Τζόναθαν Κόου,
Μέση Αγγλία
Μετάφραση: Άλκηστις Τριμπέρη
Εκδόσεις Πόλις
Αθήνα, 2019)
Μέση Αγγλία
Μετάφραση: Άλκηστις Τριμπέρη
Εκδόσεις Πόλις
Αθήνα, 2019)
Το βιβλίο «Μέση Αγγλία» του Τζόναθαν Κόου (Μπέρμινγκχαμ, 1961- ) για πολλούς κριτικούς είναι πιθανότατα το καλύτερο μυθιστόρημα του συγγραφέα που καταφέρεται εναντίον της γνωστής συντηρητικής πολιτικής της Μάργκαρετ Θάτσερ. Δύο από τα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα, τουτέστιν «Η λέσχη των τιποτένιων» (The Rotters’ Club, 2001), και «Ο κλειστός κύκλος» (The Closed Circle, 2004), και για όσους ενέσκηψαν σε αυτά, αφορούν τον Μπέντζαμιν Τρότερ, τους φίλους και την οικογένειά του και, φυσικά, ασχολούνται με τα πολλαπλά και αρκούντως κρίσιμα πολιτικά ζητήματα, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το πρώτο, και στην ιδιαίτερη περίπτωση του Τόνυ Μπλερ, το δεύτερο. Στην προκειμένη περίπτωση, η «Μέση Αγγλία» αφηγείται την ιστορία του Τρότερ και του περιβάλλοντός του και τους τοποθετεί από χρονολογικής σκοπιάς στη δεκαετία του 2010, από τον Απρίλιο συγκεκριμένα του 2010, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2018, μαζί με άφθονες πολιτικές σάτιρες και ανάλογους δηκτικούς κοινωνικούς σχολιασμούς. Ο Άγγλος συγγραφέας λαμβάνει ως σταθερή βάση και σημείο εκκίνησης το
γεγονός ότι η χώρα του, η Αγγλία, ή καλύτερα το Ηνωμένο Βασίλειο, είναι ποικιλοτρόπως διχασμένο. Υπάρχει, εν πρώτοις, το χάσμα μεταξύ των προνομιούχων και των μη εχόντων και απλών βιοπαλαιστών. Στον διάλογο μεταξύ του Νταγκ και του Νάϊτζελ, ο πρώτος σχολιάζει πως «… αυτό που συνέβη την προηγούμενη εβδομάδα, αποκάλυψε ότι ένα απίστευτο ρήγμα διατρέχει την βρεττανική κοινωνία…», αναφερόμενος στις γνωστές ταραχές του 2011. Το δεύτερο χάσμα, είναι το γνωστό και διαχρονικό χάσμα των γενεών, το οποίο παρατηρείται σε κάθε χώρα του κόσμου και βεβαίως από αμνημονεύτων χρόνων. Ο πλέον πρόσφατος διχασμός στα εσώτερα σπλάχνα της βρεττανικής κοινωνίας είναι εκείνοι που ψήφισαν υπέρ της εξόδου της χώρας τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και εκείνοι που ήταν υπέρ της παραμονής σε αυτή. Οι οπαδοί του Brexit (Brexiters) συχνά υποστηρίζουν και είναι ένθερμοι οπαδοί εκείνου που ο Κόου αποκαλεί Βαθιά Αγγλία (Deep England), δηλαδή εκείνους που επιστρέφουν σε μια φανταστική Αγγλία που δεν υπήρξε ποτέ ή, τουλάχιστον, υπήρξε μόνο μερικώς. Αυτοί οι άνθρωποι συνήθως αντιτίθενται στη μετανάστευση και κυρίως τον ερχομό και εγκατάσταση των μεταναστών στη χώρα τους. Ένας από τους μεγαλύτερους, ηλικιακά, χαρακτήρες αυτού του βιβλίου έχει μια Λιθουανή καθαρίστρια, την Γκρέτε, η οποία είναι πολύ χρήσιμη σε αυτή ποικιλοτρόπως πέρα από τα βασικά της καθήκοντα, αλλά ταυτόχρονα περιφρονείται εμφανώς και προκλητικά από την ηλικιωμένη γυναίκα. Ο ρατσισμός, η ομοφοβία, και όλες οι παρόμοιες ιδέες είναι γενικά μέρος αυτού του διαχωρισμού. Αυτό το χάσμα αλληλεπικαλύπτεται εμφανώς με το χάσμα των γενεών και συγκεκριμένα με τους νεότερους να τείνουν να ευνοούν την παραμονή στην Ε.Ε., και τους ηλικιωμένους να προτιμούν το Brexit, και να είναι πιο ρατσιστικοί, ομοφοβικοί, κ.λ.π. Ο Κόου φέρνει υπέροχα όλες αυτές τις πολιτιστικές διαφορές στο βιβλίο, δείχνοντάς τες μέσα από τους ποικίλους χαρακτήρες του και σατιρίζοντας με πολλούς τρόπους στους απαραίτητους διαλόγους. Έχουμε, λοιπόν, Brexiters και μη, ηλικιωμένους και νέους, φτασμένους επαγγελματικά και απλούς και καθημερινούς ανθρώπινους χαρακτήρες.
Η πλοκή του ογκώδους μυθιστορήματος ακολουθεί τον Μπέντζαμιν Τρότερ και την οικογένειά του. Ο Μπέντζαμιν είχε ερωτευτεί την Σίσιλι, την έχασε κάποια στιγμή, την ξαναβρήκε και την έχασε ξανά και οριστικά. Ισχυρίζεται ότι δεν νοιάζεται που τώρα ζει μόνος στην εξοχή, και μεταξύ των άλλων, γράφει το μεγάλο του έργο που αφορά τη ζωή του και, συγκεκριμένα, τη μακριά σχέση του με τη Σίσιλι Μπόιντ, δεκαετίες για την ακρίβεια, η οποία συνοδεύεται και διανθίζεται κατάλληλα από μια μεγάλη μουσική παρέα. Κάποια στιγμή δέχεται βοήθεια για να επαναφέρει το όλο εκτεταμένο του συνοθύλευμα σε μια διαχειρίσιμη, και το σπουδαιότερο σε μια επιθυμητή και δημοσιεύσιμη φόρμα, όπως έγινε πραγματικότητα αργότερα με τον τίτλο «Ένα τριαντάφυλλο χωρίς αγκάθι». Υπάρχει, επίσης, ένας άλλος συγγραφέας. Είναι ο Λάϊονελ Χάμσαϊρ, ο οποίος σατιρίζεται άγρια. Είναι τεμπέλης, άπληστος, ευκαιριακός και, προφανώς, δεν είναι πολύ καλός συγγραφέας. Ακολουθούμε την οικογένεια του Μπέντζαμιν Τρότερ, ιδίως τη Σόφι, την ανιψιά του, ιστορικό τέχνης και λέκτορα, που παρουσιάζεται κουρασμένη από τις σχέσεις της με τους πνευματώδεις άντρες και που συναντά δύο φορές τον Λάϊονελ Χάμσαϊρ και τον Κόλιν, τον ογδόντα δύο ετών ηλικιωμένο, του οποίου η σύζυγος Σίλα, η μητέρα του Μπέντζαμιν, πεθαίνει στην αρχή του βιβλίου. Ακολουθούμε επίσης τους φίλους και γνωστούς του, συμπεριλαμβανομένου του παλιού φίλου του, Φίλιπ Τσέϊς, ο οποίος έχει γίνει εκδότης και τον Νταγκ, του οποίου η κόρη, Κοριάντερ, γίνεται κύρια εκπρόσωπος της γενιάς των «Snowflake» σε αυτό το μυθιστόρημα, όπως αυτή είναι ευρύτερα γνωστή στη Μεγάλη Βρεττανία. Το «Snowflake», συγκεκριμένα, είναι ένας υποτιμητικός όρος της δεκαετίας του 2010 για ένα άτομο, υπονοώντας ότι έχει μια υπερβολική αίσθηση μοναδικότητας, μια αδικαιολόγητη αίσθηση δικαιώματος ή είναι υπερβολικά συναισθηματικό, προσβάλλεται εύκολα και δεν μπορεί να αντιμετωπίσει με ηρεμία τις αντίθετες απόψεις που προβάλλονται στις συζητήσεις του. Ενώ η πλοκή δρομολογεί και οδηγεί τις πολυποίκιλες ιστορίες του βιβλίου, είναι τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα εκείνα που κάνουν το μυθιστόρημα ενδιαφέρον για έναν αναγνώστη, είτε είναι γνώστης είτε όχι του έργου του Κόου. Ο Νταγκ, για παράδειγμα, είναι γνωστός και έμπειρος δημοσιογράφος και δημιουργεί μια φιλική και επαγγελματική σχέση με έναν νεαρό πολιτικό, τον Νάϊτζελ, στο γραφείο Τύπου του Ντέιβιντ Κάμερον στην πασίγνωστη Ντάουνινγκ Στριτ, στο κέντρο του Λονδίνου. Ο συγγραφέας δείχνει την σχετική επιπολαιότητα της κυβέρνησης του Κάμερον, καθώς ο Νάϊτζελ ξεφεύγει από κάθε παγίδα που του βάζει εντέχνως ο Νταγκ, και, όπως και ο πολιτικός του προϊστάμενος, παρουσιάζει έναν εαυτό εκτός επαφής με τους απλούς ανθρώπους της χώρας του. Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, η πλειονότητα της μητροπολιτικής ελίτ φαίνεται να είναι εκτός επαφής με την πραγματικότητα, όπως έδειξε, άλλωστε, και η ψηφοφορία για το περιβόητο Brexit που συντάραξε για αρκετό χρονικό διάστημα την αγγλική κοινωνία πολλαπλώς. Ο Κόου χρησιμοποιεί συγκεκριμένες ημερομηνίες και συμβάντα που σχετίζονται με όσα διαδραματίζονται μέσα σε όλο το βιβλίο και τα οποία επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στην αγγλική πολιτική σκηνή. Ωστόσο, όμως, όλα επιστρέφουν στις διάφορες έννοιες του δημιουργηθέντος χάσματος και του κοινωνικού διαχωρισμού. Υπάρχει διάχυτη η αίσθηση της υποδόριας αδικίας που σιγόβραζε για καιρό, η δυσαρέσκεια και πικρία για ένα οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο που τοποθετεί τον εαυτό του μακρυά από τους απλούς ανθρώπους, η ήσυχη οργή μιας μεσαίας τάξης που είχε συνηθίσει στην επανάπαυση και στην ευημερία και τώρα παρατηρεί πως όλα αυτά γλιστρούν και απομακρύνονται από κοντά της. «…Πριν από χρόνια, ένοιωθαν πλούσιοι. Τώρα νιώθουν φτωχοί… ». Το βλέπουμε ακόμη και σε στίχους τραγουδιών, καθώς ο Μπέντζαμιν Τρότερ ακούει την Σίρλευ Κόλλινς να μουρμουρίζει «Αντίο, Παλιά Αγγλία, αντίο/Και αντίο σε μερικές εκατοντάδες λίρες/Αν ο κόσμος είχε τελειώσει όταν ήμουν νέος/Τις λύπες μου ποτέ δεν θα γνώριζα/ Κάποτε μπορούσα να πιώ τα καλύτερα/ Το καλύτερο μπράντι και το καλύτερο ρούμι/ Τώρα είμαι ευχαριστημένος με ένα ποτήρι νερό από την πηγή/Που ρέει μέσα από τις πόλεις…».
Ωστόσο, όπως λέει ένας από τους χαρακτήρες του βιβλίου, όλα άλλαξαν στη Μεγάλη Βρεττανία τον Μάιο του 1979, τον μήνα δηλαδή που έγινε πρωθυπουργός η ιστορική μορφή της Μάργκαρετ Θάτσερ. Ο Λάϊονελ Χάμσαϊρ έχει μια συζήτηση με έναν Γάλλο μυθιστοριογράφο στην οποία αμφότεροι συμφωνούν ότι οι Βρεττανοί είναι μετριόφρονες και συντηρητικοί ως πολίτες, αλλά ο Κόου χωρίς να σχολιάσει άμεσα αυτό το σημείο, δείχνει επιδέξια ότι η περίφημη βρεττανική μετριοπάθεια εξαφανίζεται γρήγορα, μια διαδικασία στην οποία συμβάλλουν ο ρατσισμός, οι κοινωνικές ταραχές, η αντίθεση στην όποια μετανάστευση στη χώρα τους, καθώς και ο αγγλικός εθνικισμός, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο της ιδέας ότι η πολυθρυλούμενη βρεττανική μετριοπάθεια να αποτελούσε πιθανότατα μέρος μιας Αγγλίας που ίσως δεν υπήρξε ποτέ.
Το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε τον Νοέμβριο του 2018. Ο Κόου μας μεταφέρει μαζί του μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2018, στις διαπραγματεύσεις για το Brexit, αλλά πριν από αυτό. Δεν αφήνει τον εαυτό του να παρασυρθεί στα πρόσφατα γεγονότα σχετικά με την απομάκρυνση της χώρας του από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως το ιρλανδικό εμπόδιο και άλλες γνωστές και περίπλοκες συζητήσεις που αφορούσαν το συγκεκριμένο κι επίμαχο ζήτημα. Εάν υπάρχει ένα σύνθημα για αυτό το βιβλίο, είναι το σχόλιο του Μπέντζαμιν Τρότερ προς το τέλος του βιβλίου, όπου εκφράζεται ελεύθερα και ανοιχτά, λέγοντας «γαμήστε το Brexit»! Το καλύτερο σχόλιο προέρχεται από έναν πολιτικό του περιβάλλοντος του Άγγλου πρωθυπουργού, όταν έλεγε πως η Βρεττανία βρίσκεται σε ένα σημείο καμπής, στο μάτι του κυκλώνα, «…σε μια σεισμική διαδικασία όπου οι τεκτονικές πλάκες της εθνικής της ιστορίας μετατοπίζονται με έναν τρόπο που θα φέρει αλλαγές…». Και συνεχίζει, κάπου αλλού και πιο παραστατικά, «… Την έχουμε γαμήσει ολοκληρωτικά και ανεπανόρθωτα. Επικρατεί ένα χάος. Όλοι τρέχουν πανικόβλητοι σαν αποκεφαλισμένα κοτόπουλα. Κανείς δεν έχει την παραμικρή ιδέα τι να κάνει. Την έχουμε γαμήσει πολύ, μα πάρα πολύ άσχημα… Όλοι τσακώνονται ασταμάτητα. Φωνάζουν στους αλλοδαπούς στο δρόμο. Τους επιτίθενται στα λεωφορεία και τους λένε να πάνε από εκεί που ήρθαν. Όσοι δεν συμμορφώνονται αποκαλούνται προδότες και εχθροί του λαού… Ο Κάμερον διέλυσε τη χώρα… και το έβαλε στα πόδια…». Πολλοί βεβαίως συμφωνούν και άλλοι διαφωνούν με αυτό το σχόλιο ενός κύριου χαρακτήρα του μυθιστορήματος. Ανεξάρτητα πάντως από όλα αυτά, οι ιστορίες των χαρακτήρων που διαβάζουμε, είναι σε γενικές γραμμές καλά γραμμένες, ενδιαφέρουσες και συνδέονται χωρίς να κυριαρχούνται απολύτως από το πολιτικό περιβάλλον της αγγλικής πραγματικότητας, ούτε και περιορίζονται φυσικά στο πολυσυζητημένο πρόβλημα του Brexit, «το πιο θλιβερό, διχαστικό, υποκριτικό γεγονός» για κάποιους, μέσα στο οποίο περιλαμβάνονταν η εθνική κυριαρχία, η ανεξέλεγκτη μετανάστευση, ο αυστηρός έλεγχος των συνόρων, και όλες οι γνωστές και χιλιοειπωμένες συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εδώ βρίσκουμε ξανά τους κύριους χαρακτήρες των προηγούμενων βιβλίων του Κόου και φυσικά την περαιτέρω συνάντησή τους με άλλους ανθρώπους, όπως φυσικά και με τον παντοδύναμο χρόνο. Η «νεκροψία» του τελευταίου από τον Τζόναθαν Κόου, επιτελείται αργά και παραστατικά στα μάτια του υπομονετικού αναγνώστη του πολυσέλιδου βιβλίου, φτάνοντας σχεδόν μέχρι τα «χρόνια του νοσοκομείου» των κύριων χαρακτήρων του!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου