του Χρήστου Τσιάμη (ανταπόκριση Μανχάταν)
Η Χάρις νωρίς
Η ζέστη έχει ξεκάνει την σκέψη. Η υγρασία έχει θολώσει όλα τα τοπία. Κοιτάω στον καθρέφτη και βλέπω ένα κύμα, την τρισδιάστατη καμπύλη που όμορφα στρίβει, λίγο πιο πάνω απ’ το αυτί, κι από τον κρόταφο ανεβαίνει στου κεφαλιού την κορυφή, μια θάλασσα που έχει ταραχτεί, βαθιά και στην άπλα της την ορατή, μαύρες σκέψεις και άσπρα φύκια, τα αόρατα μυαλά και τα ανάστατα μαλλιά, καθώς ο υδράργυρος ανεβαίνει.
Άσκοπες περιηγήσεις με οθόνες εύκολης χρήσης. Κάποτε, φτάνω και στην πατρίδα. Τα ίδια. Για στάσου, στα νέα μιλάει η Ελευθερία, και λέει όποια απόφαση και αν πάρει η Χάρις παραμένει χάρις στη ζωή μας. Απ’ την οθόνη γλιστράω ταχιά σε μια σπηλιά, καταμεσής της Αστόριας, απέναντι από το Μανχάτταν, Ελληνική Σπηλιά με κίτς μπιχλιμπίδια, όπου νωρίς στα χρόνια η Χάρις γλυκοτραγουδά…
Κατεβαίνω στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα τα σκαλιά προς τα καμαρίνια. Εκεί κάτω βαθιά, ανοίγει η πόρτα και στο σκοτάδι σκάει μια λιακάδα, το χαμόγελό της και τα αστραφτερά της μάτια. Μας θαμπώνει και τους τρείς: ο μεσήλικας ποιητής και δημοσιογράφος που μας έχει κεράσει τη βραδιά αυτή, η ξανθιά Αμερικανίδα που αγαπώ, κι εγώ. ‘Νεοέλληνας ποιητής’, με συστήνει βροντοφώνως αυτός, παρόλο που δημοσιεύω σπανίως και σε περιοδικά γνωστών μου κυρίως. Εκείνη αμέσως σκύβει και βγάζει από την τσάντα της ένα βιβλίο. ‘Του συντρόφου μου’, λέει καθώς μου το προσφέρει. ‘Είναι το πρώτο του!’, συμπληρώνει περήφανα. Η εικόνα ζωντανεύει ξανά σήμερα. Τι μεγαλοψυχία! Ο άλλος υπεράνω τού εαυτού. Από τη βραδιά εκείνη μού έχει μείνει αυτή της η χειρονομία, που προσθέτει στη φωνή της ακόμα πιο πολλή μαγεία!
Η Τζάνις γράφει ένα τραγούδι
Πολύ διάβασμα έχει πέσει αυτή την εποχή που η ζωή μας έχει αναγκαστικά συρρικνωθεί απ’ την πλατύτερη κοινωνική ζωή, λόγω των μέτρων υγείας. Οι δυο μας διαβάζουμε κατ’ ιδίαν, φορές φορές όμως ανταλλάσσουμε, δια φωνής, κειμένων χωρία που μας έχουν κάνει κάποια ιδιαίτερη εντύπωση.
–Πρόσεξε, μου φωνάζει καθώς διαβάζει μια νέα βιογραφία τής Τζάνις.
– Ενα λεπτό, να φτάσω στην τελεία…Εντάξει, λέγε μου τώρα.
Και αρχίζει να μου διαβάζει μια μικρή παράγραφο που περιγράφει πώς η Τζάνις αρχίζει να γράφει το τραγούδι ‘Mercedes Benz’. Μας ενδιαφέρει όχι μόνο γιατί λατρεύουμε αυτή την ψυχή, αλλά επίσης γιατί στη σκηνή αυτή είναι ανακατεμένος και ο φίλος μας ο Ρίπ – μια φιλία τριάντα τόσα έτη, τον χάσαμε πέρυσι καλοκαίρι. Και μέσα από την κοινωνία αυτής μου της φιλίας τολμάω να ξαναζωντανέψω εκείνη τη στιγμή, και να πλησιάσω την Τζάνις, που δεν το αξιώθηκα ενόσω ήταν εν ζωή, δίπλα τους εκεί, στο πάρε δώσε με τον Ρίπ, όπως τον είχα ζήσει σε παρόμοιες σκηνές, ξανά και πάλι, τις μέρες των συνάξεων, τις καλές…
Έτρεχε η κούρσα δίπλα στο ευθύ, πλατύ ποτάμι, κατά μήκος του Μανχάτταν από χαμηλά, κάλυπτε μίλια γοργά, και οι τέσσερεις τους μέσα, η παράταιρη η παρέα, κάλυπταν κι αυτοί διπλά και τριπλά «μίλια στην κοιλιά» από τα μαρτίνι που είχαν κατεβάσει νωρίτερα σε ένα μπαρ της γειτονιάς Τσέλσι, όπου βρισκόταν το σπίτι του ζεύγους Ρίπ και Τζεραλντίν και επίσης το ομώνυμο ξενοδοχείο όπου έμενε η Τζάνις.
Εκείνη την ημέρα η Τζάνις δεν ήτανε σε κέφια. ‘Να φωνάξω έναν φίλο’, προτείνει ο φίλος της, ‘θάναι καλή παρέα…είναι κι αυτός από το Τέξας… μένει εδώ παρά πέρα με τη γυναίκα του την Τζεραλντίν… ’ Και απ’ τον λήθαργο ξυπνάει αυτή: ‘Σοβαρολογείς; Αυτή η γυναίκα είναι το ίνδαλμά μου της οθόνης!’ Κι έτσι αρκέστηκε ένα απλό τηλεφώνημα για να βρεθούν αμέσως εκείνο το απόγευμα, τοπικά, και ύστερα πανηγυριού συνέχεια στο αυτοκίνητο του Ρίπ (και οι δυο τους είναι φωνακλάδες Τεξανοί) καθ’ οδόν για τη συναυλία της στο Πόρτσεστερ, καμιά ώρα βόρεια από το νησί.
Έφτασαν νωρίς, μια ώρα πριν. Κάθισαν σ’ ένα μπαρ εκεί δίπλα για κάμποσα ποτά ακόμα. Μιας κι ήταν μαζί όλη μέρα, άναβε κι έσβηνε η κουβέντα, με τα κενά να τα γεμίζει μια αργή, τραβηγμένη γουλιά απ’ το ποτήρι, που αδειάζει και στο πι και φι, και με τη φροντίδα του μαγαζιού γεμίζει ξανά. Σε μια τέτοια φάση, όταν είχε κατεβάσει απ’ τα χείλη της το ποτήρι, και είχε τραβήξει στην άκρη τα μακριά, σγουρά της μαλλιά, η Τζάνις πάγωσε προς στιγμή απ’ τη ματιά του Ρίπ. Την είχα βιώσει αυτή τη ματιά σε ξεφαντώματα παρόμοια, και είχα σημειώσει στον νου τις αντιδράσεις του προσώπου από την άλλη μεριά. Δεν ήταν αυτή ματιά τού ενός, μα όλων εκείνων των χαρακτήρων μαζί που είχε υποδυθεί αυτός εδώ ο ηθοποιός : από τον Ιούδα, στο κινηματογραφικό έπος από την Βίβλο, μέχρι τον επίβουλο εκείνον Αμερικανό πρόεδρο, τον Νίξον, και από τον Γουόλτ Γουίτμαν ως στοργικόν αδερφό μέχρι έναν περιθωριακό τραγουδιστή που βουλιάζει στην έξη και στις ίδιες του τις σκέψεις.
Πάγωσε η Τζάνις προς στιγμήν, και αμέσως μετά, γιατί είναι απ’ το Τέξας κι αυτή, σηκώνει στην υγειά του το ποτήρι. Κι ενώ το βλέμμα της φέρνει μια βόλτα το μπαρ, αμήχανα αρχίζει να φτιάχνει ένα τραγούδι, καλουπιασμένο μέσα στον ρυθμό ενός στίχου γνωστού μπήτ ποιητή του Σαν Φραντσίσκο, που είχε τρυπώσει και στριφογυρνούσε τελευταία στο μυαλό της, “Oh Lord won’t you buy me a Mercedes Benz…”, και τον επαναλαμβάνει τον στίχο άλλη μια φορά, και ο Ρίπ αρχίζει να χτυπάει με την παλάμη του το τραπέζι, όπως στα έργα ο καουμπόης Τζόν Γουέϊν χτυπούσε τ’ άλογα στα καπούλια για να τα στείλει στου λιβαδιού τ’ ανοιχτά, “Yeah! Yeah! Yeah!”, φώναζε ο Ρίπ και η Τζάνις ξεσηκωμένη κολλούσε έναν ακόμη στίχο στο τραγούδι, και ο Ρίπ συνεχίζει να φωνάζει ‘Κι άλλο! Κι άλλο!’, και ο φίλος της δίπλα πιάνει μια χαρτοπετσέτα κι αρχίζει να γράφει αυτά που τραγουδάει η Τζάνις, και αυτά που ο ίδιος τσοντάρει, και ο Ρίπ με την Τζεραλντίν κρατούν τον ρυθμό τσουγκρίζοντας τα ποτήρια, ώσπου κάποιος μπαίνει στο μπαρ να τους πει πως πλησιάζει η ώρα ν’ αρχίσει η συναυλία.
Αρπάζει την χαρτοπετσέτα με τα στιχάκια η Τζάνις και μπροστά αυτή και από πίσω η παρέα περπατητοί φτάνουν στη σκηνή. Ανεβαίνει επάνω η Τζάνις και ξεκινάει «Οh Lord…», την κοιτάνε σαν χαμένοι της μπάντας οι μουσικοί, μα αυτή συνεχίζει μόνη της το τραγούδι που μόλις πριν λίγο είχε ολοκληρωθεί, χωρίς κιθάρες και ταμπούρλα, μόνο η φωνή, όπως το είχε τραγουδήσει στο μπαρ με την παρέα της, και ακριβώς όπως το ακούμε τώρα εγώ κι εσείς σαν βάζουμε να παίξει το CD. Η φωνή που τραγουδάει είναι ό,τι πιο κοντινό σε αυτό που λέμε ψυχή. Και η ψυχή ίσως να έχει κάτι απ’ των αγγέλων την υφή. Ακούστε την!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου