ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΡΩΤΗ: «ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΥΠΟΠΤΟΙ»:
«Μέρες Αδέσποτες»(1995)
«Είμαι αυτό που κυνηγάω» (2000)
«Μέρες Αδέσποτες»(1995)
«Είμαι αυτό που κυνηγάω» (2000)
α) Έρωτας – Θάνατος
Το ζήτημα του έρωτα και του θανάτου δεν αποτελεί ένα καινούργιο ή ευρη ματικό δίπολο στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης. Αντίθετα, ενέχει μια αρχέγονη καταγωγή που κοσμείται από φιλοσοφικές, λογοτεχνικές, καλλιτε χνικές και ψυχαναλυτικές καταβολές, συμβολίζοντας διαχρονικά τον αέναο αγώνα του είδους απέναντι στη ζωή και το τέλος της, τη συνεχή διαπάλη ανά μεσα στην ηδονή της δημιουργίας και την οδύνη της απώλειας. Ο Γ. Ρίτσος θέτει το ζήτημα αυτό ως πλήρη επίγνωση του ανθρώπινου δράματος στην
Το ζήτημα του έρωτα και του θανάτου δεν αποτελεί ένα καινούργιο ή ευρη ματικό δίπολο στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης. Αντίθετα, ενέχει μια αρχέγονη καταγωγή που κοσμείται από φιλοσοφικές, λογοτεχνικές, καλλιτε χνικές και ψυχαναλυτικές καταβολές, συμβολίζοντας διαχρονικά τον αέναο αγώνα του είδους απέναντι στη ζωή και το τέλος της, τη συνεχή διαπάλη ανά μεσα στην ηδονή της δημιουργίας και την οδύνη της απώλειας. Ο Γ. Ρίτσος θέτει το ζήτημα αυτό ως πλήρη επίγνωση του ανθρώπινου δράματος στην
ποιητική του διάσταση στη Σονάτα του σεληνόφωτος: «Το ξέρω πως καθέ νας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στη δόξα και στον θάνατο». Κι αυτό γιατί η βαθιά επίγνωση καθιστά το δίπολο αυτό ένα αρχέγονο «σχήμα» της ανθρώπινης φύσης το οποίο διαφοροποιεί αισθητά τον άνθρωπο από τα άλλα έμβια όντα. Η ανθρώπινη συνείδηση του υποκειμένου είναι αυτή που ουσιαστικά ωθεί το υποκείμενο να μελετήσει, να εκφράσει αλλά και να συμφι λιωθεί με το πεπρωμένο του, αφήνοντας με τον δικό του τρόπο το ίχνος του πάνω στο ιστορικό και πολιτισμικό συνεχές. Το στοιχείο του έρωτα στο κείμενο «Μέρες αδέσποτες» είναι πανταχού παρόν με μια βαθιά υπαρξιστική χροιά. Αναγνωρίζεται σχεδόν σε κάθε στίχο, άλλοτε μέσα από ένα αίσθημα αναζήτησης κι άλλοτε μέσα από μια βαθιά εξομολόγηση η οποία διαπερνά τα μόρια της ατομικής ύπαρξης. Θα μπορούσε να πει κανείς πως η αναζήτηση του έρωτα λαμβάνει τη μορφή μιας διαρκούς υπαρξιακής περιπλάνησης από σώμα σε σώμα, από αίμα σε αίμα, από πόλη σε πόλη κ.ο.κ., με τον δημιουργό να ιστορεί λυρικά την περιπέτειά του ως ένα υποκείμενο βαθιά τραυματισμένο.
Τόσα χρόνια μες στους χάρτες μου σε ψάχνω / κι ας μην έσκυψες ποτέ στο μέτωπό μου / με τα δυο σου χείλια
να αφήσεις μια ανάσα στη ζωή μου.
να αφήσεις μια ανάσα στη ζωή μου.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως το ερωτικό στοιχείο προσλαμβάνεται φιλμικά με τρόπο που ο μέγας σκηνοθέτης χτίζει το σκηνικό του μέσα από το οπτικό κάδρο μιας ασπρόμαυρης φωτογραφίας, η οποία ενέχει υπερβατικά και υπερρεαλιστικά στοιχεία όχι για να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη αλλά για να αναδείξει το μέγεθος, το βάθος αλλά και το εύρος του αισθήματος. Ο ποιητής στο σημείο αυτό αφήνει το μολύβι και «οπλίζεται» το φωτογραφικό φακό πολεμώντας ουσιαστικά με τον ίδιο τον χρόνο, αφού πασχίζει να αποκρυσταλλώσει στο κάδρο της αιωνιότητας μια στιγμή ομορφιάς που νομοτελειακά είναι καταδικασμένη να χαθεί στην απεραντοσύνη του σύμπαντος.
Στο γυάλινο το κύμα τ’ όνομά σου
φωνάζω να καθρεφτιστεί η φωνή μου
Και στην όχθη που χτενίζεσαι ακουστεί
σαν αλμυρό τραγούδι που σου φέρνει
ερωτευμένο το νερό
φωνάζω να καθρεφτιστεί η φωνή μου
Και στην όχθη που χτενίζεσαι ακουστεί
σαν αλμυρό τραγούδι που σου φέρνει
ερωτευμένο το νερό
Αναμφίβολα, αυτή η αισθαντική οπτικοποίηση του αισθήματος λαμβάνει χώρα άλλοτε με λυρισμό, κατάνυξη και συμπαντική αρμονία
Και σταγόνα τη σταγόνα κυλάω εγώ
σαν αλμυρό νερό στους ώμους
και στον ακριβό σου τον λαιμό
σαν αλμυρό νερό στους ώμους
και στον ακριβό σου τον λαιμό
κι άλλοτε με έναν τρόπο απότομο, σκληρό, βάναυσο και ανηλεή:
Και σαν άστρο καυτερό προς το νησί σου
τα λόγια μου πετάει
πληγώνοντας τα βράχια και την άμμο
στη χτένα σου καρφώνει την ψυχή μου
τα λόγια μου πετάει
πληγώνοντας τα βράχια και την άμμο
στη χτένα σου καρφώνει την ψυχή μου
Χωρίς αμφιβολία το δίπολο «έρωτας – θάνατος», στο εμβληματικό «Ημερολόγιο» κυριαρχεί με τρόπο που το ερωτικό πάθος αγγίζει τα όρια της παραφροσύνης, υπερβαίνει τη συμβατική ηθική, παραπέμποντας ευθέως σε μια αισθαντική ομηρική Νέκυια, ή αλλιώς σε μια παραλλαγή του ονειρικού μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης, εκεί που το ερωτευμένο υποκείμενο αδυνατώντας να ζήσει χωρίς το άλλο του μισό αποφασίζει την κάθοδο στον κάτω κόσμο. Τι θα βρει εκεί, όμως; Θα υπάρξει δικαιοσύνη ή θα θυσιαστούν όλα στον βωμό μιας νομοτέλειας πέρα και πάνω από τη δύναμη των ανθρώπων; Ο έρωτας θα νικήσει ή θα υποταχθεί στη νομοτέλεια του αφανισμού και της καταστροφής; Η αυτοθυσία ως απόλυτη πράξη αγάπης θα καταστεί μορφή υπέρβασης που θα επαναφέρει την ισορροπία ή εν τέλει θα επιβληθεί η σκοτεινιά του κάτω κόσμου;
Και μπροστά απ’ τους κολασμένους
περνάω εγώ σαν μια σκιά
που σεργιανάει στον Άδη
τη δικιά σου μυρωδιά
περνάω εγώ σαν μια σκιά
που σεργιανάει στον Άδη
τη δικιά σου μυρωδιά
Στο σημείο αυτό το υποκείμενο αναμετριέται με την ίδια του την ύπαρξη, με τα όρια του κόσμου του, με τα άκρα της ύπαρξής του, σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει τη χαμένη ισορροπία, αφού έτσι κι αλλιώς μέσα στο αίνιγμα της δημιουργίας ενυπάρχει η καταστροφή, η κονιορτοποίηση, ο αφανισμός. Ο δημιουργός χωρίς περιστροφές επιχειρεί ευθέως μια κάθοδο στο «σπήλαιο των ψυχών», εκεί που ο ποιητής ως πάσχουσα ψυχή είναι έτοιμος να παζαρέψει τα πάντα για να βρει το άλλο του μισό, αναζητώντας στη «δαντική Κόλαση» τη λυτρωτική κάθαρση που κάθε βαθιά ερωτευμένος άνθρωπος έχει ανάγκη. Ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να αντιπαραβάλει αυτό το σπήλαιο των ψυχών με την πλατωνική «αλληγορία του σπηλαίου», εκεί δηλαδή που οι άνθρωποι ζουν αλλοτριωμένοι μέσα στο ημίφως ενός σπηλαίου και όλα όσα αντιλαμβάνονται αφορούν όχι στην ίδια απτή και ρεαλιστική πραγματικότητα αλλά στο καθρέφτισμα των σκιών τους. Είναι τελικά ο έρωτας μια απτή πραγματικότητα ή μια μορφή ψευδαίσθησης, μια μορφή διαμεσολάβησης ανάμεσα στη συνείδηση και στην πραγματικότητα; Είναι σαφές πως οριστική απάντηση δεν υπάρχει, και δεν πρόκειται να υπάρξει άλλωστε, αφού όλα υπάγονται στον νόμο μιας διαρκούς ενδεχομενικότητας. Και αυτό είναι προφανές αφού ο τραγουδοποιός αναγνωρίζει ως μόνο παράδεισο την επίγνωση μιας μοίρας σκληρής, ανηλεούς, ισάξιας με την ίδια την κόλαση ενός καθημερινού θανάτου.
Και στον Διάβολο πουλάω την ψυχή μου εγώ
για να βρεθώ απόψε τυλιγμένος
στου κορμιού σου τον βυθό
για να βρεθώ απόψε τυλιγμένος
στου κορμιού σου τον βυθό
Κ’ είναι λέω ο παράδεισος για μας,
αγάπη μου μικρή,
να μοιραζόμαστε τούτη την κόλαση μαζί
αγάπη μου μικρή,
να μοιραζόμαστε τούτη την κόλαση μαζί
Ωστόσο, το αίτημα της συντροφικότητας κυριαρχεί, έρχεται και επανέρχεται σαν μοτίβο που επαναλαμβάνεται με τρόπο δημιουργικό, αφού ακόμα και με τρόπο συγκαταβατικό επιλέγεται ο αφανισμός μέσα στην ίδια την πηγή της ζωής: το στόμα του έρωτα.
Ας ήτανε να πνιγώ σαν μια σταγόνα / μέσα στα χείλια σου εγώ
Υπάρχει, εν τέλει, εσχατολογική πραγμάτωση και ιδανική Πολιτεία για τους ερωτευμένους στην ποιητική του Θηβαίου; «Τούτο το σώμα που διψά» πότε εν τέλει θα βιώσει την ιδανική του πραγματικότητα; Σε ποια εξιδανικευμένη εκδοχή θα βιώσει την τελείωση της επιθυμίας; Αναμφίβολα οι διαλεκτικές αμφισημίες του διαμορφώνουν το είδος μιας αντιστικτικής γραφής η οποία αποτελεί το δυνατό σημείο της συμβολής του. Ο ιδανικός έρωτας, είτε ως υποκειμενική πραγματικότητα είτε ως ιδεαλιστική προβολή μιας μελλοντικής υπόσχεσης, αποτελεί ενδεχόμενο της ενόρασης του δημιουργού, αφού το αίτημα της ευτυχίας δύναται να πραγματωθεί με διαφορετικούς και εναλλακτικούς τρόπους.
Είτε με την αποκλειστική και, γιατί όχι, μονογαμική εκδοχή μιας απόλυτης σχέσης, είτε με την ελευθερία της αυτοδιάθεσης σε ένα δυναμικό και γεμάτο απρόβλεπτες συγκυρίες σκηνικό στο οποίο η μη ύπαρξη συμβατικών δεσμών να αποτελεί εν τέλει τον μόνιμο δεσμό με την ίδια την ελευθερία:
Είτε με την αποκλειστική και, γιατί όχι, μονογαμική εκδοχή μιας απόλυτης σχέσης, είτε με την ελευθερία της αυτοδιάθεσης σε ένα δυναμικό και γεμάτο απρόβλεπτες συγκυρίες σκηνικό στο οποίο η μη ύπαρξη συμβατικών δεσμών να αποτελεί εν τέλει τον μόνιμο δεσμό με την ίδια την ελευθερία:
Ευτυχισμένοι, τέλος, όσοι αγαπάνε
κι όσοι αγαπιόνται δεμένοι σφιχτά.
Ευτυχισμένοι κι όλοι όσοι μπορέσαν
να ξεπεράσουνε αυτά τα δεσμά
κι όσοι αγαπιόνται δεμένοι σφιχτά.
Ευτυχισμένοι κι όλοι όσοι μπορέσαν
να ξεπεράσουνε αυτά τα δεσμά
Εδώ ουσιαστικά αντικατοπτρίζεται η ευθεία μεταφορά του συναισθήματος που ο Borges επιχειρεί να αποδώσει με το ποίημα «Περικοπές ενός απόκρυφου Ευαγγελίου», από τη συλλογή «Το εγκώμιο της σκιάς» (Elogio de la sombra), σε μια προσπάθεια να αναγνωριστεί και να υμνηθεί η έννοια της ευτυχίας μέσα στην τραγικότητα της ύπαρξης, να διαφυλαχθεί ως πολύτιμος λίθος εκείνο το «ανεκτίμητο κάτι» που μας κάνει να παραμένουμε άνθρωποι εν μέσω μιας ελεύθερης πτώσης στην αλλοτρίωση και στην αποξένωση από την ανθρωπολογική ουσία του είδους μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου