20.8.20

Το μηδέν σε φωλιά

του Ηλία Κεφάλα
Κλεοπάτρα Λυμπέρη, «Το μηδέν σε φωλιά», Γαβριηλίδης 2018 
Δύ­σκο­λες ποι­ή­σεις συ­να­ντού­με εδώ, αλ­λ᾽ ωστό­σο εί­ναι δια­πο­τι­σμέ­νες πά­ντα με πλημ­μυ­ρί­δες ομορ­φιάς, με κα­ταρ­ρά­χτες αιφ­νί­διων συ­γκι­νή­σε­ων, που σε απο­ζη­μιώ­νουν για την υπο­μο­νή σου στην ακο­λου­θία της ανά­γνω­σης και στη μέ­θε­ξή σου με έναν λό­γο πτη­τι­κό και με­τα­φο­ρέα πο­λυ­ποί­κι­λων εν­νοιών. Η δυ­σκο­λία εδώ έγκει­ται μό­νο στην εκ­με­τάλ­λευ­ση και την κα­τα­νό­η­ση του πε­ριε­χο­μέ­νου μέ­χρι και την πιο μι­κρή του λε­πτο­μέ­ρεια. Αλ­λά η εγ­γε­νής αυ­τή δυ­σκο­λία εί­ναι ίδιον της ποι­η­τι­κής τέ­χνης, πό­σο μάλ­λον της ου­σια­στι­κής και εμπνευ­σμέ­νης αυ­τής τέ­χνης. Ο Νε­ρού­ντα εί­χε προ­ε­ξο­φλή­σει αυ­τές τις κα­τα­στά­σεις, εξη­γώ­ντας ότι το φαι­νό­με­νο εί­ναι σύμ­φυ­το των λέ­ξε­ων που χρη­σι­μο­ποιού­νται ως ερ­γα­λείο, κα­θό­σον οι λέ­ξεις μοιά­ζουν
με πρί­σμα­τα, που εί­ναι ένα σύ­νο­λο ακ­μών και κά­θε ακ­μή προ­τεί­νει τη δι­κή της θέ­α­ση του κό­σμου. Λοι­πόν, πά­ντα εξαρ­τά­ται από ποια ακ­μή εξε­τά­ζου­με ή χρη­σι­μο­ποιού­με τις λέ­ξεις, από ποια ακ­μή τις πιά­νει ο συγ­γρα­φέ­ας και από ποια ακ­μή τις δια­βά­ζει και τις αντι­λαμ­βά­νε­ται ο ανα­γνώ­στης. Μία ρευ­στό­της συν­θέ­σε­ως και μία ποι­κι­λία της θέ­α­σης συ­νυ­πάρ­χουν μέ­σα στο κα­λει­δο­σκό­πιο της γρα­φής. Κα­θώς επι­κε­ντρω­νό­μα­στε στο ανά χεί­ρας βι­βλίο βλέ­που­με δύο κυ­ρί­αρ­χες λέ­ξεις να κα­θο­ρί­ζουν τον τί­τλο και το εν­νοιο­λο­γι­κό βά­θος της συλ­λο­γής: το μη­δέν και τη φω­λιά. Κα­τ᾽ αρ­χάς θέ­του­με στην αντί­λη­ψή μας το ανύ­παρ­κτο ως ύλη, δη­λα­δή αυ­τό που δεν πε­ριέ­χει τί­πο­τα και αμέ­σως απέ­να­ντί του το υπαρ­κτό οι­κο­δό­μη­μα, ήτοι αυ­τό το αντι­φα­τι­κό πε­ριέ­χον, που πε­ριέ­χει όμως το κε­νό. Πρό­κει­ται για κο­ρύ­φω­ση της αντί­φα­σης ή για κο­ρύ­φω­ση της υπερ­βο­λι­κής λο­γι­κής; Μα, πά­λι θα πού­με, με αντι­φά­σεις δεν ορί­ζε­ται η ζωή μας; Εδώ η ποι­η­τι­κή οπτι­κή το­πο­θε­τεί το μη­δέν μέ­σα σε μια προ­στα­τευ­τι­κή φω­λιά ή, δια­φο­ρε­τι­κά, προ­σπα­θεί να το θέ­σει σε μια δια­δι­κα­σία ρο­ής, σε μια πο­ρεία ή μια πτή­ση προς το σκο­τει­νό κέ­λυ­φος της προ­στα­σί­ας του. Από εκεί θα ξε­πε­τά­γε­ται συ­χνά μπρο­στά μας, για να μας αιφ­νι­διά­ζει και να μας επι­βάλ­λε­ται. Το ποι­η­τι­κό δό­μη­μα της Κλε­ο­πά­τρας Λυ­μπέ­ρη ανή­κει στα ποι­ή­μα­τα εκεί­να που απο­λαμ­βά­νο­νται χω­ρίς συ­γκε­κρι­μέ­νη αι­τιο­λο­γία, αλ­λά απλώς επει­δή τό­σο κα­τ᾽ αρ­χάς όσο και εκ των υστέ­ρων μας αρέ­σει η σύ­μπλευ­ση μα­ζί του. Μας αρέ­σουν οι χώ­ροι που υπαι­νίσ­σε­ται, η μου­σι­κό­τη­τα της ακου­στι­κής που κα­τευ­θύ­νει τον λό­γο του, οι πα­ρά­δρο­μοι που δια­νοί­γο­νται και απα­σχο­λούν τους συ­νειρ­μούς μας. Μέ­σα σε μια τέ­τοια ποί­η­ση πού, κα­τά πε­ρι­πτώ­σεις, εξό­χως αφαι­ρεί­ται και όπου ἡ πο­λυ­ση­μία λά­μπει σαν ένα ιδιό­τρο­πο στε­ρέ­ω­μα, πά­ντα ψά­χνεις να βρεις το δι­κό σου μο­νο­πά­τι για να βα­δί­σεις. Εν τω με­τα­ξύ δέ­ντρα ορ­θώ­νο­νται, λου­λού­δια αν­θί­ζουν, νε­ρά κρέ­μο­νται κι εσύ επι­λέ­γεις πού θα στα­μα­τή­σεις και σε ποια ώσμω­ση εν­νοιών θα υπει­σέλ­θεις. Ήδη πριν από εκα­τό πά­νω κά­τω χρό­νια ὁ φα­να­τι­κός συμ­βο­λι­στής ποι­η­τής Μιλ­τιά­δης Μα­λα­κά­σης έλε­γε σε συ­νέ­ντευ­ξή του και με ισχυ­ρή χροιά νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας ότι το αλη­θι­νό τρα­γού­δι δεν έχει δι­κό του συ­γκε­κρι­μέ­νο νό­η­μα, λέ­ει ό,τι κα­τα­λα­βαί­νει ὁ κα­θέ­νας. Και συ­μπλή­ρω­νε σ’ άλ­λη απο­στρο­φή του λό­γου του το εξής ση­μα­ντι­κό: Το θέ­μα εί­ναι το τε­λευ­ταίο της ποι­ή­σε­ως. Εί­ναι ό,τι υλι­κό την ενώ­νει ακό­μα με τη ζωή. Γι᾽ αυ­τό ο ποι­η­τής πρέ­πει να ξέ­ρει να βγει από το θέ­μα του. Αυ­τός ὁ τρό­πος του θε­μα­τι­κού εκτρο­χια­σμού, συ­μπλη­ρώ­νω τα­πει­νά, συ­νι­στά και τη δυ­να­μι­κή του κά­θε ποι­η­τή. Ανα­φέ­ρα­με όλα τα πα­ρα­πά­νω, για να δεί­ξου­με πό­σο μα­ταιό­πο­νο εί­ναι, όταν προ­σπα­θού­με να εξη­γή­σου­με με όρους λο­γι­κής μια ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση, αντί να προ­χω­ρού­με κα­τ᾽ ευ­θεί­αν στη μέ­θε­ξη μα­ζί της. Ο ανα­γνώ­στης πρέ­πει να γνω­ρί­ζει πά­ντα να κο­λυ­μπά ασφα­λής μέ­σα στις πολ­λα­πλές έν­νοιες των λέ­ξε­ων και να μην πνί­γε­ται μέ­σα τους. Από το μη­δέν και το τί­πο­τα να φτά­νει στο παν και το πά­ντο­τε. Από την ανυ­παρ­ξία στην αιω­νιό­τη­τα. Σε λέ­ξεις πού, κα­τά την Κλε­ο­πά­τρα, μας βά­ζουν φω­τιά και μας καί­νε και όλο αυ­τό το γε­γο­νός συμ­βαί­νει επει­δή η χα­ρά η λύ­πη ενιαία χορ­δή κι επει­δή ακό­μα ασα­φές το ον στην ασά­φεια πλέ­ει. Η ασά­φεια λοι­πόν εί­ναι ένας από τους τρό­πους που η ποι­ή­τρια επι­λέ­γει για να βγει από το θέ­μα της και η εν γέ­νει ασά­φεια εί­ναι ένα μα­γι­κό ποι­η­τι­κό κλει­δί, επει­δή εί­ναι στοι­χείο του βί­ου μας και του θνη­τού προ­ο­ρι­σμού μας. Υπάρ­χει σα­φής προ­ο­ρι­σμός; Υπάρ­χει νό­η­μα στη συ­γκρό­τη­ση της ύπαρ­ξης; Ως ανα­γνώ­στης λέω κυ­ρί­ως το όχι, αφού συ­γκα­τοι­κού­με με το τέ­ρας. Μέ­νου­με, δη­λα­δή, στη φω­λιά του μη­δε­νός. Και μέ­χρι το τέ­ρας να μας κα­τα­πιεί, φι­λο­σο­φού­με μα­ζί του, ανα­σχη­μα­τι­ζό­μα­στε ολό­κλη­ροι μέ­σα από την επω­φε­λή συ­νο­μι­λία, το δε ποί­η­μα ως εξολ­κέ­ας του βα­θύ­τα­του Εί­ναι μας ή ως ου­ρά­νιος επι­βή­το­ρας, κα­τά την ποι­ή­τρια, μας χα­ρί­ζει ακέ­ραιους στην κο­σμι­κή σω­τη­ρία. Το πε­ρί του μη­δε­νός βι­βλίο της ποι­ή­τριας μοιά­ζει με ένα ποι­κι­λό­γρα­φο δο­κί­μιο, που δεί­χνει να πε­ρι­φέ­ρε­ται θε­μα­τι­κά γύ­ρω από τη φι­λο­σο­φία, την ποί­η­ση, τη σά­τι­ρα, την ψυ­χα­νά­λυ­ση της γρα­φής. Τε­λι­κά μπαί­νει πα­ντού και μέ­νει κυ­ρί­ως ως ποί­η­ση και ανα­δει­κνύ­ει το βά­θος του δια­πο­τί­σμα­τος της ποι­ή­τριας από τον κό­σμο που την πε­ρι­βάλ­λει και, ταυ­τό­χρο­να, την εμπε­ριέ­χει. Πε­ρισ­σό­τε­ρο απ᾽ όλα μας συ­γκι­νεί και ο υψη­λός βαθ­μός των αντι­δρά­σε­ών της απέ­να­ντι στο σφι­χτα­γκά­λια­σμα αυ­τό. Εν τέ­λει το βι­βλίο κα­τα­δει­κνύ­ει εντέ­χνως τα δύο ερ­γα­στή­ρια του αν­θρώ­που ως νο­ή­μο­νος όντος. Το ερ­γα­στή­ριο του φι­λο­σό­φου και το ερ­γα­στή­ριο του ποι­η­τή. Φαί­νε­ται ότι τα δύο ερ­γα­στή­ρια εί­ναι σε αντι­κρι­στά δω­μά­τια από τα οποία οι κά­το­χοί τους επι­κοι­νω­νούν οπτι­κώς από τ᾽ ανοι­χτά πα­ρά­θυ­ρα ή πε­ρι­πα­τη­τι­κώς από την κοι­νή αυ­λή. Έχουν όμως και κοι­νή κου­ζί­να, κα­θό­σον η κά­θε εξα­γω­γή σκέ­ψε­ων εί­ναι ζή­τη­μα μα­γει­ρέ­μα­τος.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ:
https://www.hartismag.gr/hartis-20/biblia/to-mhden-se-fwlia?fbclid=IwAR2HSLxfCBRf5U3MHu1vIP3X7vtQV4GD2QTP2HOtuklGO23Sv0KtVrBbU1A#.XyVuxY04otQ.facebook

Δεν υπάρχουν σχόλια: