10.8.20

‘Αποψιλωμένα ποιήματα’ στα μεταπολεμικά ερείπια – γράφει ο Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος

[Μετά το Άουσβιτς. Ανθολογία γερμανόφωνης ποίησης, επιλογή-μετάφραση Γιώργος Καρτάκης, εισ. Dirk Uwe Hansen, Αθήνα: Ροές 2019, σελ. 272]
Ποίηση μετά το Άουσβιτς;
Είναι αναμενόμενο όποιος επιχειρεί να μιλήσει για ποίηση και Shoah να ξεκινά από τη γνωστή ρήση του Τheodor W. Adorno για την ποίηση μετά το Άουσβιτς, μία ρήση ευρέως γνωστή, όχι όμως απαραίτητα και ευρέως κατανοητή στα συμφραζόμενά της. Το να γράφεις ένα ποίημα μετά το Άουσβιτς, διαβάζουμε στη γραμμένη το 1949 διάλεξη του Adorno με τον τίτλο “Kulturkritik und Gesellschaft”, είναι βάρβαρο (“nach Auschwitz ein Gedicht zu schreiben ist barbarisch”). Παρμένη
από το αρχικό της αλλά και το ευρύτερο συγκείμενο και επαναλαμβανόμενη εκτός αυτών, η φράση αυτή έγινε κατανοητή με διαφορετικό τρόπο από το να γράφεις κανείς ένα ποίημα το οποίο να μεταφέρει στο διηνεκές την αγωνία και τον πόνο των θυμάτων της Shoah είναι βαρβαρικό [1]. Σε κατοπινά κείμενά του η σκέψη αυτή θα διογκωθεί και θα συμπεριλάβει ολόκληρη την Τέχνη και τον ρόλο της μετά το Άουσβιτς (“Engagement”, Noten zur Literatur III, 1965). Σκέψεις που τίθενται ως ανοιχτά ερωτήματα, αναμένοντας την εκάστοτε απάντησή τους. Το Άουσβιτς είναι το έσχατο άκρο της διαλεκτικής Πολιτισμού και Βαρβαρότητας, είναι το ιστορικό της παράδειγμα· ενώπιόν του στέκεται η Τέχνη και αναλογίζεται τον ρόλο που καλείται να πραγματώσει. Και αυτός είναι ακριβώς να αντισταθεί, στο ύστατο στάδιο της διαλεκτικής Πολιτισμού και Βαρβαρότητας, στις δυνάμεις στις οποίες παραδίδεται. Η ποίηση, όπως έδειξαν νεότερες μελέτες [2], επέμεινε και έπαιξε έναν ευρύτερο ρόλο στη διαμόρφωση του πεδίου «μετά το Άουσβιτς», στο οποίο η φιλοσοφία, η θεολογία, η ανθρωπολογία κ.ά. όσα πεδία κλήθηκαν να θέσουν ερωτήματα και να δώσουν απαντήσεις.
Με το ερώτημα για τις δυνατότητες της μετά το Άουσβιτς ποιητικής γραφής που τέθηκε, αλλά και με μια μεγάλη σειρά ερωτημάτων που πηγάζουν από τα κρεματόρια του θανάτου, αναμετράται η ανθολογία γερμανόφωνης ποίησης Μετά το Άουσβιτς που κυκλοφόρησε πέρυσι από τις εκδόσεις Ροές, σε μετάφραση του Γιώργου Καρτάκη, με εισαγωγικό σημείωμα του γνωστού για τη συμβολή του στη μετάφραση της ελληνικής ποίησης στα γερμανικά Dirk Uwe Hansen. Τριάντα τέσσερις ποιητές και ποιήτριες του γερμανόφωνου χώρου περιλαμβάνονται στην ανά χείρας ανθολογία, η οποία, εκτός της εισαγωγής της, περιέχει συνοπτικά τα βιογραφικά τους, διευκολύνοντας τον Έλληνα αναγνώστη ως έναν βαθμό στην κατανόηση ορισμένων πτυχών των έργων που διαβάζει στις σελίδες της.
‘Αποψιλωμένη ποίηση’
Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου γεννά μία γενιά γερμανόφωνων πεζογράφων, γνωστή με το όνομα «γενιά των ερειπίων» και μία γενιά ποιητών που γράφει μια ποίηση «αποψιλωμένη» (Kahlschlagdichtung). Αφήνοντας κατά μέρους τον πρώτο χαρακτηρισμό [3], ας δούμε τι σήμαινε «αποψίλωση»: «απομάκρυνση από τις παραδόσεις του κύκλου της εσωτερικής μετανάστευσης και του ποιητικού συντηρητισμού, σήμαινε μια καινούρια αρχή στην ποιητική γλώσσα, στον κόσμο των εικόνων, στο λόγο της μεταφοράς» [4]. Χρέος των λογοτεχνών αυτών ήταν να θέσουν οδοδείχτες στη συγκαιρινή τους ‘ζούγκλα’, «για να γίνει μια εντελώς καινούρια αρχή στη γλώσσα, στην ουσία και στο πρόγραμμα, ακόμη και με τη θυσία της ποίησης» [5]. Σε ένα μεγάλο μέρος της, η ποίηση την επαύριον του Πολέμου προσπάθησε να αφαιρέσει από το οπτικό της πεδίο τα ερείπια που την τύλιγαν και να αναζητήσει νέους ορίζοντες, να επιχειρήσει ακόμα και να γίνει εντελώς αδιάφορη για την Ιστορία. Ωστόσο, στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της, η ποιητική παραγωγή της γενιάς των ερειπίων καλλιέργησε μια ποίηση η οποία άφηνε χώρο για συζήτηση: παρελθόν, παρόν και κυρίως μέλλον ήταν τα προς συζήτηση θέματα. Στα πρώτα ποιήματα μετά τον Πόλεμο τα θέματα που επανέρχονται είναι το βίωμα του Πολέμου, η σχέση ατομικής και συλλογικής ευθύνης για τα χρόνια που προηγήθηκαν, η συλλογική ενοχή που βάραινε στο ξημέρωμα της περιόδου που ακολούθησε.
Μόνο που εδώ προέκυψε ένα πρόβλημα αρκετά ιδιαίτερο: η γλώσσα. Το πρόσφατο παρελθόν της Γερμανίας είχε καταστήσει τη γλώσσα αναξιόπιστη· η αποστασιοποίηση απ’ αυτή ήταν το λιγότερο που απαιτούσε η νέα πραγματικότητα. Η γλώσσα έπρεπε, λοιπόν, να γίνει πιο απλή, οι τόνοι να πέσουν, τα ‘στολίδια’ να εκλείψουν και ο εκάστοτε ποιητής, και πράγματι ήταν πολλοί εκείνοι που καλλιέργησαν την ποίηση την εποχή [6], να στραφεί στον εαυτό του και στην προσωπικότητά του. Αυτά ακριβώς ήταν τα δύο βασικά ρεύματα, διαβάζουμε στην εισαγωγή της έκδοσης, που επικράτησαν και συνέχισαν να υπάρχουν στο γερμανικό λογοτεχνικό στερέωμα μέχρι και το τέλος του προηγούμενου αιώνα (σελ. 9).
Ο Günter Eich, ο Paul Celan, η Ingeborg Bachmann, ο Günter Grass, o Hans Magnus Enzeberger, ο Thomas Bernhardt είναι μερικά μόνο από τα πιο γνωστά ονόματα που περιλαμβάνονται στις σελίδες του τόμου, ποιητές και ποιήτριες που αναμετρήθηκαν με τη φρίκη και τον ίδιο τους τον εαυτό, αλλά ταυτόχρονα με τις αναπαραστατικές δυνάμεις της λογοτεχνίας και της γλώσσας. Πρόκειται για μια ποίηση σκληρή στο σύνολό της, ποίηση βγαλμένη ακριβώς από τα μεταπολεμικά ερείπια, τα οποία αντηχούσαν ακόμα από τις κραυγές των θυμάτων του Πολέμου. Το ανείπωτο έπρεπε να ειπωθεί, να γητευτεί και να γίνει ποίημα, η φρίκη έπρεπε να μπει σε λογοτεχνικές φόρμες. Λέξεις που προβάλλουν σαν έντομα μέσα από ρωγμές πραγμάτων και ανθρώπων, όπως θα διαβάσουμε στο «Ένα ποίημα» της Marie Luise Kaschnitz:
Ένα ποίημα φτιαγμένο από λέξεις.
Από πού έρχονται οι λέξεις;
Σαν τα μαμούδια μέσα απ’ τις ρωγμές,
από τις αραποσιτιές σαν τα λουλούδια,
σαν τα σφυρίγματα από τη φωτιά –
όποια μου έλαχε, την παίρνω
αλλιώτικα από τους άλλους να την πω,
αντίθετα στη φύση να τη ζευγαρώσω,
ώσπου να μείνει ολόγυμνη να την αποψιλώσω,
στην αλισίβα να την πλύνω
τη λέξη μου
την περιστέρα μου, την ξένη. […] (σελ. 39)
Ήδη στους παραπάνω στίχους η ‘έκπτωση’ είναι εμφανής. Όσο προχωράμε στη συλλογή θα τη δούμε να μεταμορφώνεται, να απλώνεται, να καταλαμβάνει ολόκληρο τον χώρο που της αφήνουν οι στίχοι, να τους πικρίζει ο θάνατος, ο Γερμανός μάστορας του Celan, να ανεβαίνει η έκπτωση την οξύμωρη σκάλα της και να αγγίζει ακόμα και τον ίδιο τον Θεό [7]. Τα παραδείγματα της ιστορίας του Ισραήλ στέκονται χρεωκοπημένα μπροστά στο χώμα. Η Έξοδος αποτελεί βιβλίο κλειστό. Διαβάζουμε τον Celan:
Χώμα ήταν μέσα του κι
εκείνοι έσκαβαν.
Έσκαβαν κι έσκαβαν, έτι κυλούσε
η μέρα τους, η νύχτα τους. Και δεν υμνούσαν το Θεό,
που, όπως άκουγαν, όλα αυτά τα ήθελε,
που, όπως άκουγαν, όλα αυτά τα γνώριζε.
Έσκαβαν και δεν άκουγαν τίποτα πια·
δεν έγιναν σοφοί, ούτε εμπιστεύτηκαν λόγους ασμάτων,
δεν επινόησαν κάποιου είδους γλώσσα.
Έσκαβαν. […] (σελ. 76)
Στο έργο των ποιητών που περικλείονται στις σελίδες της ανθολογίας η σκληρή πραγματικότητα δεν μπορεί να παραγνωρισθεί. Αυτή είναι η μεγάλη και πικρή στη γεύση δεξαμενή από την οποία αρδεύουν το προποιητικό τους υλικό. Πρόκειται όμως για έργα που δημιούργησαν παράδοση μέσα σε ένα εξαιρετικά ασταθές πολιτικό περιβάλλον της διαίρεσης. Κι είναι μια ποίηση που αξίζει να επανέλθει στο προσκήνιο ανοίγοντας μια μεγάλη συζήτηση για τις παροντικές της δυνατότητες.
Σημειώσεις
1. Εντός συγκειμένου της η αρχική φράση του Adorno εξετάζεται στο: Klaus Hofmann, “Poetry after Auschwitz – Adonrno’s dictum”, German Life and Letters 58:2 (2005), σσ. 182-194, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
2. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει εκείνη της Susan Gubar, Poetry After Auschwitz. Remembering What One Never Knew, Indianapolis: Indiana University Press 2006. Πρβλ. και Berel Lang (ed.), Writing and the Holocaust, London, New York: Holmes and Meier 1988.
3. Ας σημειωθεί ότι το 2018 κυκλοφόρησε η ανθολογία: Οι λύκοι επιστρέφουν. Διηγήματα της «γενιάς των ερειπίων», (μτφρ. Φοίβος Πιομπίνος), Αθήνα: Guttenberg 2018.
4. Wolfang Beutin, Klaus Ehlert κ.ά, Ιστορία της Γερμανικής Λογοτεχνίας από τις αρχές της ως σήμερα, (μετάφραση, επιμέλεια, σχόλια και πίνακες Κυριακή Χρυσομάλλη-Henrich), Θεσσαλονίκη: University Studio Press 2016, σ. 618.
5. Στο ίδιο..
6. Στα πρώτα τεύχη που κυκλοφόρησε το περιοδικό Ulenspiegel φιγουράριζε η εξής παράκληση για τις νέες συνεργασίες: «Παρακαλούμε τους συνεργάτες κειμένων να μη μας στέλνουν πια ποιήματα – ή να έρχονται σε μας να μιλήσουμε. Σχεδόν δεν υπάρχουμε, καταπλακωμένοι κάτω από ποιήματα. Γράψτε πεζογραφία αντί για ποίηση!». Στο ίδιο, σ. 620.
7. Πολλές είναι οι εξειδικευμένες στη μετά το Άουσβιτς Θεολογία. Αναφέρω εδώ την ενότητα «Η θεολογία μετά το Ολοκαύτωμα» από το σχετικό με τον Hans Jonas κεφάλαιο του βιβλίου του Ρίτσαρντ Γουόλιν, Τα παιδιά του Χάιντεγκερ. Χάνα Άρεντ, Καρλ Λέβιτ, Χανς Γιόνας και Χέρμπερτ Μαρκούζε, (μτφρ. Μάνος Βασιλάκης), Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2019, σσ. 181-183, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Cressida Campbell. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: