«Από τους ζωόμορφους θεούς της αιγυπτιακής θρησκείας και τις μεταμορφώσεις του Οβιδίου μέχρι την “αντίστροφη” γοργόνα του Μαγκρίτ […] και τον “Αστακό” του Λάνθιμου, ο άνθρωπος διεκδικεί μια όλο και πιο στενή σχέση με το ζώο που τον κατοικεί», γράφει, μεταξύ άλλων, η Μαρία Γιαγιάννου στο δοκίμιό της «Η σημασία του να είσαι ζώο: η θηριανθρωπία στις εικαστικές τέχνες». Το δοκίμιο αυτό έδωσε την πρώτη σπίθα στην συγγραφέα Έλενα Μαρούτσου για τους «Θηριόμορφους», το νέο της μυθιστόρημα, όπως σημειώνει η ίδια στις Ευχαριστίες του βιβλίου. Οι «Θηριόμορφοι» (Πόλις, 2020) κυκλοφορούν σε μία εξαιρετικά φροντισμένη έκδοση και θα
μπορούσαν να συστηθούν ως μία πρωτίστως αισθητηριακή εμπειρία. Όχι, όμως, μονάχα για τον προφανή λόγο. Δηλαδή τις πενήντα επιλεγμένες φωτογραφίες της Laura Makabresku που παρεμβάλλονται δυσοίωνα ερωτικές στις σελίδες του βιβλίου με πρωταγωνιστές θηρευτές και θηράματα, θύτες και θύματα σε πόζες καλλιτεχνικές κι εναρμονισμένες με την πλοκή της ιστορίας. Μιας ιστορίας για την πάσχουσα ευαισθησία με γυμνά σώματα, σαρκώδη τριαντάφυλλα, γάζες και ράμφη. ΄Η αλλιώς, μιας ιστορίας για το λείο μας τρίχωμα και τα βαθιά σημάδια του. Με το αισθητηριακό ερέθισμα να εμφανίζεται και να αποκωδικοποιείται χάρη στην κλίση της συγγραφέως προς – τη συχνά βαλλόμενη -ερωτογραφία. Η Μαρούτσου ως σύγχρονη γυναίκα δημιουργός προχωρά (και) με αυτό το βιβλίο της στην ενδοχώρα του ερωτικού λόγου, δοκιμάζοντας μία σταδιακή, προγραμματική σχεδόν ανακατεύθυνση της εγχώριας ερωτογραφίας. Μακριά από το “male gaze” και την ηδονοβλεψία του, όπως το επισήμανε το 1975 η θεωρητικός Laura Mulvey, όταν δημοσίευσε στο περιοδικό Screen το άρθρο «Οπτική απόλαυση και αφηγηματικός Κινηματογράφος». Πολύ συνοπτικά, η Mulvey αναλύοντας τους ασυνείδητους τρόπους με τους οποίους η πατριαρχική κοινωνία έχει δομήσει την φιλμική φόρμα κατέδειξε την επιβολή του «ανδρικού βλέμματος» που γινόταν αυτομάτως το βλέμμα της κάμερας και άρα το βλέμμα του κοινού. Με κυρίαρχη την ανδρική οπτική, η απόλαυση και η επιθυμία για τις γυναίκες ήταν εφικτές μόνο μέσα από την ανδρική ταύτιση και την αρρενοποίηση του γυναικείου βλέμματος. Με τη θηλυκή εμπειρία να βρίσκει με τα χρόνια -και τις διεκδικήσεις- τη θέση της πίσω, μπροστά και απέναντι από τον φακό στην τέχνη του σινεμά, μία ματιά από την κλειδαρότρυπα της ελληνικής πεζογραφίας μαρτυρά πως το ερωτογράφημα δεν έχει ακόμη αφεθεί στο «γυναικείο βλέμμα». Με ένα κοίταγμα από την κλειδαρότρυπα ανοίγει, πάντως, το μυθιστόρημά της η Μαρούτσου. Ο πρώτος ήρωας που γνωρίζουμε στους «Θηριόμορφους» είναι ο Σπύρος, ένας καθηγητής λογοτεχνίας που έχασε πρόσφατα την γυναίκα του, την Βέρα, και βρίσκεται μόνος σε ένα ξενοδοχείο της Κρακοβίας ως ομιλητής σε ένα συνέδριο για τον Ρομαντισμό. Εκεί οδηγούμενος από έναν επίμονο θόρυβο στον διάδρομο του ορόφου του, σκύβει και κοιτάζει από την κλειδαρότρυπα του διπλανού δωματίου. Βλέπει τη μέση μίας νεαρής γυναίκας και η ιστορία των «Θηριόμορφων» ξεκινά και κυριολεκτικά in medias res. Την αινιγματική αυτή γυναίκα, την Μαριάννα, θα την συναντήσει λίγο παρακάτω και η ιστορία του βιβλίου θα αρχίσει να εκτυλίσσεται και σε άλλους ρηματικούς χρόνους, πέρα από τις περίεργες συμπτώσεις του σήμερα. Οι αφηγήσεις των ηρώων οδηγούν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στην Ελλάδα για να φτάσουν χρόνια μετά στην Ιταλία, σε ένα μυθιστόρημα που αυτοσυστήνεται ως ιστορία εκδίκησης κι επανόρθωσης σχηματίζοντας στα τρία μέρη του ένα ιδιότυπο ερωτικό τρίγωνο, στο εσωτερικό του οποίου – για τους προσεχτικούς αναγνώστες- σχηματίζονται άλλα μικρότερα. Στο βιβλίο της Μαρούτσου οι συμβολικές μεταμορφώσεις των προσώπων σε κοράκι, περιστέρι, φίδι, λύκο, ελάφι, αλεπού ή και πεταλούδα εμφανίζονται άλλοτε δειλά και άλλοτε απειλητικά μέσα από διακειμενικές συστάδες τόσο πυκνές κι άγριες όσο τα ζωώδη ένστικτα. Εκεί διαπράττονται θηριωδίες ιδιωτικές και συλλογικές στο όνομα μίας προσωπικής, οικογενειακής διευθέτησης ή μίας μαζικής τελικής λύσης. Από τον πατέρα που αποφασίζει να «γιατρέψει» την ομοερωτική «απόκλιση» της κόρης ως το Άουσβιτς και τα 647 γραμμάρια στάχτης του ανθρωπίνου σώματος, στους «Θηριόμορφους» συναντάμε την κτηνωδία και την αποχαλίνωση των παρορμήσεων σε κάθε κλίμακα. Με γραφή ρέουσα, άλλοτε σκαμπρόζικη κι ανάλαφρα σαρκαστική και άλλοτε αναλυτική, η συγγραφέας ανατέμνει το φύλο και τη σεξουαλικότητα με όρους τραύματος και προβάρει κατοπτρικά αρκετές από τις πιθανές απαντήσεις στο περίφημο φροϋδικό Was will das Weib? – Τι θέλει το θήλυ; Ερώτηση που προσπάθησε να απαντήσει στο έργο του ο κατ’ εξοχήν ερωτογράφος και διπλά πρωτοπόρος – ως υπερρεαλιστής ποιητής και ψυχαναλυτής – Ανδρέας Εμπειρίκος. Στην «Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης», πεζογράφημα του 1944-1945 που πρωτοκυκλοφόρησε το 1998, θριαμβεύει όπως διαβάζουμε «η ακατανίκητη, φυσική σεξουαλικότητα των έμβιων όντων, που οδηγεί στην κατάργηση των διαφορών ανθρώπων και θηρίων». Κατάργηση που στον Εμπειρίκο πηγάζει από τον μύθο της Πασιφάης, γυναίκας του Βασιλιά Μίνωα της οποίας το σμίξιμο με έναν μεγαλόπρεπο ταύρο έφερε στον κόσμο τον Μινώταυρο. Αυτή η διάσταση της σφοδρής, ελευθεριακής, γυναικείας σεξουαλικότητας χωρομετρεί κι ορίζει τον τόπο στον οποίο μας μεταφέρει στο γραπτό του ο ποιητής. Πρόκειται για ένα ιπποδρόμιο όπου η νεαρή Ζεμφύρα, κόρη θηριοδαμαστή και θηριοδαμάστρια η ίδια, υποτάσσει θεατές και θηρία με το μαστίγιό της. Είναι μία γυναίκα που γίνεται φαλλική, συμπληρώνοντας «το χάσμα που είχε ανάμεσα στα σκέλη της άπαξ διά παντός με ένα μαστίγιο» όπως γράφει ο Εμπειρίκος. Μία αμείλικτη γόησσα που ποτέ δεν μπόρεσε να δεχθεί και να παραδεχθεί την «καταπίεσίν και την θέσιν της γυναίκας». Γι’ αυτό και ακολουθεί το επάγγελμα του πατέρα της ταυτιζόμενη μαζί του, «με το τελειότερον στα μάτια της εκπρόσωπον του κυρίαρχου φύλου, τον νικητή των λιονταριών». Η νεαρά θηριοδαμάστρια του Εμπειρίκου, όμως, «προφανώς ηδονίζουσα, προφανώς ηδονιζόμενη», απορρίπτοντας τους άλλους άνδρες και κρατώντας μια ξεχωριστή θέση για τον πατέρα της, υποκύπτει ερωτικά στο θηρίο που ως τώρα δάμαζε. Ως άλλη Πασιφάη έλκεται από τον λέοντα. Μ’ αυτό το έντονα ψυχαναλυτικό ερωτογράφημά του ο Εμπειρίκος μιλά για την κατάλυση των φραγμών αλλά και το ρόλο του πατέρα στην ανάπτυξη της γυναικείας σεξουαλικότητας, όπως παρατηρεί σε κείμενο του ο Σάββας Μιχαήλ στο περιοδικό «Διαβάζω» , τεύχος. 421. «Η Ζεμφύρα, γράφει, δεν ανακαλύπτει τις άπειρες δυνατότητες της θηλύτητάς της με την υπαγωγή στην κυρίαρχη συμβολική-κοινωνική τάξη της πατριαρχίας: στο τέλος θριαμβεύει όχι ο Νόμος του Πατρός αλλά το Μυστικό της Πασιφάης». Κι επιστρέφω στους «Θηριόμορφους», στο σημείο που με προέτρεψε να διαβάσω τα δύο αυτά βιβλία κάπως δημιουργικά και παράλληλα. Σημείο που δεν είναι άλλο από την επίδραση του πατέρα στην σεξουαλική έκφραση της κόρης. Τόσο στην «Ζεμφύρα» του Εμπειρίκου όσο και στους «Θηριόμορφους» της Μαρούτσου η πατρική φιγούρα υπάρχει ως τραύμα. Πρωταρχικό κι εσωτερικευμένο. Θέμα δύσκολο – συχνά σκοτεινό – που στην Μαρούτσου αγγίζει την σεξουαλική ταυτότητα και τον προσανατολισμό, αποτελώντας την άκρη του πλέγματος σε μία ιστορία με πολλά νήματα και πολλά πρόσωπα στην προαιώνια μάχη αρσενικού/θηλυκού. Η αληθινή -και με όρους ονοματολογίας ίσως- ηρωίδα της Μαρούτσου αποκαλύπτεται, άλλωστε, μονάχα μερικώς. Όπως το συνηθίζει η αλήθεια, ακόμα κι όταν πια έχουν συντελεστεί θαύματα και αγριότητες. Ακόμη κι όταν έχει κακοφορμίσει πια η πληγή ακριβώς στην καρδιά ή στην αναλυόμενη ψυχή, αν προτιμάτε. Γιατί «σεξουαλικά σημαίνει με την ψυχή μου», όπως υποστήριξε ο Boris Vian στα «Πορνογραφικά γραπτά». Θέση που μοιάζει αξιωματική αλλά ισχύει υπό προϋποθέσεις με τη γυναικεία σεξουαλικότητα και άρα τη γυναικεία ψυχή να παραμένουν σκανδαλωδώς ανεξερεύνητες λογοτεχνικά.
https://www.oanagnostis.gr/to-mystikon-tis-pasifais-tis-konstantinas-korryvanti/?fbclid=IwAR0nWjsg6MHvKAseZ2qPsH9RJRNy9QBpViXHiGeFuQZ_6gfjCsKViXZvbxU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου