1.8.20

Μιχάλης Ζ. Κοπιδάκης, «Μονώτης και ευόμιλος» / “Μνήμη Μάνου Ελευθερίου”, 2020 (έκδοση εκτός εμπορίου)

Δύο χρόνια από τον θάνατο του Μάνου Ελευθερίου. Το βιβλίο του Μιχάλη Ζ. Κοπιδάκη, «Μονώτης και ευόμιλος»- Μνήμη Μάνου Ελευθερίου, τυπώθηκε τον Φεβρουάριο του 2020 σε 100 αντίτυπα εκτός εμπορίου. Σήμερα στο ΠΟΙΕΙΝ παρουσιάζουμε ένα μέρος από τον Πρόλογό του. ` ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 
 Στην Λιλή μυροφόρου αναλαβούσαν τάξιν
 ` Ο Μάνος Ελευθερίου δεν ήταν θιασώτης ούτε του απολαυστικού ούτε του πρακτικού βίου παρά του θεωρητικού, και ως εκ τούτου επεδίωκε τη µοναξιά, που του επέτρεπε να συνέρχεται από την τύρβη του κόσμου, να μελετά, να συγγράφει και να φροντίζει τις συλλογές που είχε καταρτίσει µε πράγματα αμφισβητούμενης χρησιμότητας. Εξαφανιζόταν λοιπόν κατά διαστήματα από προσώπου γης, προφασιζόταν ασθένειες αδιάγνωστες και αναχωρούσε συχνά με συντροφιά την οξυμμένη φαντασία του σε πολυήμερα προσκυνηματικά ταξίδια σε τόπους αλαργινούς. Όλα αυτά τα
µηχανευόταν για να αποτραβηχθεί σε μια γωνιά του ερημητηρίου του με ένα βιβλίο ανοιχτό στο χέρι.΄Ετσι στάθηκε εφ’ όρου ζωής 0 τυπικός µονώτης και ιδιαστής. Από την άλλη οι επαγγελματικές και κοινωνικές υποχρεώσεις (επιμελητής εκδόσεων χαλκέντερος, συγγραφέας πολυγραφότατος και οργανικός διανοούμενος του ευρύτερου χώρου) τον ανάγκαζαν και να συναγελάζεται και να συνεργάζεται με ανθρώπους απαιτητικούς και αγχωμένους, όπως είναι κατά κανόνα οι συγγραφείς, οι εκδότες, οι καλλιτέχνες και οι δημοσιολόγοι et hoc genus omne. Σε αυτό το αγωνιστικό πεδίο ακολουθούσε κατά γράμμα τη συμβουλή που είχε δώσει στον εαυτό του ο στωικός φιλόσοφος και για κακή του τύχη αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (1, 6): εύόμιλος καί εύχαρις ού κατακόρως. Πάντως η πιο καλή καιη πιο γλυκιά του ώρα ήταν τα λιτά δείπνα που παρέθετε από καιρού εις καιρον σε απόμερα παραδοσιακά κουτουκάκια. Οι καλεσμένοι του, φίλοι και ομότεχνοι, ήσαν πάντοτε κατά τη σωτήρια σύσταση του φιλοσόφου της Κενιξβέργης πλείονες των Χαρίτων και ελάσσονες των Μουσών, σε απλά ελληνικά: πέντε με εφτά άτοµα. Σε αυτά λοιπόν τα ήδιστα λογόδειπνα ο ποιητής επέτρεπε στον εαυτό του να είναι πια κατακόρως ευόµιλος και εύχαρις, τουτέστιν κοινωνικός, γλυκύθυμος, ευτράπελος, αν θεωρήσουμε την ευτραπελία ως πεπαιδευμένη ύβρη. Η βραδιά άρχιζε με τη βροντώδη προσταγή του Μάνου «Κεφάλια μέτρα, κάπελα, και φέρνε μαστραπάδες». Ο κάπελας, που είχε δει και είχε δει πότες και συµπότες, καταλάβαινε με µια εταστική ματιά ότι ένας και μοναδικός μαστραπάς υπεραρκούσε. Φυσικά ημερήσια διάταξη δεν υπήρχε. Τα θέματα συζητήσεων τα πρόσφερε απλόχερα η καυτή επικαιρότητα. Στο τέλος όμως, τη μερίδα του λέοντος την κέρδιζε επαξίως η ποίηση, και μάλιστα στην πιο ευφρόσυνη µορφή της, την άνευ όρων παρωδία. Εµείς συνεισφέραμε τα ελάχιστα, δηλαδή όσα είχαμε απομνημονεύσει από τυχαία ακούσματα και διαβάσματα: «Άξιον εστί το αφίλητο στόμα», «Θεά μεγάλη τον τρελό η τρέλα προστατεύει», «Στην κουφάλα μιας ελιάς είδα µιαν κουφάλα κτλ». Ο οικοδεσπότης αντιθέτως κάρφωνε το ιοβόλο του κεντρί πρώτα στα δικά του δημιουργήματα: πόσες φορές δεν άλλαξε την ώρα αναχώρησης του τραίνου για την Κατερίνη! Πόσες φορές η Επιστολή από τον κύκλο Τραγούδια του αγώνα δεν άλλαξε το ψευδολόγο προοίμιό της! Μετά βέβαια ακολουθούσαν οι οβιδιακές μεταμορφώσεις της σεμνολόγου ποιήσεως.΄Υμνοι µεταμορφώνονταν σε παρακλαυσίθυρα, σπαραξικάρδια ελεγεία σε κωμικο- τραγικά ειδύλλια, άσματα υψιπετή σε ληρήματα. Ο Μάνος Ελευθερίου, ο αριστοτέχνης του a la maniere de. .., και γενικά της λεγόμενης «Δεύτερης γραφής», ήταν σε θέση εκεί επί τόπου, μεταξύ τυρού και αχλαδίου, να πραγματευθεί ταπεινά θέματα σε γλώσσα υψηλή και αντιστρόφως, να συρράψει κέντρωνες, να εκτυπώσει επακριβώς το ήθος και το ύφος οποιουδήποτε προτύπου, να μεταποιήσει σε εβδοµήνταδυό τύπους σαν τον Σώπατρο από την Πάφο περιπόρφυρα χωρία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Κεχηνότες μέναμε και από τις δεξιότητές του στη στιχουργική, στις οµοιοκατάληξίες, και στα στιχουργικά πάρεργα (Αλφαβητάρια, ακροστιχίδες, καλλιγραφήµατα). […] ` ****************************************************************************** Ο Μιχάλης Ζ. Κοπιδάκης γεννήθηκε το 1945. Σπούδασε κλασική φιλολονία στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Χαϊδελβέργης. Υπηρέτησε σε όλες τις βαθμίδες της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έως το 1997 και από το 1998 υπηρέτησε ως καθηγητής στο τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τώρα είναι ομότιμος Καθηνητής. Έχει γράψει: “Το Γ΄ βιβλίο των Μακκαβαίων και ο Αισχύλος” (1982)· “Αριάδνη. Σχόλια στον ερωτικό Σεφέρη” (1984)· “Γιώργος Σεφέρης και Μάρω. Αλληλογραφία” (επιμέλεια, 1986)· Λογγίνος, “Περί ύψους” (μετάφραση και σχόλια, 1990)· “Συμωνίδου, Ίαμβος κατά γυναικών” (1994)· “Οίνον επαινώ. Ανθολογία ποίησης για το κρασί” (1995)· “Ιστορία της ελληνικής γλώσσας” (σχεδιασμός και επιμέλεια, 1999)· “Εν λόγω ελληνικώ…” (2003) κ.ά. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα αφορούν τον Αισχύλο, τη μετάφραση των Εβδομήκοντα, την Καινή Διαθήκη (θρησκειολονικο υπόβαθρο, γλώσσα και ύφος), την ελληνόφωνη Ιουδαϊκή γραμματεία, την ιστορία της ελληνικής γλώσσας, την Κρητική διάλεκτο, τη νεοελληνική ποίηση και την ιστορία των Κρητικών επαναστάσεων.
http://www.poiein.gr/2020/07/22/%CE%BC-%CE%B6-%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%B9%CE%B4%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B5%CF%85%CF%8C%CE%BC%CE%B9%CE%BB%CE%BF%CF%82/?fbclid=IwAR3iQJeqTOQimp3F-ukbT_VZFIXySCFHUxc65utfR4YNGWY7kuyRX8y2eSY

Δεν υπάρχουν σχόλια: