12.8.20

Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος επιστρέφει με φίλους στην Καβάλα

της Κυριακής Μπεϊόγλου
Οι συντοπίτες καβαλιώτες του Λευτέρη Ξανθόπουλου οργάνωσαν ένα διήμερο για να τον τιμήσουν στις   2 και 3 Αυγούστου 2020.   Ο θερινός κινηματογράφος  «Ζέφυρος» γέμισε από φίλους του και συνοδοιπόρους.  Φίλοι – καλλιτέχνες ήταν και αυτοί που μίλησαν για τον σκηνοθέτη, ποιητή, πεζογράφο και οργανωτή πολιτισμού Λευτέρη Ξανθόπουλο. Στο αφιέρωμα αυτό θα βρείτε τα κείμενα των  Διαμαντή Αξιώτη, Κώστα Καναβούρη, Κοσμά Χαρπαντίδη, Γεωργίας Τριανταφυλλίδου. Προλογίζει ο δήμαρχος της Καβάλας Θόδωρος Μουριάδης.



«Με την πρώτη βροχή της Καβάλας»
Θόδωρος Μουριάδης , Δήμαρχος Καβάλας
Είμαστε εδώ για να τιμήσουμε την μνήμη ενός σπουδαίου καλλιτέχνη που μας άφησε πριν σαράντα περίπου μέρες. Είμαστε εδώ για να τιμήσουμε την μνήμη του ποιητή και σκηνοθέτη Λευτέρη Ξανθόπουλου.
Καταγόταν από την Καβάλα και πέρασε τα παιδικά του χρόνια εδώ. Κυρίως  τα παιδικά του καλοκαίρια. Τα χρόνια αυτά περιγράφει μοναδικά στο βιβλίο του «Άγγελος των πρώτων ημερών»,  το οποίο είναι αφιερωμένο στην πόλη μας.
Παρά το γεγονός  ότι έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα, η Καβάλα ήταν πάντα  γι αυτόν σημείο αναφοράς. Διατηρούσε ισχυρούς δεσμούς με ανθρώπους των γραμμάτων και όχι μόνο. Τα γραπτά του μαρτυρούν  πόσο αγαπούσε τη γη των προγόνων του. Για το πεζογραφικό του έργο θα σας μιλήσουν σήμερα λογοτέχνες της πόλης μας και αύριο τον λόγο έχουν οι κινηματογραφιστές . Τους ευχαριστούμε,  όπως και εσάς, που αποδεχτήκατε το καλεσμά μας. Όπως ευχαριστούμε και την Στέγη Φίλων των Γραμμάτων και των Τεχνών για την συμπαραγωγή αυτού του αφιερώματος.
Από τον χειμώνα, μέσω κοινών μας φίλων,  λέγαμε πως θα συναντηθούμε το καλοκαίρι στην Καβάλα. Δυστυχώς δεν προφτάσαμε.
Διαβάζοντας,  ξεχώρισα χθες, κατά τη διάρκεια μάλιστα μιας ξαφνικής συγκυριακής καλοκαιριάτικης μπορας, λίγες φράσεις από τον «Άγγελο των πρώτων ημερών»:
«Με την πρώτη βροχή της Καβάλας, κάτι έχει αλλάξει στον αέρα και στην ψυχή μας και τίποτα πια δεν είναι όπως πριν. Απέναντι στο φρούριο η τσίγκινη σημαία, χτυπημένη από κεραυνό στο κοντάρι, γέρνει στο χώμα διπλωμένης στα δυο, σαν παιδικό παιχνίδι που το πάτησε απρόσεχτο πόδι προϊστορικού γίγαντα. Η καινούργια ημέρα, γεμάτη μουσικές, γεμάτη χυμούς και δύναμη, δείχνει το λαμπερό της πρόσωπο και με λυτρώνει».
Ίσως  κάπου λυτρωμένος πια από τα επίγεια,  φτιάχνει ποιήματα. Εμείς δεν δώσαμε τυχαία στο αφιέρωμα τον τίτλο «Λευτέρης Ξανθόπουλος-Επιστρέφοντας στην Καβάλα». Το σίγουρο είναι πως δεν θα τον ξεχάσουμε. Η τέχνη είναι σοβαρή υπόθεση για έναν τόπο. Πέρα από την κληρονομιά του είναι πρώτα απ όλα το αληθινό πρόσωπο της.  Ήδη εργαζόμαστε πάνω σε κάποιες σχέδια για να υπάρχει το αρχείο του στην πόλη ώστε να τον γνωρίσουν καλύτερα οι Καβαλιώτες αλλά και για να αποτελεί ένα σημείο επισκέψιμο από όλους τους ντοκιμαντερίστες του κόσμου που θέλουν να μάθουν για το κινηματογραφικό έργο του. Και ελπίζουμε να έχουμε και το λογοτεχνικό του αρχείο. Ξέρετε, κάποτε ο Καρκαβίτσας είχε πει ότι η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη φαντάζει ωραιότερη από εκείνη του Θεού. Κάπως έτσι έβλεπε κι ο Λευτέρης Ξανθόπουλος την Καβάλα. Οι λογοτέχνες δίνουν μια άλλη διάσταση στα πράγματα αναγκαία για να ανταπεξέλθουμε στην δύσκολη πολλές φορές καθημερινότητα.
Σας ευχαριστώ ακόμη μια φορά που είστε εδώ εν μέσω πανδημίας. Και ελπίζουμε,  να σας έχουμε δίπλα μας σε όλες τις προσπάθειες  που θα επιχειρήσουμε ώστε η Καβάλα να έχει την θέση που της αξίζει στα πολιτιστικά πράγματα της χώρας. «Καλή πατρίδα σύντροφε Λευτέρη.

Θε μου / πόσο γρήγορα / περνούν / οι Κυριακές σου
Μια «συνομιλία»  -η τελευταία- εν είδη αποχαιρετισμού, με τον Ποιητή Λευτέρη Ξανθόπουλο
του Διαμαντή Αξιώτη

Ακριβέ φίλε Λευτέρη,
από το 1965 ακόμα, σε ηλικία 23 ετών,  αναλογιζόσουν το ότι ο πατέρας σου είχε πει, αγαπώ τον ξεραμένο καπνό, και έγινε καπνεργάτης. Το πώς η μητέρα σου γύρεψε παιδιά, ταίρι, σπιτικό και ζευγάρωσε με τον πατέρα σου. Θυμόσουν ότι το σπίτι τής Καβάλας, σηκωμένο πάνω στην ανατολική θάλασσα, μπογιατιζόταν κάθε χρόνο. Ο πατέρας βγήκε κάποτε στη σύνταξη κι η μητέρα χτίστηκε στις κάμαρες εκείνου του σπιτιού.                                                                              *
Όμοια κι η σκέψη σου, στοιχειωμένη μέχρι τέλους στο ίδιο σπίτι, στην ίδια πολιτεία. Στον πατέρα που έφυγε νωρίς, στην πίκρα των καπνόφυλλων που σου μαύριζαν τα δάχτυλα. Και παρά την έκδοση ποιητικών συλλογών, αρχής γενομένης από τα Αντίψυχα (1982), μυθιστορημάτων -με κορύφωση τον Άγγελο των πρώτων ημερών (1999) -, παρά τα βιογραφικά αφιερώματα όπως του Αλμπέρ Καμύ, Νίκου Κούνδουρου, Μίλτου Σαχτούρη και άλλων, παράλληλα με τις συμμετοχές σε Συλλογικά Έργα, την πολυάριθμη κριτικογραφία, τις ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους, παρά το πλήθος των γραπτών σου, όλα αυτά και πόσα άλλα, κάθε άλλο παρά άμβλυναν την αίσθηση εκείνου του αρχικού βάρους, εκείνων των ανεξίτηλων πρώτων εντυπώσεων. Με μόνιμη, επιτακτική παρουσία-βάρος τη σκιά του Πατέρα και την εσαεί απειλή τού Θανάτου.
      *
Ο θάνατός σου το βράδυ της Παρασκευής 19 Ιουνίου 2.020 σε νοσοκομείο των Αθηνών, όπου εισήχθης για εγχείρηση καρδιάς, μας άφησε άφωνους. Θλίψη και συντριβή. Τηλεφωνούμε ο ένας τον άλλο, φίλοι του Κέντρου προσθέτουν λεπτομέρειες, θυμούνται, περιγράφουν και εγκωμιάζουν. Βαριά η απώλεια.   «Χάσαμε το Φίλο», θρηνούν. «Τον δίχως μικρότητες, ανταγωνισμούς και υστεροβουλίες. Δοτικός στο έπακρο ο Λευτέρης. Ευθύς, γενναίος, καθαρός, με αντρίκια ΜΠΕΣΑ. Αγκιστρωμένη η μνήμη του», λένε, «στην βόρεια πόλη του, στους εκεί φίλους του. Σας αγάπησε και τον αγαπήσατε», παραληρούν και ζηλεύουν.
  *
Σωστά μιλούν οι ξένοι, δικαίως ζηλεύουν. Εσύ βέβαια γνωρίζεις πως δεν υπήρξες για μένα ένας απλός φίλος. Ήσουν ο άμεσος αρμός με εποχές που πέρασαν ανεπιστρεπτί και που πάντα ασκούσαν μια ιδιαίτερη γοητεία επάνω μου.
  *
Οι σκέψεις μου ακατάστατες, σκόρπιες. Ακολουθούν τον βίαιο θάνατό σου μέσα από ερανίσματα εικόνων, ήχων, στίχων σου. Ξεφυλλίζω τις ποιητικές σου συλλογές, τα πεζά σου. Σκόρπια άστεγα διηγήματα σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Γενναιόδωρες, έως υπερβολής, κριτικές, άρθρα και απόψεις.
  *
Παντού η μήτρα της πρώτης πόλης σου, η αφή των νεκρών, η βεβαιότητα του πατέρα. Μαζεύει παλιές φωτογραφίες και κλαίει, ισιώνει τα μαλλιά του και κλαίει, μετράει τον ήλιο, κολυμπάει στα βαθιά, φεύγει και κλαίει, κλαίει ο πατέρας. Μαζί και οι πατεράδες όλων σχεδόν των ποιητών της γενιάς σου. Φεύγουν και κλαίνε. Το παρόν αρχίζει να θολώνει, σαν από μυρουδιά φωτιάς κοιταγμένο. / Οδηγεί σε παρελθόν παλινδρομικό. /  Κι ανάμεσα στον ένα και στον άλλο μαστό το μέλλον εκτοξεύει θημωνιές νεκρών.
*
Μέσα από παρόμοιες θημωνιές αναδύθηκε, το καλοκαίρι τού 1999, εκείνος ο Άγγελος, ντυμένος στα κατάλευκα. Κομίζοντας θαρρείς εικόνες από την ταραγμένη ζωή του Αγίου Σατορνίνου στην πόλη Apt της Προβηγκίας. Σήκωσε το κεφάλι σου πατέρα, παρακινείς τον απολεσθέντα γεννήτορα και παράλληλα τον ίδιο σου τον εαυτό, τον νέο δημιουργό ζωής. Πατέρας πλέον και ο ίδιος, προετοιμάζεις τον εαυτό σου για τον ρόλο που επωμίζεσαι.
Τι ήταν λοιπόν η χρόνια, τόσο βασανιστική επιμονή που σε ακολούθησε μέχρι το τέλος της ζωής σου; ρωτώ. «Ένας διάλογος με τον πεθαμένο πατέρα μου», απαντάς, «που τον παρακαλώ να σηκώσει το κεφάλι του να με ακούσει, να με δει και να με κρίνει…».                                                                                                              Καταθέσεις ενός πένθους σημερινού, πένθους το οποίο συνομιλεί με το παρελθόν. Συμφωνείς και προσθέτεις: «Συνδιαλέγομαι με τον πατέρα μου, προσπαθώντας να τον φέρω κοντά μου, να τον ζωντανέψω, για να κάνω λιγότερο οδυνηρή την απουσία του. Από ένα σημείο της ζωής μου και μετά, ταυτίστηκα τόσο πολύ μαζί του, που σήμερα πια ο πεθαμένος πατέρας μου είμαι εγώ».
Και η Καβάλα της πρώτης σου ζωής; Πόσο βαραίνουν οι μνήμες της παιδικής σου ηλικίας; «Αυτή είναι το βυζί που βύζαξα. Τα ελληνικά υλικά, ο πηλός τού λόγου, οι αδρές πινελιές από ασβέστη. Η αίσθηση της οράσεως και της αφής που διαπερνά τα κύτταρα των λέξεων. Η ιδωμένη ουσία των πραγμάτων».
Ποιητής, λοιπόν; βιάζομαι να αλλάξω θέμα. Πεζογράφος, σκηνοθέτης, μάνατζερ και παραγωγός; «Ποιητής», απαντάς, χωρίς τον ελάχιστο δισταγμό.                                         Ποιητής της ιδιωτικής περιπέτειας, συμπληρώνω εγώ. Του πιο κρυφού κόσμου. Που γράφει και ξαναγράφει το ίδιο ποίημα. Στην προσπάθειά του να αποδώσει όλες τις μορφές του, διανύοντας μια σταθερή διαδρομή από τον λυρισμό προς την αφαίρεση, προς την ηθελημένη ξηρότητα.
Κι όταν κληθείς να δηλώσεις σκηνοθέτης; Ρωτώ. «Όταν κάνω σινεμά θέλω να κρυφτώ στην ποίηση», λες με αφοπλιστική ευθύτητα.   Και σε τι βοηθούν όλα τα άλλα; Οι άλλες δραστηριότητες;
«Στη διαδρομή».
  *
Έτσι, φίλε μου. Στη νέα σου διαδρομή να καλέσεις την πνοή ανέμου που σε δρόσιζε, την φανέρωση του φωτός που σε φώτιζε, τον διαρκή φύλακα που ονόμασες Άγγελο των πρώτων ημερών, και τον έθεσες στην υπηρεσία της μνήμης σου. Τώρα που θα ζεις σε άλλο τόπο, αυτός θα σε επιστρέφει στα πρώτα βήματα που συντελέστηκαν στα βόρεια χώματα και στις επάνω θάλασσες -στοιχεία δυσεύρετα εκεί όπου η αχλύ του φωτοστέφανου προσδίδει βάσανο και αγιοσύνη.                                                                 *
Και τώρα, φίλε μου, τι θα μας στείλεις από ψηλά;
«Την δέκατη ποιητική συλλογή μου»                                                                                                                             Με τίτλο;
«Άνθρωπος μηδενικών αποχρώσεων», της δίνεις όνομα.
Που πάει να πει; θαυμάζω και ρωτώ. «Κάποτε, που έβρεχε πάρα πολύ, μπήκε στο σπίτι ο πατέρας στεγνός και τον ρώτησα: “Μπαμπά, πως και δεν βράχηκες, ενώ έξω ρίχνει τουλούμια;” Κι εκείνος είπε γελώντας: “Περνάω ανάμεσα απ’ τις σταγόνες”. Αυτό θα ήθελα κι εγώ: Να περνάω μέσα απ’ τις σταγόνες κακίας, σταγόνες βρωμιάς και να μη λερώνομαι, να μη βρέχομαι, να μην έχω καθόλου αποχρώσεις σαν άνθρωπος. Το έργο μου ας έχει μόνο. Δεν ανήκω στους καλλιτέχνες που βγαίνουν μπροστά απ’ τα φώτα. Θα ήθελα να έχω μηδενικές αποχρώσεις…». Διακρίνω στο λόγο σου θυμό και πείσμα. Ξέρω, δεν πέρασες και λίγα απ’ το καταραμένο συνάφι μας.
Και τι θα ήθελες να γραφεί επάνω στην ταφόπλακά σου; τολμώ την τελευταία, ουτοπική ερώτηση. «Δάσκαλος», υπογραμμίζεις τη λέξη. Μόνο αυτό, τίποτα άλλο.                                                                                                                          *
Καληνύχτα, φίλε μου. Ακριβέ και πολύτιμε.                                                            Καληνύχτα, Δάσκαλε.



Ο μικρός τσαγκαράκος Λευτέρης Ξανθόπουλος
του Κοσμά Χαρπαντίδη

Στις 24/2/2005  την ημέρα των εξηκοστών  γενεθλίων του  ο Λευτέρης Ξανθόπουλος έγραψε το ποίημα του «Ζήτημα ύψους» , αφιερωμένο στη μνήμη του Νίκου Εγγονόπουλου, που πέθανε το 1985 και το οποίο ποίημα κυκλοφόρησε στα γνωστά δίπτυχα που αφιέρωνε ο ίδιος σε φίλους και γνωστούς(κατά το συνήθειο του Καβάφη). Κατέχω το με αριθμό 39 αντίτυπο από τα 49 που είχε τυπώσει. Είναι ένα ποίημα που ζηλεύω και θα ήθελα με αυτό να συνοψίσω την εξηκονταετία μου στη ζωή κι εγώ, αλλά και τη σχέση μου με τον Λευτέρη.
Στο ποίημα  αυτό ο Λευτέρης αφήνει να ξεδιπλωθεί η τέχνη του, ίσως και να ταυτίζεται με την επίμονη τέχνη του μικρού τσαγκαράκου(να ακολουηθήσουμε τα βήματα του ποιήματος)
Τον έφαγε η τσαγκαρική όλη μέρα από το
χάραμα ως τα μεσάνυχτα σκυμμένος πάνω
από το σιδερένιο καλαπόδι με το σφυρί και
τα ξυλόπροκα τις φόλες τη φαλτσέτα το
σουγλί καμπούριανε μάζεψαν οι ώμοι του
σκοτείνιασε το μούτρο του με άλλα λόγια
δεν τον άφησε να ζήσει όπως ήθελε  τον
ήπιε η τσαγκαρική αλλά και ο φόβος της
τσαγκαρικής
ώστε λοιπόν σε πίνει η τσαγκαρική φίλε Λευτέρη, με ένα ιδιότυπο τρόπο σε ρουφά, σε εξουσιάζει, σε διεκδικεί για δικό της. Και μόνο σε αυτή την φράση να μέναμε θα γράφαμε ολόκληρο βιβλίο, όχι μόνο για την δική σου ζωή, που αφιερώθηκε στην ποίηση και γιατί έζησες με τον τρόπο των ποιητών, αλλά και για τις ζωές όλων εκείνων που αφιερώθηκαν στην τσαγκαρική και στα εξήντα τους νιώθουν ότι τους ήπιε η τέχνη τους.
Και μέχρι την ώριμη ηλικία των εξήντα ετών η τσαγκαρική σου μας έχει δώσει έξι ποιητική βιβλία κι ένα πεζό, στο οποίο η ποίηση ματώνει πάνω στο αγκωνάρι της πραγματικότητας, προσπαθεί να την νικήσει και τα καταφέρνει εν τέλει. Θα μπορούσε να είναι παραπάνω, αλλά ήδη κατάφερες να συντονίσεις το χώρο σου, την μαστορική σου, τους προγόνους σου, την Καβάλα και την υγρασία του καπνού της, τον πατέρα και τους δρόμους των ποιητών, τη μοναξιά τους, την θρησκευτικότητα με την οποία πλησιάζεις τον κόσμο και τον άνθρωπο, την αγιοσύνη της καθημερινότητας, την αξιοσύνη της τέχνης που ποτέ δεν είναι ευχαριστημένη, που γράφει και πετάει και κεντάει ολοένα για να βγει το αποτέλεσμα που ονειρεύεται και κυρίως  επιμένει να μείνει στην τέχνη του, να μην μετακινηθεί από αυτήν, να μην την προδώσει, κι η ζωή γύρω να βουίζει, να τρέχει με ταχύτητες ιλιγγιώδεις απαιτήσεις-υποχρεώσεις κι εσύ να μην θέλεις να την προλάβεις, να ζεις στη τέχνη σου, σκυμμένος μέχρι να γίνεις
ένα ρόιδι μαραμένο ένα ρόιδι σπασμένο
και έτσι ποιος να σε προσεγγίσει, ποιος να σε ανεβάσει στο βάθρο, όταν  εσύ τους γύριζες την πλάτη επιμένοντας στην τσαγκαρική σου, που δεν θα εγκατέλειπες ποτέ. Κι όχι λέξεις περιττές, φράσεις που δεν καίνε, θήτευσες σε μάστορες του λίγου και αυτούς προέβαλες μέσα από το σκηνοθετικό σου έργο(Σαχτούρης, Εγγονόπουλος, Κατσαρός). Στο βάθος και ο Αλεξανδρινός.
Λευτέρη, δεν ξέρω τι σημαίνει η φράση δεν τον άφησε να ζήσει όπως ήθελε, πιθανόν κι εσύ στα εξήντα σου να μην ήσουν σίγουρος πως θα ήθελες να ζήσεις, πόσο η τσαγκαρική σου είχε αναστείλει την ζωή των απλών ανθρώπων, πάντως ο ποιητής, ο κάθε ποιητής θεωρεί ότι η ζωή είναι έξω από αυτό που ζει την κάθε φορά, αυτή την αυθεντική ζωή που οι τίμιοι τσαγκαράκοι δεν ζουν, δεν είναι προορισμένοι να ζήσουν και σίγουρα Λευτέρη δεν μπορώ να πω ότι η ζωή που ζήσαμε ήταν η αυθεντική μας, ή αυθεντικό είναι αυτό που μας διαφεύγει πάντα, το ανέφικτο, αυτό που δεν ζήσαμε. Τρέχουμε πίσω από το ανέφικτο, μένοντας για πάντα με την γεύση ότι δεν το κατακτούμε, ωστόσο δεν παραδεχόμαστε κιόλας ότι δεν θα θέλαμε να ζήσουμε, γιατί η ζωή είναι έξω από το εργαστήρι, πάντα έξω ήταν και απλώνεται μαυλιστική.
Ο μόχθος σου σε εξίσωνε με το μόχθο των άλλων και αγαπούσες τους ήρωες, που δακρύζουν στη θέση δουλειάς, που θυσιάζονται για να ζήσουν καλύτερα οι άλλοι, και στην ζωή αυτών πατάς για να βγεις στο φως, άσχετα με το που ζουν και πως δαπανούν το κεφάλαιο της ζωής τους, εσένα αυτοί σε ενδιαφέρουν και ο πόνος τους, ωστόσο μέσα από το μόχθο έχουμε το ενδιάμεσο να ζήσουμε, όσο κι αν μας καταπίνει ο φόβος της τσαγκαρικής, ο φόβος της  συνεχούς αυτοκριτικής να φτάσεις στα όρια αυτών που αγαπούσες. Πόσο άραγε πέταξες, πόσα πετάξαμε, σχέδια χαρτιά, ατελή καλούπια, λέξεις, οράματα, ταινίες, βάρη, πόσο αργά ωριμάζει η βαρύτιμη ποιητική σου, αλλά μένει βαριά στο χρόνο και τον χαράζει.
Τριγυρνάς αργά στον χρόνο σαν εκείνη την χελώνα που κουβαλάει το σπίτι της χωρίς βιάση, αυτήν που υιοθέτησες για να σε εκφράσει. Ένα παιχνίδι, ένα ex libris που σε συνόδευε παντού, φορτωμένη με κομμάτι φιλμ για σπίτι της.
Πως είπαν οι γνωστοί κι οι φίλοι του
Καλός άνθρωπος , καλό παιδί μα λιγάκι
Παραπάνω κουτούτσικος  ο καημένος
Κι έτσι έμεινες, αγνός, χωρίς καμιά παραχώρηση στην εμπορικότητα και το πιασάρικο, χωρίς να υποχωρήσεις ποτέ, με μια επιμονή που δεν σ’ έκανε ποτέ αγοραίο, ενώ ένα αλληθώρισμά σου θα σου πρόσφερε χρήμα κι αναγνώριση. Βλέποντάς σε να απωθείς την χυδαιότητα και να λάμπεις μέσα στην έμπνευση, θεωρούσα ότι δεν είσαι μακριά με αυτή τη φράση από το πάνθεον των ηλιθίων της οικογένειας του Γκυστάβ Φλωμπέρ. Κουτούτσικος με την αγοραία τιμή, προσηλωμένος στην ακριβή τέχνη σου και σε τίποτα άλλο. Το χρήμα νοιάζει ανθρώπους που ποτέ στην ζωή τους δεν υπήρξαν ποιητές, μου έλεγες.
Ακούω το συνεχές  περπάτημα στους στίχους, τα ποιήματα και την επιμονή σε ένα κόσμο που πρέπει να αναδυθεί γιατί του  αξίζει. Δέκα έγιναν οι συλλογές που μας παρέδωσες. Αυξήθηκαν οι μελέτες και τα πεζά. Μια ζωή παλιά κατεβαίνει από τον ουρανό και συναντά τις εικόνες της Καβάλας. Είναι νύχτα, το άσθμα σου σε ενοχλεί και ζητάς εισπνοές στα σοκάκια της Παναγίας. Κάτι ζορίζει τον ποιητή και τον κάνει έξαλλο με τις ελλείψεις της ζωής, τον στρέφει στην επιμονή και την τσαγκαρική. Δεν θα σταματήσεις ποτέ να γράφεις – είτε στην εικόνα, είτε στο  χαρτί. Δε θα σταματήσεις να λάμπεις σαν ένα πρότυπο επιδραστικό, που θέλω να φτάσω, μικρέ μου, μεγάλε τσαγκαράκο.


Λευτέρης Ξανθόπουλος αυτοανθολογούμενος
της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου
Τον Δεκέμβριο του 1983 τυπώνεται σε 1500 αντίτυπα το βιβλίο με τίτλο «Καβαλιώτες ποιητές-Ανθολογία Μεταπολεμικής Ποίησης» στα τυπογραφεία των Αγροτικών Συνεταιριστικών Εκδόσεων Θεσσαλονίκης για λογαριασμό της  Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καβάλας και με τη λογοτεχνική επιμέλεια του Διαμαντή Αξιώτη. Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος είναι 38 ετών και έχει προλάβει να εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές: «Tα αντίψυχα», πρώτη έκδοση το 1972, δεύτερη το 1982 και τις «Περιπέτειες πλανόδιου σωματοφύλακα ονείρων», το 1981. Ο  Βασίλης Θεοδωρίδης αναλαμβάνει με μια τρισέλιδη, κριτική αποτίμηση να τον συστήσει στο κοινό. Στον πρόλογο της έκδοσης διαβάζουμε ότι η επιλογή των ποιημάτων έγινε καθ’υπόδειξη των ίδιων των ποιητών από τους οποίους ζητήθηκε να ξεχωρίσουν οι ίδιοι τα αντιπροσωπευτικότερα ποιήματα του συνόλου της μέχρι τότε δουλειά τους.
Στηριζόμενοι, επομένως, στην ομολογία του Αξιώτη, έχει ενδιαφέρον να δούμε ποια ποιήματα αποφασίζει να συλλέξει ο Ξανθόπουλος και στη συνέχεια να συναρμόσει, εν είδει ανθοδέσμης. Πρόκειται για δώδεκα σύντομες συνθέσεις από τις οποίες μόνο η μία εκτείνεται πέραν της σελίδας ενώ η τελευταία είναι ανέκδοτη. Ο Ξανθόπουλος βιογραφείται. Περιγράφει έναν τόπο όπου «χορεύουν αχτίνες πυρωμένες», «με το περιβόλι και τις ντοματιές στον ήλιο», με «βλαστάρια τρυφερής κληματαριάς», με θάλασσα που μπαίνει από παντού στα ποιήματα. Μιλάει για τον γενέθλιο τόπο του πατέρα του. Παράλληλα, υπαινίσσεται τα δικά του ταξίδια στο εξωτερικό, «σε πολιτείες του χιονιά», «σε κάμπους βορινούς» και ονειρεύεται διαρκώς μια «ανοιξιάτικη επιστροφή/κατά το νότο/μέσα σ’έναν Οχτώβρη/ που κοντεύει».
Είναι απίθανα παρούσα η Καβάλα στους στίχους, χωρίς ούτε μια φορά να ονομάζεται. Εδώ η εντολή «ου λήψει το όνομα της γενέτειρας του πατρός σου επί ματαίω» μοιάζει σα να μη δόθηκε ποτέ. Θα ήταν, εξαρχής, μάταιο να αναφερθεί το όνομα της Καβάλας. Αν οι υποψιασμένοι αναγνώστες εικάζουν την ύπαρξή της και οι επαρκείς προβαίνουν, ήδη, σε ταυτίσεις, πάντως, όλοι αναγνωρίζουν τον έρωτα του Ξανθόπουλου για ένα ορισμένο φυσικό τοπίο που στοιχειώνει τη μνήμη και ανανοηματοδοτεί τις αναμνήσεις του. Θα σταθώ στο τελευταίο ποίημα με τίτλο «Ο πατέρας μου» 1,2,3, ανέκδοτο ακόμη την εποχή που τυπώνεται η ανθολογία. Ο πατέρας ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι. Σε καθένα από τα τέσσερα δίστιχα επαναλαμβάνεται σχεδόν λυγμικά η φράση «ο πατέρας κλαίει», μέχρι που μπαίνει στη θάλασσα και χάνεται κι αυτός και το κλάμα του. Ως γνωστόν, τα δάκρυα δεν διακρίνονται στο αλμυρό νερό. Κατόπιν μεταφερόμαστε στο εσωτερικό ενός σπιτιού, ατμόσφαιρα κηδείας, που καταλήγει στη βίαιη αρπαγή του πατέρα μέσα στη νύχτα. Πατέρας και γιος ανταλλάσσουν τελευταία βλέμματα:

«με κοίταζε καθόμουνα στην κούνια μου
τον κοίταζα στο δέντρο του αμίλητο

γιατί τα μάτια του πατέρα μου ήταν
ο έναστρος κήπος των ονείρων μου».

Στην τρίτη και τελευταία ενότητα, ο πατέρας αναδύεται, θαρρείς, στο λιμάνι ανάμεσα στις ανεμότρατες για να επιστραφεί στον πρότερο κήπο των παιδικών ονείρων και την σιωπή.
Τελικά, ο πρώιμος Ξανθόπουλος αυτοανθολογούμενος δεν διαφέρει από τον  μετέπειτα «επαναλαμβανόμενο» στην επιλογή των θεμάτων και την εκφραστική τους αποτύπωση. Τα ποιήματα τα οποία διάλεξε για την ανθολογία συνθέτουν το μπουκέτο που αποστέλλει στους συντοπίτες του αενάως έχοντας αφήσει παραγγελιά να μείνει απαράλλαχτη η σύνθεσή του. Παραδέχεται ότι γράφει σε συνθήκες εκτυφλωτικού φωτός, «εμείς τον ήλιο τον έχουμε από πάνω μας» λέει χαρακτηριστικά, οι εικόνες του είναι διαυγείς και κρυστάλλινες σαν τα θαλασσινά νερά της Καβάλας που επισκέπτεται την δεκαετία του ’50, η έκφραση του απεχθάνεται τον στόμφο,  τέλος, διηγείται με διαφορετικούς τρόπους το ίδιο, πάντα, γοητευτικό παραμύθι: Ήμουν μια φορά ο γιος του πατέρα μου… Είχα την τύχη να γνωρίσω τον Λευτέρη Ξανθόπουλο. Να συνομιλήσω διά ζώσης μαζί του, συχνότερα τηλεφωνικά, σπανιότερα με επιστολές. Ανταλλάξαμε βιβλία και φιλοφρονήσεις. Είχα πάντα την αίσθηση, αν και δεν του το είπα ποτέ, πίστευα, μάλλον αφελώς, πως η ευκαιρία θα υπήρχε εκεί στη θέση της αμετακίνητη, ότι διάβαζε πολλά περισσότερα από τα γραμμένα που είχε μπροστά του και έγραφε, σαν από καιρό έτοιμος , για όσα από μέρους ήταν, περίπου, πρωτοϊδωμένα. Νομίζω αυτό ήταν και το κινηματογραφικό του ταλέντο του. Άλλωστε, θυμόμαστε ότι προείπε συγκλονιστικά:
«σ’ όποιον γράφτηκε να δει
θα δει και μετά το φευγιό του»
Σήμερα η πόλη, κι ευχαριστώ θερμά τον Δήμο Καβάλας και τον Σύνδεσμο Φίλων, Γραμμάτων και Τεχνών για την ευγενική συμπερίληψή μου στο πάνελ των ομιλητών, ανταποκρίνεται με ζέση και γνήσιο θαυμασμό  στην πιο τιμητική, ίσως, εναρκτήρια πρόταση,  του βιογραφικού σημειώματος ενός ολότελα  δικού της ανθρώπου, όπως  αυτή καταγράφεται στη σελίδα 147  της 37χρονης  πια ανθολογίας:
«O Λευτέρης Ξανθόπουλος γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα από πατέρα Καβαλιώτη».

Η ποιητική νοημοσύνη του Λευτέρη Ξανθόπουλου
του Κώστα Καναβούρη

Είναι η δεύτερη φορά που εδώ στην Καβάλα μιλώ για τον αγαπημένο μου φίλο, τον ποιητή και σκηνοθέτη Λευτέρη Ξανθόπουλο που τόσο ξαφνικά μας άφησε στις 19 Ιουνίου 2020.
Πάνε 20 χρόνια από την πρώτη φορά. Ήταν, τότε, Δευτέρα 22 Μαΐου 2000 απόγευμα, στο Ιμαρέτ πριν γίνει όπως είναι σήμερα, που μιλούσαμε για το έξοχο βιβλίο του Λευτέρη «Ο άγγελος των πρώτων ημερών», ένα βιβλίο απίστευτης γλυκύτητας για τα παιδικά καλοκαίρια στην Καβάλα την πατρίδα και μητρίδα των γονιών του, εκεί στα μέσα και προς το τέλος της δεκαετίας του ΄50 και στις αρχές της δεκαετίας του ‘60. Ήταν κι άλλη μια φορά, αρχές δεκαετίας του ‘80 που διαβάσαμε ποιήματά μας στη Στέγη.
Σ’ αυτή όμως τη δεύτερη φορά ο Λευτέρης δεν είναι εδώ. Δεν μου είναι εύκολο και παρακαλώ να συγχωρήσετε την αμηχανία μου από το σάστισμα που μου προκάλεσε ο θάνατός του. Θυμάμαι τότε στο Ιμαρέτ, επειδή ο «Άγγελος των πρώτων ημερών» είναι ένας αλγεσίδωρος ύμνος στην απουσία, εκτός όλων των άλλων, είχα ζητήσει από το κοινό – ήταν καφέ τότε το Ιμαρέτ – μέσα στο πλάγιο φως του απογεύματος, να κάνει ησυχία για ένα δευτερόλεπτο και σ’ αυτό το δευτερόλεπτο να τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους όλοι μαζί, «στην μνήμη των αποθαμένων μας». Έγινε. Και ήταν ένας από τους ωραιότερους ήχους της σιωπής που άκουσα ποτέ στη ζωή μου. Και και να που τώρα ο Λευτέρης φτερούγισε και δεν είναι εδώ. «Μονάχα ένας άνθρωπος λείπει και είναι σα να άδειασε ολόκληρος ο κόσμος» λέει ο ποιητής. Αν είχαμε ποτήρια το ίδιο θα σας ζητούσα να κάνουμε, αυτή τη φορά στη μνήμη του. Μοιάζει απίστευτο, σε μένα, ότι λείπει. Και μου φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να μιλώ γι’ αυτό τον άνθρωπο που με σπάνια γαλήνη εξέφρασε, ή μάλλον καλύτερα, διατύπωσε με τους όρους της ιδιοπροσωπίας του, το ποιητικό αίτημα του ανθρώπου. Αυτό ήταν το μεγάλο που κουβαλούσε. Η τιμή και η αξία του: Το ότι είτε με την ποίηση την γραφόμενη, είτε με την εικόνα, είτε με την χειρονομία της καθημερινότητας, την σύζευξη επίσης της απόλυτης ενότητας ετεροτήτων που είναι η σύζευξη του ατομικού με το καθολικό, ώστε να αναφανεί το Είναι, ο Λευτέρης υπήρξε ένας δημιουργός που βεβαίωσε την ρήση του Έκχαρτ πως «ο Θεός μας έχει περισσότερη ανάγκη απ’ όσο εμείς εκείνον».
Γιατί ο Θεός χαρίζει, ο ποιητής χαρίζεται. Αυτό είναι το χάρισμα τού να μπορείς να μορφοποιήσεις με έργο το ποιητικό αίτημα. Δεν είναι το ποίημα, δεν είναι το δημιούργημα που σε δικαιώνει, είναι η προθετική εντιμότητα να κρατήσεις με χάρη και ακρίβεια το εμβρυουλκό που λέγεται χάος ώστε να διευρύνεις το σύμπαν. Είναι τόσο ωραία αυτή η ομορφιά. Και τόσο κρίμα να λείπει αυτός που την εκφράζει. «Φθινόπωρο θα έρθει με σαλιγκάρια, σταφύλια ομίχλης, όρη ανταριασμένα και θα ‘σαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα» λέει ο Λόρκα (διηγούμαι τους στίχους δεν τους θυμάμαι ακριβώς) στον «Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας». Κι εγώ θυμάμαι να κατεβαίνω την Ζωοδόχου Πηγής στην Αθήνα, με το ταξί κι όπως υπάρχει μποτιλιάρισμα βλέπω δίπλα να περνάει ο Λευτέρης. Μόνος του. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν, πάντως μειδιούσε με τέτοια πληρότητα που ντράπηκα να τον διακόψω. Έφυγα. Νομίζω, αντιστρέφοντας τον Νίκο Καρούζο, ότι κάπου στο μέλλον κέρδισε ο πολιτισμός.
Όπως νομίζω ότι με τον θάνατο του Λευτέρη έχασε μια μάχη ο πολιτισμός. Δεν έχασε τον πόλεμο γιατί το έργο του θα δίνει πάντοτε μάχες όπου άλλες θα κερδίζει κι άλλες θα χάνει, αλλά αυτό ακριβώς είναι το ποιητικό αίτημα: η μάχη της δημιουργίας με το α-σχημο, η μάχη της α-λήθειας με την λήθη που δεν έχει κενά, κενά έχει η μνήμη, ο έρωτας κι ο πόλεμος. Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος το ήξερε. Και έπραξε αναλόγως. Αυτό, αλλιώς, λέγεται ποιητική νοημοσύνη. Μια νοημοσύνη που κάνει την λέξη ποίημα και την εικόνα εικόνισμα του μέσα κόσμου και του κάτω ουρανού.
Ο Λευτέρης πήγε και λίγο παραπέρα: είδε το βλέμμα του και κοίταξε αλλιώς τον κόσμο. Παρέταξε λοιπόν τις άπειρες ακινησίες τη μια δίπλα στην άλλη και τις έκανε κίνηση. Είδαμε ποίηση και διαβάσαμε εικόνες. Αυτό σημαίνει αγάπη στην παρασημαντική της σιωπής και στην παρασημαντική της αρμονικής συχνότητας του χρόνου. Αγάπη στα άδηλα υλικά της κίνησης, της όλης Ιστορίας δηλαδή. Νομίζω ότι αυτό αγάπησε ο Λευτέρης Ξανθόπουλος. Την φωτογραφία ενός χρόνου απελευθερωμένου από την στιγμή και στην ουσία απελευθερωμένου από τον θάνατο.
Να, έτσι θέλω να μιλήσω γι’ αυτόν. Ως ένα άνθρωπο απελευθερωμένο από τον θάνατο. Αυτό είναι το ποιητικό αίτημα και η θεμελιώδης έκφραση του ανθρώπου ως παρηγορητικού όντος: να σε απελευθερώνει από τον χρόνο και να σε εντάσσει στο αέναο της θνητής αθανασίας. Οι φωτογραφίες που τόσο αγάπησε ο Λευτέρης είναι ένα ωραίο όχημα. Έχω μια τέτοια κάτω από το τζάμι του γραφείου μου, τραβηγμένη αρχές του 30 μπροστά από το γνωστό λιοντάρι της πόλης κι από το σημερινό δημαρχείο. Μια παρέα νεαρών, είναι δεν είναι εικοσάρηδες, χαμογελαστοί, σ’ ένα ανεξάντλητο ενεστώτα. Πρώτος από αριστερά ένα ψηλός, ο πιο ψηλός απ’ όλους, «ψηλός » και το παρατσούκλι του. Κώστας τ’ όνομά του. Κώστας Ξανθόπουλος. Ο πατέρας του Λευτέρη. Τρίτος από αριστερά ο Παναγιώτης Καναβούρης. Ο πατέρας μου. Καρδιακοί φίλοι οι δυο τους. Έπαιζαν πόλο. Στον σύλλογο της γειτονιάς της Αγίας Βαρβάρας, ο «Άτλας Κεραυνός». Ατλοκεραυνό τον έλεγε ο πατέρας μου κι εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα. Φουνταριστός ο πατέρας, τερματοφύλακας ο ψηλός. Έχω κι άλλες φωτογραφίες. Πάντα κοντά – κοντά οι δυο τους. Στα βράχια του νοσοκομείου, μπροστά στις καπναποθήκες που τότε ήταν ακρογιαλιά, εκεί που σήμερα είναι η Ερυθρού Σταυρού, στο κατάστρωμα του «Άρη», «Άρεως» σύμφωνα με τις τοπικές εφημερίδες της εποχής, του εκπαιδευτικού πλοίου ναυτικών δοκίμων του πολεμικού ναυτικού ύστερα από αγώνα πόλο με τους επίλεκτους της Καβάλας, και άλλες και άλλες…
Ύστερα από χρόνια ο Λευτέρης θα γράψει στον «Άγγελο των πρώτων ημερών» για τον πατέρα μου: «ο πατέρας του ποιητή σήμερα Κώστα Καναβούρη που έγραψε τον περίφημο στίχο ‘’οι φωτογραφίες γέμισαν σκιές’’ νομίζω ειδικά γι’ αυτό το βιβλίο». Και τώρα λείπει. Και οι φωτογραφίες γεμίζουν κι άλλες σκιές. Μεγάλος χρόνος, μικρός χρόνος. Μεγάλη ιστορία, μικρή ιστορία. Ανθρωπότητα, άνθρωπος. Ποιητικό αίτημα. Αν είσαι άξιος το εκφράζεις. Λευτέρης Ξανθόπουλος. Το είπε. Το είπε και το έκανε. Είχε όλες τις προϋποθέσεις εμποδίων ώστε να μην το πει, αλλά όχι. Επιμονή, επιλογή, επιμήκη επιλογή θα έλεγα κοιτάζοντας το πολύμορφο έργο του και επιμήκη θέληση. Γι’ αυτό μίλησε με την φωνή εκείνων που δεν μπόρεσαν να μιλήσουν. Και μίλησε με αγάπη. Όχι με την χαμέρπεια της έπαρσης.
Γιος προσφύγων. Όπως κι εγώ. Αναμέτρηση με την Ιστορία. Άκου από την μια μεριά την «Ελληνική κοινότητα Χαϊδελβέργης» του, τον πόνο και τον κρυμμένο χρόνο της που εκρήγνυται μέσα στο βλέμμα του Λευτέρη κι άκου από την άλλη αυτό το πελώριο ιστορικό γεγονός: την μεγάλη προσφυγιά των Γερμανόφωνων, που είναι ο καθ΄όλου χρόνος των ανθρώπων. Δεν φαίνεται, δεν υπάρχει, είναι.
Θέλω να πω ότι ο χρόνος που καίρια απασχολεί τον Λευτέρη Ξανθόπουλο σε όλο του το έργο μοιάζει να είναι ένας χρόνος που περνάει ανάμεσα από δύο φράσεις. Η μία είναι του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. «Η πληγή είναι πηγή» λέει ο Πεντζίκης για να ακουστεί ως αντίλαλος ο στίχος του Επαμεινώνδα Γονατά: «Υπομονή, θα πήξει το δάκρυ θα γίνει νησί». Πάνω σ’ ευτό το άδηλο νησί ταξίδεψε και φυσικά δεν θα σταματήσει να ταξιδεύει ο Λευτέρης, στις μέσα κι έξω προσφυγιές.
Κι όταν αγαπάς τις προσφυγιές τις περιλαμβάνεις στην σιωπή του βλέμματος που φτιάχνει την ιστορία του τρελού λαγού, την ιστορία του ποιητικού ανθρώπου. Σας έλεγα, ας πούμε, για την μεγάλη προσφυγιά των γερμανόφωνων. Πόσοι γνωρίζουμε αυτό το πελώριο δάκρυ της Ιστορίας; Δέκα εκατομμύρια Γερμανόφωνοι μετακινήθηκαν αναγκαστικά, ύστερα από συμφωνίες των μεγάλων δυνάμεων μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, προς την Γερμανία, από τις χώρες της Βαλτικής, την Πολωνία κυρίως και την Τσεχοσλοβακία. Εκατοντάδες χιλιάδες ίσως μέχρι 2 εκατομμύρια τα θύματα κατά την διάρκεια της μετακίνησης. Πολίτες β κατηγορίας στην Δυτική Γερμανία, Πολίτες, γ κατηγορίας στην Ανατολική. Βλέπετε, οι φωτογραφίες είναι πάντα γεμάτες σκιές. Η κίνηση της ιστορίας είναι γεμάτη σκιές. Την σκιά της Ιστορίας φωτογραφίζει ο Λευτέρης για να φτιάξει το φως. Την σκιά από τα φτερά ενός αγγέλου. Του αγγέλου των πρώτων ημερών. Στην Αγία Βαρβάρα, στα Καλαφατιά, στην Καβάλα, στην προσφυγιά.
Δεν είναι νοσταλγία, την κατάλληλη λέξη την βρήκα πρόσφατα – άλλωστε η λέξη νοσταλγία είναι κατασκευασμένη λέξη του ευρωπαϊκού λογιοτατισμού, ιδιαίτερα του γερμανικού, του 18-19 αιώνα, δεν υπάρχει στα ελληνικά,, εκεί υπάρχει ο νόστος – την βρήκα στο επίμετρο του μυθιστορήματος της Τζένης Έρπενμπεργκ «Ιστορία του γερασμένου παιδιού» και η κατάλληλη λέξη είναι «ostalgie». «Ost» στα γερμανικά θα πει ανατολή. Και «ostalgie» σημαίνει τον πόνο από την επιθυμία για επιστροφή σε μια «ανατολή», σε μια ανατολική Γερμανία, σε μια πατρίδα των παιδικών χρόνων, στην οποία έχει δικαίωμα ο καθένας η οποία όμως δεν υπάρχει. Είναι λοιπόν ο πόνος της αφαίρεσης του δικαιώματος επιστροφής. Όσοι μεγαλώσαμε με το αφήγημα μιας πατρίδας του κάποτε που δεν υπάρχει πια, το καταλαβαίνουμε. Και γι’ αυτό νιώθουμε το φτερούγισμα του Αγγέλου των πρώτων ημερών, τόσο δυνατά. Τίποτε άλλο δεν έχουμε παρά μονάχα τούτο το μαστορηλίκι να φτιάχνεις χρόνο με το τίποτα, εικόνα από σκιά και θάνατο από αγάπη. Είπα άγγελο και θυμήθηκα τον Γιώργη Παυλόπουλο που ήξερε τα «Αντικλείδια» του χαμού και μ’ αυτά μαστόρευε.
Γι αυτό στην μνήμη του Λευτέρη και για τον «Άγγελο των πρώτων ημερών», επιτρέψτε μου να σας διαβάσω το ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου «Οι μαστόροι»:
Ξυπνήσαμε ακούγοντας χτύπους απόμακρους βαθιά στο θόλο
Σαν κάτι να μαστόρευαν πολύ ψηλά στον Ουρανό.
Κάποιος έδειξε κατά τον ήλιο. Βλέπω είπε χρυσές σκαλωσιές
τους βλέπω είπε ν’ αλφαδιάζουν και να καρφώνουν εκεί πάνω.
Εμείς ψάχναμε ολοένα μες στο φως μα τίποτε δεν φαινόταν
Τους χτύπους ακούγαμε μονάχα.
Ύστερα ένας ‘Άγγελος ήρθε στο πηγάδι μας, άρχισε
να βγάζει νερό.
Τα φτερά του γεμάτα γαλάζια λάσπη.
Χανότανε στα ύψη και πάλι ξαναγύριζε αμίλητος και σοβαρός
Κι όλη μέρα ανέβαζε νερό να ξεδιψάν εκεί πάνω.
Δουλεύουν και διψάνε είπαμε όπως κι εμείς εδώ κάτω.
Σαν βράδιασε ρίξανε το σκοινί. Κανένας δεν κατέβηκε.
Από την άκρη του έσταζε στο χώμα λίγο αίμα.
Και ποτέ δεν μάθαμε μήτε ρωτήσαμε ποτέ
τι απογίναν οι μαστόροι.
Και ούτε που θα ρωτήσουμε ποτέ Λευτέρη.
Μένουμε με την ελπίδα, επειδή στην πόλη μας ο ήλιος ανατέλλει από το μέρος των νεκρών, ένας δρόμος φορτωμένος με ναπάλμ, όπως θα έλεγαν και οι «Χειμερινοί Κολυμβητές», μένουμε με την ελπίδα ότι η λύπη δεν είπε ακόμα την τελευταία της λέξη κι ούτε θα την πει. Και ότι «Ostalgie», ο πόνος για την ανατολή, είναι ο νόστος για την καινούργια μέρα. Απώλεια κι ελπίδα. Καινούργιοι ποιητές γεννιούνται Λευτέρη. Σήκωσε το κεφάλι σου. Καληνύχτα. Απόψε θα ‘χουμε καλή βραδιά για «Περιπέτειες πλανόδιου σωματοφύλακα ονείρων». Και όπως είπεστην καταληκτική του φράση ο πρίγκιπας Άμλετ, αυτός ο πρόγονος του πρίγκιπα Μίσκιν που μαζί φτιάχνουν την εικόνα της ανθρώπινης κατάστασης: «Therestissilence».



Δεν υπάρχουν σχόλια: