του Ηλία Κεφάλα
Κλεοπάτρα Λυμπέρη, «Το μηδέν σε φωλιά», Γαβριηλίδης 2018
Δύσκολες ποιήσεις συναντούμε εδώ, αλλ᾽ ωστόσο είναι διαποτισμένες πάντα με πλημμυρίδες ομορφιάς, με καταρράχτες αιφνίδιων συγκινήσεων, που σε αποζημιώνουν για την υπομονή σου στην ακολουθία της ανάγνωσης και στη μέθεξή σου με έναν λόγο πτητικό και μεταφορέα πολυποίκιλων εννοιών. Η δυσκολία εδώ έγκειται μόνο στην εκμετάλλευση και την κατανόηση του περιεχομένου μέχρι και την πιο μικρή του λεπτομέρεια. Αλλά η εγγενής αυτή δυσκολία είναι ίδιον της ποιητικής τέχνης, πόσο μάλλον της ουσιαστικής και εμπνευσμένης αυτής τέχνης. Ο Νερούντα είχε προεξοφλήσει αυτές τις καταστάσεις, εξηγώντας ότι το φαινόμενο είναι σύμφυτο των λέξεων που χρησιμοποιούνται ως εργαλείο, καθόσον οι λέξεις μοιάζουν
με πρίσματα, που είναι ένα σύνολο ακμών και κάθε ακμή προτείνει τη δική της θέαση του κόσμου. Λοιπόν, πάντα εξαρτάται από ποια ακμή εξετάζουμε ή χρησιμοποιούμε τις λέξεις, από ποια ακμή τις πιάνει ο συγγραφέας και από ποια ακμή τις διαβάζει και τις αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης. Μία ρευστότης συνθέσεως και μία ποικιλία της θέασης συνυπάρχουν μέσα στο καλειδοσκόπιο της γραφής. Καθώς επικεντρωνόμαστε στο ανά χείρας βιβλίο βλέπουμε δύο κυρίαρχες λέξεις να καθορίζουν τον τίτλο και το εννοιολογικό βάθος της συλλογής: το μηδέν και τη φωλιά. Κατ᾽ αρχάς θέτουμε στην αντίληψή μας το ανύπαρκτο ως ύλη, δηλαδή αυτό που δεν περιέχει τίποτα και αμέσως απέναντί του το υπαρκτό οικοδόμημα, ήτοι αυτό το αντιφατικό περιέχον, που περιέχει όμως το κενό. Πρόκειται για κορύφωση της αντίφασης ή για κορύφωση της υπερβολικής λογικής; Μα, πάλι θα πούμε, με αντιφάσεις δεν ορίζεται η ζωή μας; Εδώ η ποιητική οπτική τοποθετεί το μηδέν μέσα σε μια προστατευτική φωλιά ή, διαφορετικά, προσπαθεί να το θέσει σε μια διαδικασία ροής, σε μια πορεία ή μια πτήση προς το σκοτεινό κέλυφος της προστασίας του. Από εκεί θα ξεπετάγεται συχνά μπροστά μας, για να μας αιφνιδιάζει και να μας επιβάλλεται. Το ποιητικό δόμημα της Κλεοπάτρας Λυμπέρη ανήκει στα ποιήματα εκείνα που απολαμβάνονται χωρίς συγκεκριμένη αιτιολογία, αλλά απλώς επειδή τόσο κατ᾽ αρχάς όσο και εκ των υστέρων μας αρέσει η σύμπλευση μαζί του. Μας αρέσουν οι χώροι που υπαινίσσεται, η μουσικότητα της ακουστικής που κατευθύνει τον λόγο του, οι παράδρομοι που διανοίγονται και απασχολούν τους συνειρμούς μας. Μέσα σε μια τέτοια ποίηση πού, κατά περιπτώσεις, εξόχως αφαιρείται και όπου ἡ πολυσημία λάμπει σαν ένα ιδιότροπο στερέωμα, πάντα ψάχνεις να βρεις το δικό σου μονοπάτι για να βαδίσεις. Εν τω μεταξύ δέντρα ορθώνονται, λουλούδια ανθίζουν, νερά κρέμονται κι εσύ επιλέγεις πού θα σταματήσεις και σε ποια ώσμωση εννοιών θα υπεισέλθεις. Ήδη πριν από εκατό πάνω κάτω χρόνια ὁ φανατικός συμβολιστής ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης έλεγε σε συνέντευξή του και με ισχυρή χροιά νεωτερικότητας ότι το αληθινό τραγούδι δεν έχει δικό του συγκεκριμένο νόημα, λέει ό,τι καταλαβαίνει ὁ καθένας. Και συμπλήρωνε σ’ άλλη αποστροφή του λόγου του το εξής σημαντικό: Το θέμα είναι το τελευταίο της ποιήσεως. Είναι ό,τι υλικό την ενώνει ακόμα με τη ζωή. Γι᾽ αυτό ο ποιητής πρέπει να ξέρει να βγει από το θέμα του. Αυτός ὁ τρόπος του θεματικού εκτροχιασμού, συμπληρώνω ταπεινά, συνιστά και τη δυναμική του κάθε ποιητή. Αναφέραμε όλα τα παραπάνω, για να δείξουμε πόσο ματαιόπονο είναι, όταν προσπαθούμε να εξηγήσουμε με όρους λογικής μια ποιητική σύνθεση, αντί να προχωρούμε κατ᾽ ευθείαν στη μέθεξη μαζί της. Ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει πάντα να κολυμπά ασφαλής μέσα στις πολλαπλές έννοιες των λέξεων και να μην πνίγεται μέσα τους. Από το μηδέν και το τίποτα να φτάνει στο παν και το πάντοτε. Από την ανυπαρξία στην αιωνιότητα. Σε λέξεις πού, κατά την Κλεοπάτρα, μας βάζουν φωτιά και μας καίνε και όλο αυτό το γεγονός συμβαίνει επειδή η χαρά η λύπη ενιαία χορδή κι επειδή ακόμα ασαφές το ον στην ασάφεια πλέει. Η ασάφεια λοιπόν είναι ένας από τους τρόπους που η ποιήτρια επιλέγει για να βγει από το θέμα της και η εν γένει ασάφεια είναι ένα μαγικό ποιητικό κλειδί, επειδή είναι στοιχείο του βίου μας και του θνητού προορισμού μας. Υπάρχει σαφής προορισμός; Υπάρχει νόημα στη συγκρότηση της ύπαρξης; Ως αναγνώστης λέω κυρίως το όχι, αφού συγκατοικούμε με το τέρας. Μένουμε, δηλαδή, στη φωλιά του μηδενός. Και μέχρι το τέρας να μας καταπιεί, φιλοσοφούμε μαζί του, ανασχηματιζόμαστε ολόκληροι μέσα από την επωφελή συνομιλία, το δε ποίημα ως εξολκέας του βαθύτατου Είναι μας ή ως ουράνιος επιβήτορας, κατά την ποιήτρια, μας χαρίζει ακέραιους στην κοσμική σωτηρία. Το περί του μηδενός βιβλίο της ποιήτριας μοιάζει με ένα ποικιλόγραφο δοκίμιο, που δείχνει να περιφέρεται θεματικά γύρω από τη φιλοσοφία, την ποίηση, τη σάτιρα, την ψυχανάλυση της γραφής. Τελικά μπαίνει παντού και μένει κυρίως ως ποίηση και αναδεικνύει το βάθος του διαποτίσματος της ποιήτριας από τον κόσμο που την περιβάλλει και, ταυτόχρονα, την εμπεριέχει. Περισσότερο απ᾽ όλα μας συγκινεί και ο υψηλός βαθμός των αντιδράσεών της απέναντι στο σφιχταγκάλιασμα αυτό. Εν τέλει το βιβλίο καταδεικνύει εντέχνως τα δύο εργαστήρια του ανθρώπου ως νοήμονος όντος. Το εργαστήριο του φιλοσόφου και το εργαστήριο του ποιητή. Φαίνεται ότι τα δύο εργαστήρια είναι σε αντικριστά δωμάτια από τα οποία οι κάτοχοί τους επικοινωνούν οπτικώς από τ᾽ ανοιχτά παράθυρα ή περιπατητικώς από την κοινή αυλή. Έχουν όμως και κοινή κουζίνα, καθόσον η κάθε εξαγωγή σκέψεων είναι ζήτημα μαγειρέματος.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ:
https://www.hartismag.gr/hartis-20/biblia/to-mhden-se-fwlia?fbclid=IwAR2HSLxfCBRf5U3MHu1vIP3X7vtQV4GD2QTP2HOtuklGO23Sv0KtVrBbU1A#.XyVuxY04otQ.facebook
Κλεοπάτρα Λυμπέρη, «Το μηδέν σε φωλιά», Γαβριηλίδης 2018
Δύσκολες ποιήσεις συναντούμε εδώ, αλλ᾽ ωστόσο είναι διαποτισμένες πάντα με πλημμυρίδες ομορφιάς, με καταρράχτες αιφνίδιων συγκινήσεων, που σε αποζημιώνουν για την υπομονή σου στην ακολουθία της ανάγνωσης και στη μέθεξή σου με έναν λόγο πτητικό και μεταφορέα πολυποίκιλων εννοιών. Η δυσκολία εδώ έγκειται μόνο στην εκμετάλλευση και την κατανόηση του περιεχομένου μέχρι και την πιο μικρή του λεπτομέρεια. Αλλά η εγγενής αυτή δυσκολία είναι ίδιον της ποιητικής τέχνης, πόσο μάλλον της ουσιαστικής και εμπνευσμένης αυτής τέχνης. Ο Νερούντα είχε προεξοφλήσει αυτές τις καταστάσεις, εξηγώντας ότι το φαινόμενο είναι σύμφυτο των λέξεων που χρησιμοποιούνται ως εργαλείο, καθόσον οι λέξεις μοιάζουν
με πρίσματα, που είναι ένα σύνολο ακμών και κάθε ακμή προτείνει τη δική της θέαση του κόσμου. Λοιπόν, πάντα εξαρτάται από ποια ακμή εξετάζουμε ή χρησιμοποιούμε τις λέξεις, από ποια ακμή τις πιάνει ο συγγραφέας και από ποια ακμή τις διαβάζει και τις αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης. Μία ρευστότης συνθέσεως και μία ποικιλία της θέασης συνυπάρχουν μέσα στο καλειδοσκόπιο της γραφής. Καθώς επικεντρωνόμαστε στο ανά χείρας βιβλίο βλέπουμε δύο κυρίαρχες λέξεις να καθορίζουν τον τίτλο και το εννοιολογικό βάθος της συλλογής: το μηδέν και τη φωλιά. Κατ᾽ αρχάς θέτουμε στην αντίληψή μας το ανύπαρκτο ως ύλη, δηλαδή αυτό που δεν περιέχει τίποτα και αμέσως απέναντί του το υπαρκτό οικοδόμημα, ήτοι αυτό το αντιφατικό περιέχον, που περιέχει όμως το κενό. Πρόκειται για κορύφωση της αντίφασης ή για κορύφωση της υπερβολικής λογικής; Μα, πάλι θα πούμε, με αντιφάσεις δεν ορίζεται η ζωή μας; Εδώ η ποιητική οπτική τοποθετεί το μηδέν μέσα σε μια προστατευτική φωλιά ή, διαφορετικά, προσπαθεί να το θέσει σε μια διαδικασία ροής, σε μια πορεία ή μια πτήση προς το σκοτεινό κέλυφος της προστασίας του. Από εκεί θα ξεπετάγεται συχνά μπροστά μας, για να μας αιφνιδιάζει και να μας επιβάλλεται. Το ποιητικό δόμημα της Κλεοπάτρας Λυμπέρη ανήκει στα ποιήματα εκείνα που απολαμβάνονται χωρίς συγκεκριμένη αιτιολογία, αλλά απλώς επειδή τόσο κατ᾽ αρχάς όσο και εκ των υστέρων μας αρέσει η σύμπλευση μαζί του. Μας αρέσουν οι χώροι που υπαινίσσεται, η μουσικότητα της ακουστικής που κατευθύνει τον λόγο του, οι παράδρομοι που διανοίγονται και απασχολούν τους συνειρμούς μας. Μέσα σε μια τέτοια ποίηση πού, κατά περιπτώσεις, εξόχως αφαιρείται και όπου ἡ πολυσημία λάμπει σαν ένα ιδιότροπο στερέωμα, πάντα ψάχνεις να βρεις το δικό σου μονοπάτι για να βαδίσεις. Εν τω μεταξύ δέντρα ορθώνονται, λουλούδια ανθίζουν, νερά κρέμονται κι εσύ επιλέγεις πού θα σταματήσεις και σε ποια ώσμωση εννοιών θα υπεισέλθεις. Ήδη πριν από εκατό πάνω κάτω χρόνια ὁ φανατικός συμβολιστής ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης έλεγε σε συνέντευξή του και με ισχυρή χροιά νεωτερικότητας ότι το αληθινό τραγούδι δεν έχει δικό του συγκεκριμένο νόημα, λέει ό,τι καταλαβαίνει ὁ καθένας. Και συμπλήρωνε σ’ άλλη αποστροφή του λόγου του το εξής σημαντικό: Το θέμα είναι το τελευταίο της ποιήσεως. Είναι ό,τι υλικό την ενώνει ακόμα με τη ζωή. Γι᾽ αυτό ο ποιητής πρέπει να ξέρει να βγει από το θέμα του. Αυτός ὁ τρόπος του θεματικού εκτροχιασμού, συμπληρώνω ταπεινά, συνιστά και τη δυναμική του κάθε ποιητή. Αναφέραμε όλα τα παραπάνω, για να δείξουμε πόσο ματαιόπονο είναι, όταν προσπαθούμε να εξηγήσουμε με όρους λογικής μια ποιητική σύνθεση, αντί να προχωρούμε κατ᾽ ευθείαν στη μέθεξη μαζί της. Ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει πάντα να κολυμπά ασφαλής μέσα στις πολλαπλές έννοιες των λέξεων και να μην πνίγεται μέσα τους. Από το μηδέν και το τίποτα να φτάνει στο παν και το πάντοτε. Από την ανυπαρξία στην αιωνιότητα. Σε λέξεις πού, κατά την Κλεοπάτρα, μας βάζουν φωτιά και μας καίνε και όλο αυτό το γεγονός συμβαίνει επειδή η χαρά η λύπη ενιαία χορδή κι επειδή ακόμα ασαφές το ον στην ασάφεια πλέει. Η ασάφεια λοιπόν είναι ένας από τους τρόπους που η ποιήτρια επιλέγει για να βγει από το θέμα της και η εν γένει ασάφεια είναι ένα μαγικό ποιητικό κλειδί, επειδή είναι στοιχείο του βίου μας και του θνητού προορισμού μας. Υπάρχει σαφής προορισμός; Υπάρχει νόημα στη συγκρότηση της ύπαρξης; Ως αναγνώστης λέω κυρίως το όχι, αφού συγκατοικούμε με το τέρας. Μένουμε, δηλαδή, στη φωλιά του μηδενός. Και μέχρι το τέρας να μας καταπιεί, φιλοσοφούμε μαζί του, ανασχηματιζόμαστε ολόκληροι μέσα από την επωφελή συνομιλία, το δε ποίημα ως εξολκέας του βαθύτατου Είναι μας ή ως ουράνιος επιβήτορας, κατά την ποιήτρια, μας χαρίζει ακέραιους στην κοσμική σωτηρία. Το περί του μηδενός βιβλίο της ποιήτριας μοιάζει με ένα ποικιλόγραφο δοκίμιο, που δείχνει να περιφέρεται θεματικά γύρω από τη φιλοσοφία, την ποίηση, τη σάτιρα, την ψυχανάλυση της γραφής. Τελικά μπαίνει παντού και μένει κυρίως ως ποίηση και αναδεικνύει το βάθος του διαποτίσματος της ποιήτριας από τον κόσμο που την περιβάλλει και, ταυτόχρονα, την εμπεριέχει. Περισσότερο απ᾽ όλα μας συγκινεί και ο υψηλός βαθμός των αντιδράσεών της απέναντι στο σφιχταγκάλιασμα αυτό. Εν τέλει το βιβλίο καταδεικνύει εντέχνως τα δύο εργαστήρια του ανθρώπου ως νοήμονος όντος. Το εργαστήριο του φιλοσόφου και το εργαστήριο του ποιητή. Φαίνεται ότι τα δύο εργαστήρια είναι σε αντικριστά δωμάτια από τα οποία οι κάτοχοί τους επικοινωνούν οπτικώς από τ᾽ ανοιχτά παράθυρα ή περιπατητικώς από την κοινή αυλή. Έχουν όμως και κοινή κουζίνα, καθόσον η κάθε εξαγωγή σκέψεων είναι ζήτημα μαγειρέματος.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ:
https://www.hartismag.gr/hartis-20/biblia/to-mhden-se-fwlia?fbclid=IwAR2HSLxfCBRf5U3MHu1vIP3X7vtQV4GD2QTP2HOtuklGO23Sv0KtVrBbU1A#.XyVuxY04otQ.facebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου