17.8.20

Ενας συγγραφέας με τρεις υποστάσεις

Παναγιώτης Νούτσος*
Το 2018, με τη συμπλήρωση εκατόν πενήντα ετών από τη γέννηση του Κώστα Κρυστάλλη (1868-1894), ήταν επόμενο να πραγματοποιηθούν λογοτεχνικές εκδηλώσεις και επιστημονικές συναντήσεις για τη ζωή και το έργο του. Ο «συγχωριανός» του Ευάγγελος Αυδίκος, που ήδη είχε αναλάβει την πρωτοβουλία επιστημονικού συνεδρίου στην Πρέβεζα το 1993, ήταν επόμενο να πρωταγωνιστήσει, δημοσιεύοντας μάλιστα το βιβλίο: Κ. Κρυστάλλης (2018), με σειρά ανθολογούμενων κειμένων (με δυο δικά του) γι’ αυτήν τη θεματική. Ετσι, αυτονόητα, αν συνυπολογίσουμε την «τρισυπόστατη» παρουσία στη δημόσια σκηνή του Αυδίκου, θα εμφανιστεί τον Μάιο του 2019 η «Οδός
Οφθαλμιατρείου». Ποιες είναι και πώς συνέλκονται οι τρεις «υποστάσεις» του συγγραφέα. Αρχίζω από την παρουσία του στην πολιτική σκηνή της χώρας: από φοιτητής ο Αυδίκος συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, πρωτοστάτησε στους πολιτιστικούς συλλόγους του Δήμου Πρέβεζας, συνέβαλε στην πολιτιστική δραστηριότητα των κομμάτων της Αριστεράς (του ΚΚΕ ώς το 1990 και του ΣΥΡΙΖΑ από το 2010) και των εκπροσώπων της στην περιφερειακή αυτοδιοίκηση, με αρθρογραφία σε ομόλογες εφημερίδες των Αθηνών. Ως προς την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία: μετά την απόκτηση (1991) του διδακτορικού διπλώματος (Πρέβεζα 1945-1990. Οψεις της μεταβολής μιας επαρχιακής πόλης) εκλέγεται λέκτορας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης («Λαογραφία με έμφαση στην προφορική παράδοση και το ελληνικό παραμύθι») και στη συνέχεια (2000) στο Τμήμα Ιστορίας - Αρχαιολογίας - Λαογραφίας (με αντικείμενο τη «Λαογραφία»), για να εκλεγεί το 2004 καθηγητής και να συνεχίσει ώς την αφυπηρέτησή του το 2018, με δεκάδες αυτοτελείς δημοσιεύσεις στο ερευνητικό του πεδίο. Ως προς τη λογοτεχνική του δημιουργία, ξεκινάει αυτοτελώς το 2001 με διηγήματα και φτάνει με άλλα τέσσερα μυθιστορήματα (2004, 2007, 2013) ώς το παρόν. Για την «Κίτρινη ομπρέλα» είχα τότε (2008) ασχοληθεί λεπτομερώς (βλ. Για το ιστορικό «υπόβαθρο» της λογοτεχνίας, 2017:54-59). 
 Ευάγγελος Αυδίκος
 Ενας συγγραφέας με τρεις υποστάσεις
 Ευάγγελος Αυδίκος
 Οδός Οφθαλμιατρείου Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Μυθιστόρημα 2019 σ. 215
 Η πορεία της λογοτεχνίας. Δεν θα περιοριστώ εδώ στην πολιτική σκηνή και αντίστοιχα στην ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του συγγραφέα, αλλά θα προσπαθήσω να αναδείξω πώς αυτές «συνέλκονται» με το ανά χείρας «μυθιστόρημα». Εισαγωγικά εδώ θα επαναλάβω τρεις επισημάνσεις: Λίγες είναι οι περιπτώσεις συναδέλφων που διαθέτουν «διπλή» ιδιότητα, δηλαδή όσων στο campus ενεργοποιούν δικλίδες διαφυγής προς το πεδίο της λογοτεχνίας, έστω με την επίγνωση ότι από τη «Σχολή στη σχόλη το παυσίπονο αργεί» και με την αίσθηση ότι τους υποβλέπει -ή απλώς ότι τίθενται υπό το διπλό βλέμμα του «άλλου»- τόσο το γένος των λογοτεχνών όσο και το σινάφι των πανεπιστημιακών. Οι περιπτώσεις αυτές επιβάλλεται να ενθαρρύνονται, εφόσον καλωσορίζουν τον λόγιο και όχι τον κερδώο Ερμή, σε μια εποχή γενικευμένης διεμβολής του Πανεπιστημίου από τους θεούς της αγοράς και συνάμα με την αναγωγή του Εφιάλτη σε κοινό «πρότυπο» και όχι σε δακτυλοδεικτούμενη «εξαίρεση». Με την προϋπόθεση ότι δεν μπερδεύονται οι ρόλοι και από τις δυο πλευρές: ούτε ο λογοτέχνης να εμφανίζεται επιστημονίζων και ιδίως ούτε ο επιστήμονας να αναλίσκεται σε λογοτεχνίζουσες επιδόσεις. Με ένα παράδειγμα πρόσφατης κοπής: άλλο είναι η ποίηση που πατάει στην ιστορία και άλλο η ομιχλώδης και ρευστή «ποιητική της ιστορίας»… Επισκοπώντας το κείμενο. Εχουμε μπροστά μας ακόμη ένα «μυθιστόρημα» το οποίο επιβεβαιώνει την πληρότητα του τρόπου της αυτοσύστασής του. Στο κέντρο της αφήγησης βρίσκεται, όπως ευκρινώς καταχωρίζεται στο οπισθόφυλλο, ο «δρόμος όπου άρχισε το δράμα του ποιητή και πεζογράφου» Κώστα Κρυστάλλη (1888-1894). Θα μπορούσε όμως ο «σπουδαίος δημιουργός που χάθηκε νέος» να επιστρέψει, ενάμιση αιώνα μετά, στην Αθήνα, όπου θα συναντήσει τον νεαρό συμπατριώτη του Χρήστο και να «πει όσα δεν μπόρεσε όσο ζούσε». Τούτο πράττει, συνήθως διακριτικά και με αρκετές ευκαιρίες, και ο ίδιος ο συγγραφέας του παρόντος μυθιστορήματος «αυτοβιογραφούμενος». Ως προς τον τρόπο γραφής, πρωτοστατεί ο μικροπερίοδος λόγος, με αυτοσυγκράτηση και χωρίς περιττές επαναλήψεις. Ετσι η διαδοχή των «συμβάντων», ως «δειγμάτων» και ως «δηγμάτων» [= «πληγών»] της αφήγησης, εξασφαλίζει την καίρια συνυφή «σημαίνοντος» και «σημαινόμενου», ως συνεύρεσης μάλιστα «μικρόκοσμου» και «μακρόκοσμου», ώστε να καθίσταται αμοιβαία επωφελής η συμπαρουσία τους. Κι αν κάποιος/α θα προχωρούσε, ενδεικτικά βέβαια, σε μια κατόπτευση του όλου πεδίου της αφήγησης, δηλαδή των δώδεκα μερών της, θα μπορούσε να αναδείξει τις εξής «εστίες»: η οδός «Οφθαλμιατρείου»: όνομα και πράγμα γιατί «εδώ άρχισε να σκάβεται ο τάφος μου» (σ. 43)· η λατρεία της «περιπέτειας» και των «απροσδόκητων» που αυτή επιφέρει (σ. 15), έτσι που η ποίηση να σε μάθει να «κοιταχτείς στον καθρέφτη» (σ. 22)· η στροφή προς την ιστορία (να «διαβάσεις περισσότερη Ιστορία» ή να διαπιστώσεις τη «χρησιμότητα της ιστορίας»· η ειδική μνεία του Σπυρίδωνος Λάμπρου, «κοντοχωριανού» του από τους Καλαρρύτες (σ. 203, βλ. σ. 45, 51), που του βρήκε τελικά θέση εργασίας στο υπόγειο τυπογραφείο του Παπαγεωργίου, γωνία Οφθαλμιατρείου και Σταδίου (σ. 51)· η στροφή προς το μέλλον, όσα «απροσδόκητα» κι αν έχει η «περιπέτεια» για ν’ «ανοίξεις την είσοδο του κόσμου που αγαπάς» (σ. 15) και να «κερδίσεις το μέλλον» (σ. 65), ιδίως όταν η «αχανής αχτίδα του μέλλοντος σε διαπερνά» (σ. 69)· η αποστροφή προς τον θάνατο, στον βαθμό που η «δημιουργία συντρίβει τα δεσμά του» (σ. 62), χωρίς να «καταχωνιάζεται» έτσι το «έργο του στο βασίλειο της αδιαφορίας» (σ. 168)· η επίκληση του δημοτικού τραγουδιού, από τον «απροσάρμοστο βουνίσιο» (σ. 54) για τους Αθηναίους που δεν τον δέχτηκαν ως ποιητή αλλά σαν «μαϊμού του δημοτικού τραγουδιού» (σ. 183)· η αξιοποίηση παλαιότερων και μεταγενέστερων Ηπειρωτών, όπως ήταν ως προς τον θάνατό του ο Διονύσιος φιλόσοφος/«Σκυλόσοφος» (σ. 147/148) και η «σπηλιά» του, ο Γιώργος Κοτζιούλας (σ. 18, 20, 29, 159) με τη «μεγαλουσιάνα» του ή ο Γιωσέφ Ελιγιά της Φωνής της Ηπείρου (σ. 145)· μια μορφή «διαθεματικότητας», εύκολα διαφαίνεται, την οποία ο συγγραφέας υπερασπίζεται με την ακροτελευταία αναφορά: «Το μυθιστόρημα συνομιλεί», όπως για παράδειγμα συμβαίνει με την Οκτάνα του Εμπειρίκου (σ. 212). Δηλαδή: «Τα κρύσταλλα που μαζώχθηκαν και φτιάξαν τον Κρυστάλλη, ο Διονύσιος ο Μουσηγέτης, ο Ανδρέας ο πρωτόκλητος και πρωτοψάλτης Κάλβος…» (σ. 82). Ή προγενέστερα και εκτενέστερα (1980:33): «Τα κρύσταλλα που μαζώχθηκαν και φτιάξαν τον Κρυστάλλη, ο Διονύσιος Σολωμός ο Μουσηγέτης, ο Ανδρέας ο πρωτόκλητος και πρωτοψάλτης Κάλβος, ο Περικλής Γιαννόπουλος που ελληνικά τα ήθελε όλα κ’ έκρυβε μέσα του, βαθιά, μια φλογερή ψυχή Σαβοναρόλα, ο μέγας ταγός ο Δελφικός, ο Αρχάγγελος Σικελιανός που έπλασε το Πάσχα των Ελλήνων και ανάστησε (Πάσχα και αυτό) τον Πάνα, ο εκ του Ευξείνου ποιητής ο Βάρναλης ο Κώστας, αι βάτοι αι φλεγόμεναι, ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Νικήτας Ράντος, ο Οδυσσεύς Ελύτης, που την ψυχή του βάφτισε στα ιωνικά νερά του Ελληνικού Αρχιπελάγους, ο εκ Λευκάδος ποιητής, αυγερινός και αποσπερίτης, ο Νάνος Βαλαωρίτης, αυτοί και λίγοι άλλοι, αυτοί που πήραν τα βουνά, να μην τους φάει ο κάμπος, δοξολογούν τον οίστρο σου και το πυκνό σου σπέρμα, γιε του Πανός και μιας ζαρκάδας Αφροδίτης». Τα βιβλιοπωλεία τόσο των Ιωαννίνων όσο ιδίως των Αθηνών, από τα παλαιότερα ώς τα σημερινά, όπως η «Πολιτεία» (σ. 84)· τα «καφενεία» που εμφανίζονται στην πολλαπλότητά τους, από τη «Συνάντησιν» (σ. 90) και την «Καραβατιά» (σ. 138) ώς τη «Μουριά», όπου «συνάζονται πολλοί», «άνθρωποι της τζουμερκιώτικης πέτρας» (σ. 101), χωρίς να αποσιωπώνται τα «καφενεία γύρω από το πανεπιστήμιο» για όσους έγραφαν ποιήματα των «πόλεων και των σπουδαστηρίων» (σ. 184)· η «τοπική ιστορία» ως ερέθισμα για ν’ «αναζητήσεις τον εαυτό σου», ακόμη και «μαθαίνοντας» να μπουσουλάς σ’ «έναν κόσμο ξένο» (σ. 191)· ο «κοινοτισμός», με τη διακριτική χρήση ηπειρωτικών ιδιωματισμών, κυρίως όμως των «Βλάχων της Πίνδου», να εμφανίζεται ως «θετική» υπέρβαση της αστικοποιούμενης εγχώριας κοινωνίας (βλ. το βιβλίο μου: «Χρόνοι επανεκκίνησης», 2019:152)· η πρόχειρη έξαρση του «ρομαντισμού» να τον καθιστά «ένα τσομπανόπουλο» και «έναν απλοϊκό ποιητή» που «φωτογράφιζε ό,τι έβλεπε κι ό,τι θυμόταν» (σ. 188), ενώ είχε μπροστά του την επαναπροώθηση των δυνάμεων που προτίθενται –κατά την απόφανση του ίδιου του Κρυστάλλη– να καταστούν «χρήσιμοι εις την κοινωνίαν» (βλ. «Χρόνοι επανεκκίνησης», 2019:153 και 144-150)· η υπερκέραση όμως του «λαογραφισμού» να συνεπάγεται την αξίωση να μην «καταχωνιαστεί το έργο του στο βασίλειο της αδιαφορίας» (σ. 168), εφόσον η «αγωνία της γραφής» –όπως σημείωσα– δεν τον καθιστούσε «μαϊμού του δημοτικού τραγουδιού» (σ. 183)· η τριβή με την ποίηση, γενικότερα, μέσω της «υπερδιέγερσης» που αποτελεί το «εισιτήριο για να ανοίξουν οι μπάρες της γραφής» (σ. 102), σου επιτρέπει να «κοιταχτείς στον καθρέφτη» και να «ωριμάσεις» (σ. 22), με τη «δημιουργία να συντρίβει τα δεσμά του θανάτου» (σ. 62)· ο Σταυραϊτός εμφανίζεται συχνά (σ. 14, 73, 186, 188, passim), μέσω του «εμβληματικού ποιήματος» (σ. 208): «Πάρε με απάνω στα βουνά τι θα με φάει ο κάμπος». Πρόκειται για το σύμβολο υπεροχής, στη συσχέτιση «βουνού» και «κάμπου», που ζει στα δάση κυνηγώντας τρωκτικά, ερπετά και έντομα και συνάμα να αποτελεί «τιμητική ονομασία» των κλεφτών της Τουρκοκρατίας (βλ. «Χρόνοι επανεκκίνησης», 2019:152). Επιλογισμός. Ο συγγραφέας επαληθεύει τη λόγια ετυμολογία του επωνύμου του, δηλαδή συνιστά μια «αυδή»/ «συνομιλία» με τον κόσμο που ξανοίγεται μπροστά μας, κάποτε απρόσμενα. Κι αν αυτός περπατάει στην Τσουκαρέλα, στην κορυφή του Λάκμονα (σ. 167), εγώ τον καλωσορίζω στην «Τσούκα», από τη δυτική πλευρά του Αράχθου…
 *Ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων
https://www.efsyn.gr/nisides/254411_enas-syggrafeas-me-treis-ypostaseis

Δεν υπάρχουν σχόλια: