρα τα κοίλα,
τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια,
Τα τόπια δεξιά. Βρας!
Βρας, αλβανιστί φωτιά: Μπολιβάρ!
Από δω θα περάσουν, πέρ’ απ’ τις καλαμιές.
Υπομονευτήκαν οι δρόμοι: έργο και δόξα του Χορμοβίτη,
του ξακουστού, του άφταστου στα τέτοια.
Στις θέσεις σας όλοι. Η σφυρίχτρα ηχεί!
Ελάτες, ελάτε, ξεζέψτε. Ας στηθούν τα κανόνια,
καθαρίστε με τα μάκτρα τα κοίλα,
τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια,
Τα τόπια δεξιά. Βρας!
Βρας, αλβανιστί φωτιά: Μπολιβάρ!
Κάθε κουμπαράς, π’ εξεσφενδονιζόταν κι άναφτε,
Είταν κι ένα τριαντάφυλλο για τη δόξα του μεγάλου στρατηγού,
Σκληρός, ατάραχος ως στέκονταν μέσα στον κορνιαχτό
και την αντάρα,
Με το βλέμμ’ ατενίζοντας προς τ’ αψηλά, το μέτωπο στα νέφη,
Κι είταν η θέα του φριχτή: πηγή του δέους, του δίκιου
δρόμος, λυτρώσεως πύλη.
Είταν κι ένα τριαντάφυλλο για τη δόξα του μεγάλου στρατηγού,
Σκληρός, ατάραχος ως στέκονταν μέσα στον κορνιαχτό
και την αντάρα,
Με το βλέμμ’ ατενίζοντας προς τ’ αψηλά, το μέτωπο στα νέφη,
Κι είταν η θέα του φριχτή: πηγή του δέους, του δίκιου
δρόμος, λυτρώσεως πύλη.
Όμως, πόσοι και πόσοι δε σ’ επιβουλευτήκαν, Μπολιβάρ,
Πόσα «ντολάπια» και δε σού ’στησαν να πέσης, να χαθής,
Ένας προ πάντων, ένας παλιάνθρωπος, ένα σκουλήκι,
ένας Φιλιππουπολίτης.
Αλλά συ τίποτα, ατράνταχτος σαν πύργος στέκουσαν,
όρθιος, στου Ακογκάγκουα μπρος τον τρόμο,
Μια φοβερή ξυλάρα εκράταγες, και την εκράδαινες
πάνω απ’ την κεφαλή σου.
Οι φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν, που δεν
τους τρόμαξε της μάχης το κακό και το ντουμάνι,
και σε κοπάδια αγριεμένα πέταγαν,
Κι οι προβατογκαμήλες γκρεμιοτσακίζουντάνε
στις πλαγιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν,
σύννεφο το χώμα και λιθάρια.
Κι οι εχθροί σου μέσα στα μαύρα Τάρταρα εχάνοντο, λουφάζαν.
(Σαν θάρθη μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλάβανδα,
μ’ αγίασμα των Βλαχερνών θα βρέξω την κορφή μου,
Θα βάλω όλη την τέχνη μου αυτή τη στάση σου
να πελεκήσω, να στήσω ενού νέου Κούρου
τ’ άγαλμα στης Σικίνου τα βουνά,
Μη λησμονώντας, βέβαια, στο βάθρο να χαράξω
το περίφημο εκείνο «Χαίρε παροδίτα».)
Πόσα «ντολάπια» και δε σού ’στησαν να πέσης, να χαθής,
Ένας προ πάντων, ένας παλιάνθρωπος, ένα σκουλήκι,
ένας Φιλιππουπολίτης.
Αλλά συ τίποτα, ατράνταχτος σαν πύργος στέκουσαν,
όρθιος, στου Ακογκάγκουα μπρος τον τρόμο,
Μια φοβερή ξυλάρα εκράταγες, και την εκράδαινες
πάνω απ’ την κεφαλή σου.
Οι φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν, που δεν
τους τρόμαξε της μάχης το κακό και το ντουμάνι,
και σε κοπάδια αγριεμένα πέταγαν,
Κι οι προβατογκαμήλες γκρεμιοτσακίζουντάνε
στις πλαγιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν,
σύννεφο το χώμα και λιθάρια.
Κι οι εχθροί σου μέσα στα μαύρα Τάρταρα εχάνοντο, λουφάζαν.
(Σαν θάρθη μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλάβανδα,
μ’ αγίασμα των Βλαχερνών θα βρέξω την κορφή μου,
Θα βάλω όλη την τέχνη μου αυτή τη στάση σου
να πελεκήσω, να στήσω ενού νέου Κούρου
τ’ άγαλμα στης Σικίνου τα βουνά,
Μη λησμονώντας, βέβαια, στο βάθρο να χαράξω
το περίφημο εκείνο «Χαίρε παροδίτα».)
`
**********************
Ο «Μπολιβάρ» εκδόθηκε το 1944 και επενέργησε βαθιά στη διάρκεια της Κατοχής, όταν πρωτοκυκλοφόρησε χειρόγραφα, λόγω του αντιστασιακού του χαρακτήρα. Αποτελεί μεγάλο συνθετικό υπερρεαλιστικό ποίημα με κεντρικό ήρωα τον Σιμόν Μπολιβάρ, ο οποίος ηγήθηκε του απευλευθερωτικού αγώνα των λαών της Λατινικής Αμερικής που ενέπνευσε την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και αντίστροφα. Ζωηρή απήχηση είχε όμως και το 1968 η ηχητική επεξεργασία της σύνθεσης, του Ν.ΜΑΜΑΓΚΑΚΗ σε φόρμα λαϊκής καντάτας, όταν τον Δεκέμβριο του 1968 κυκλοφόρησε από τη Lyra ο δίσκος «Μπολιβάρ: Ένα ελληνικό ποίημα», με ερμηνευτή τον ΓΙΩΡΓΟ ΖΩΓΡΑΦΟ, μέσα στη Δικτατορία.
Ο «Μπολιβάρ» εκδόθηκε το 1944 και επενέργησε βαθιά στη διάρκεια της Κατοχής, όταν πρωτοκυκλοφόρησε χειρόγραφα, λόγω του αντιστασιακού του χαρακτήρα. Αποτελεί μεγάλο συνθετικό υπερρεαλιστικό ποίημα με κεντρικό ήρωα τον Σιμόν Μπολιβάρ, ο οποίος ηγήθηκε του απευλευθερωτικού αγώνα των λαών της Λατινικής Αμερικής που ενέπνευσε την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και αντίστροφα. Ζωηρή απήχηση είχε όμως και το 1968 η ηχητική επεξεργασία της σύνθεσης, του Ν.ΜΑΜΑΓΚΑΚΗ σε φόρμα λαϊκής καντάτας, όταν τον Δεκέμβριο του 1968 κυκλοφόρησε από τη Lyra ο δίσκος «Μπολιβάρ: Ένα ελληνικό ποίημα», με ερμηνευτή τον ΓΙΩΡΓΟ ΖΩΓΡΑΦΟ, μέσα στη Δικτατορία.
Στην εκπομπή της ΕΡΤ, «Η περιπέτεια ενός ποιήματος» παρακολουθούμε συνέντευξη του συνθέτη Ν.ΜΑΜΑΓΚΑΚΗ ο οποίος μιλάει για τους λόγους που τον ώθησαν στη μελοποιία συγκεκριμένου τμήματος του έργου, για τη σημασία του μελοποιημένου ποιήματος στην περίοδο της Δικτατορίας εξηγώντας τις μουσικές φόρμες που χρησιμοποίησε και την αποδοχή που είχε το έργο από το κοινό. Αναφέρεται μεταξύ άλλων στη βαθιά ελληνικότητα των στίχων του Εγγονόπουλου. Από την άλλη, ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ μας μεταφέρει στο κλίμα των μπουάτ στα χρόνια της χούντας όταν πρωτοεκδόθηκε ο δίσκος.
Στην εκπομπή μιλούν ακόμη, η ΛΕΝΑ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ, σύζυγος του ποιητή, η οποία μας ξεναγεί ταυτόχρονα στο ατελιέ του ζωγράφου Ν.ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ, ο λογοτέχνης και κριτικός ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ, ο οποίος αναλύει τη λαϊκή βάση της ποιητικής σύνθεσης του «Μπολιβάρ» και το πώς εντάχθηκε στη μέση συνείδηση αναγνωστών. Για την οπτικοποίηση της ποίησης και της μουσικής μιλάει ο σκηνοθέτης ΔΗΜΟΣ ΘΕΟΣ. Στη διάρκεια της εκπομπής ακούγονται τα μελοποιημένα ποιήματα «Μπολιβάρ» και «Ο Αφέντης της Καρύταινας» τα οποία ερμηνεύει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ. Περιέχεται επίσης ηχητική απαγγελία με τη φωνή του Ν.ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου