5.8.20

Το αναπάντεχο βάρος της ταχυγραφίας

Νικήτας Σινιόσογλου
* Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Σπάνια βρίσκεις κριτικό που να τον αγάπησαν οι αναγνώστες του όπως έναν συγγραφέα αγαπημένο. Ποιος ανατρέχει σε αλλοτινές κριτικές τη εξαιρέσει φιλόμοχθων υποψηφίων διδακτόρων και –το πολύ πολύ– των άμεσα εμπλεκομένων; Ο κριτικογράφος που υφαρπάσσει τις δάφνες ενός συγγραφέα θυμίζει ηθοποιό που κλέβει την παράσταση, αλλά είναι φαινόμενο πιο ασυνήθιστο ακόμη. Αν το χειροκρότημα που λαβαίνει δεν είναι εξίσου ενθουσιώδες, φταίει πως μας βάζει σε υποψίες: Μήπως δεν κάνει «κριτική» ακριβώς; Ή μήπως πρόκειται για κριτική κατεξοχήν και δη του υψηλότερου είδους; Αλλωστε, ποτέ δεν έλειψαν οι θιασώτες της άποψης ότι η κριτική πρέπει να μιλάει τη
γλώσσα των καλλιτεχνών, όπως διακήρυξε κάποτε ένας γνωστός εκπρόσωπός της. Στον ανά χείρας τόμο ο Γιάννης Αστερής και ο Δημήτρης Καράμπελας ανθολογούν κριτικά κείμενα του πολυγραφότερου Ελληνα κριτικογράφου, ο οποίος τυχαίνει να είναι και ο πιο ιδιαίτερος. Στοχαστής και σπουδαίος δοκιμιογράφος (από το μονταινικό essais: δοκιμές, απόπειρες), ο Κωστής Παπαγιώργης (1947-2012) έγραψε βιβλία για τα ανθρώπινα πάθη και την «ανάποδη των ανθρώπων», τα οποία έχουν λίγα μέτρα να διανύσουν ακόμη για να θεωρηθούν κλασικά και με τη βούλα. Εκ πρώτης λοιπόν, θα νόμιζε κανείς πως η παπαγιωργική κριτικογραφία είναι ένα πάρεργο και αποφυάδα, ή έστω ένα έξεργο της δοκιμιογραφίας. Το μόνο που φαίνεται να συνδέει τον κριτικό Παπαγιώργη με τους περισσότερους εν Ελλάδι κριτικούς λογοτεχνίας είναι ότι υπήρξαν άπαντες σχεδόν αυτοχειροτόνητοι. Μόνον που δεν είναι ακριβώς έτσι. Σε μια μεστή και καλοζυγιασμένη εισαγωγή ο Δημήτρης Καράμπελας επισημαίνει ότι ο κριτικός Παπαγιώργης προηγείται του δοκιμιογράφου. Ο Παπαγιώργης εμφανίστηκε στα γράμματα ως ιδιαίτερα μαχητικός κριτικός την πενταετία 1975-1980 και ώς τον θάνατό του δημοσίευσε έναν τεράστιο όγκο επιφυλλίδων, σημειωμάτων «ταχυγραφίας» και αυτοσχέδιων στοχασμών που προέκυψαν συζητώντας βιβλία άλλων. Ποίοι οι άλλοι; Οι επιμελητές του τόμου κλήθηκαν να επιλέξουν ανάμεσα σε κείμενα που γράφτηκαν επ’ αφορμή βιβλίων εκκολαπτόμενων, δόκιμων ή βετεράνων λογοτεχνών (ετοιμάζεται ένας ακόμη τόμος που αφορά τους νεοέλληνες στοχαστές), συγγραφέων μισολησμονημένων (Ρόδης Ρούφος), ή πασίγνωστων (Ροΐδης). Κι όμως, το αποτέλεσμα δεν είναι διόλου άνισο ή ετερόκλητο, αλλά ένα βιβλίο συμπαγές και δεμένο σε βαθμό εντυπωσιακό. Προσοχή όμως: «αυτοσχέδιος στοχασμός» δεν θα πει πρόχειρος, όπως η ευχέρεια δεν σημαίνει ευκολία. Το ταλέντο και η ευφυΐα του Παπαγιώργη, η καλλιέργεια και το ύφος του γεννούν ταχυδακτυλουργικά σχεδόν δεξιοτεχνικούς αφορισμούς που συχνά θυμίζουν αρχαία γνωμολόγια («Ως γνωστόν, κάθε ευφυής άνθρωπος είναι λιγάκι άτυχος»), ενώ ανά δυο ή τρεις σελίδες πέφτει κανείς πάνω σε στοχασμούς που είναι αληθινά ωραίοι -καίριοι, στην ώρα τους-, καθώς τα βιβλία των άλλων δίνουν την αφορμή για κατοπτρισμούς του εαυτού, πολλοί εκ των οποίων θα είχαν θέση στα καλύτερα δοκίμια à la manière de Montaigne: «Πώς συμφιλιώνεται κανείς με τη φάτσα του; Πώς ερμηνεύει τις διαφορές του χαρακτήρα του έναντι των άλλων; Τι λογής νους είναι αυτός που τον στέλνει στα γράμματα ή στα πάθη ή στο κακό ή κατά διαβόλου; […] Ενα κοίταγμα στον καθρέφτη, για παράδειγμα, γεννά υποψίες που περνούν απαρατήρητες σαν τα πρόβατα στη σπηλιά του Πολύφημου. Ποιος είναι αυτός που καθρεφτίζεται;» Από την άποψη αυτή, η πλέον ενδιαφέρουσα πτυχή του Παπαγιώργη ως κριτικού είναι η απόκλισή του από την κριτική – αυτήν που βιαστικά ξεπετάει ένα κείμενο εντάσσοντάς το στη μια ή στην άλλη θεωρία για τη λογοτεχνία, ή το αναγάγει σε προειλημμένα καλούπια φιλολογικού, ιστορικού ή άλλου τύπου. Ο Παπαγιώργης ως κριτικός μοιάζει να έλκεται ακριβώς απ’ ό,τι δεν χωράει σε «περικείμενα», «συγκείμενα» και «αφηγηματικά υποκείμενα», αλλά συνιστά την ψυχή του έργου, όπως κατοπτρίζεται στη δική του, απ’ ό,τι λοιπόν κάνει μοναδική κάθε αληθινά κριτική ανάγνωση ενός βιβλίου. Η σχολιογραφία του είναι η ανάποδη των περισσότερων κριτικών σημειωμάτων (κι ακόμη περισσότερο ενός δελτίου τύπου ή καλοφτιαγμένου οπισθόφυλλου), καθώς δεν πληροφορεί και δεν προτείνει ακριβώς, ούτε παρουσιάζει ή τάχα ερμηνεύει τα βιβλία, παρά διαλέγεται μαζί τους με μια σωκρατική άνεση που θυμίζει περισσότερο ημερολόγια ανάγνωσης. Αυτός είναι ο λόγος που –εν αντιθέσει με την πλειονότητα των κριτικών σημειωμάτων και το σύνολο των οπισθόφυλλων– τα προϊόντα τούτα «ταχυγραφίας» διαβάζονται για το γούστο που έχουν αφεαυτά, και πιθανότατα θα διαβάζονται ακόμη κι όταν πολλά από τα βιβλία στα οποία αναφέρονται θα έχουν χαθεί στην άβυσσο της εκδοτικής τύρβης. Φαίνεται πως η προσωπικότητα αντέχει πιο πολύ από τις ταλαντώσεις της λογοτεχνικής θεωρίας. Σε ό,τι αφορά την ποιότητα των κρίσεων καθεαυτή, ασφαλώς μπορεί κανείς να διαφωνήσει με τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες του Παπαγιώργη, αδιάφορος πάντως δεν θα μείνει ούτε ο επικριτής του. Τα δε σχόλια για το πεζογραφικό ύφος του Γιώργου Χειμωνά ή η σύγκριση Καζαντζάκη και Παπαδιαμάντη φτάνουν στο μεδούλι διανύοντας λίγες αράδες δρόμο, περίπτωση μοναδική συμπτυγμένου κριτικού λόγου. Κατά τα άλλα, όσοι αγαπούν τα βιβλία του Παπαγιώργη θα τον δουν κι εδώ να συναντά χαρακτήρες οικείους από το δοκιμιακό του έργο. Ο εξαστισμένος επαρχιώτης, ο φυγάνθρωπος κι ο μοναξιασμένος, ο αρχοντοξεπεσμένος Ρωμιός που τον λες και Γραικύλο, ο τύπος που καπαρώνει τη θέση του τιμητή για να κρύψει τη δική του ένδεια, ο μονήρης που η ελευθερία του είναι ευλογία και μαζί βάσανος, κι εκείνος που βρίσκει καταφύγιο στο γράψιμο για να μην αποτρελαθεί, εμφανίζονται και χάνονται ανάμεσα στις γραμμές θίγοντας εν παρόδω χρόνια ζητήματα των εντόπιων ηθών και της καταπτοημένης ανθρώπινης φύσης: «Αν το καλοσκεφτούμε, τίποτα στη ζωή δεν είναι ξεκάθαρο, φωταγωγημένο, αντίθετα χρωστάει το νόημά του σε αδιόρατους συμβιβασμούς, σε αδιευκρίνιστες συσχετίσεις που με τον καιρό ενδέχεται να λάβουν διαστάσεις αφόρητων παρεξηγήσεων. Ποτέ δεν ξέρουμε τι μέρα μας ξημερώνει, κατά συνέπεια μπορούμε να την φανταστούμε σαν παραμύθι ή σαν σωτήριο ξόρκι». 
Η μόνη ακριβής γνώση που υπάρχει, φαίνεται πως έλεγε ο Anatole France, είναι η γνώση του έτους έκδοσης και του σχήματος ενός βιβλίου. Πιθανόν το ανασκάλεμα όλων των άλλων να συνιστά την ένοχη απόλαυση της καλής κριτικής. 
 *Ο Ν. Σινιόσογλου είναι συγγραφέας ερευνητής στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών
https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/251647_anapanteho-baros-tis-tahygrafias

Δεν υπάρχουν σχόλια: