14.8.20

Η Ακρόπολη, οι μαυροφόρες γυναίκες και οι κομψευόμενοι άντρες

Παρή Σπίνου
Οταν η μεγάλη Βρετανίδα συγγραφέας ερωτεύτηκε την Ελλάδα και κατέγραψε στα ημερολόγιά της εικόνες από την «άγρια αλλά πολιτισμένη και πανέμορφη χώρα όπου μπορείς να ζήσεις». Περιηγητές, ζωγράφοι, λογοτέχνες, συνθέτες, φωτογράφοι έχουν στο παρελθόν γονατίσει με δέος κάτω από την Ακρόπολη, καλλιεργώντας έναν μύθο διαχρονικό, πάνω στον οποίο πατούν σήμερα οι «βιομηχανίες» του τουρισμού και της διαφήμισης. Από τη γοητεία της δεν ξέφυγε ούτε η Βιρτζίνια Γουλφ, η μεγάλη Βρετανίδα συγγραφέας, η οποία επισκέφθηκε την Ελλάδα δύο φορές, το 1906, μόλις 24 ετών (ανύπαντρη, μαζί με τα αδέλφια της), και το 1932, στην εποχή της ωριμότητας (μαζί
με τον σύζυγό της, ενώ στην παρέα ήταν και ο γνωστός κριτικός Ρότζερ Φράι) και κατέγραψε στα ημερολόγιά της με λογοτεχνικό οίστρο, με ένα μοναδικό μείγμα ρομαντισμού και ρεαλισμού, σαγήνης, χιούμορ και κριτικής, εικόνες της χώρας μας που έχουν χαθεί. Οι Εκδόσεις Υψιλον κυκλοφορούν και πάλι το βιβλίο του 1996 με το ημερολόγιο και τα γράμματα της Γουλφ, ένα μοναδικό ντοκουμέντο που έχει τίτλο «Ελλάδα και Μάης μαζί!», με το εισαγωγικό κείμενο που είχε γράψει ο Αρης Μπερλής και τη μετάφραση της Μαρίας Τσάτσου. Στην εισαγωγή της η μεταφράστρια στέκεται ιδιαίτερα στο δεύτερο «προσκύνημα» της συγγραφέως της «Κυρίας Ντάλαγουεϊ» στην Ελλάδα, όπου μάλιστα, όπως επισημαίνει, συνταξίδεψε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο «επί του ατμοπλοίου Τέβερε, στις 18 Απριλίου 1932, όταν ο Βενιζέλος επέστρεφε από την Ελβετία, όπου είχε εκφωνήσει λόγο στην Κοινωνία των Εθνών». Η διαμονή της στην Αθήνα, στο ξενοδοχείο Ματζέστικ της οδού Σταδίου, συνδέεται με μια περίοδο που η Αθήνα βράζει στον πυρετό της κρίσης και της πολιτικής αντιπαράθεσης. Να λοιπόν τι γράφει στις 21 Απριλίου 1933 κοιτώντας τη θέα από το Ματζέστικ: «Ναι, αλλά τι μπορώ να πω για τον Παρθενώνα -ότι ήρθε να με βρει το φάντασμά μου, το κορίτσι των 23 ετών, με όλη τη ζωή μπροστά του’ αυτό κι ακόμη, ότι είναι πιο συμπαγής και μεγαλοπρεπής, πιο στιβαρός απ’ ό,τι θυμόμουνα. Οι κίτρινοι κίονες -πώς να το πω;- όλοι μαζί σαν σύνολο ακτινοβολούσαν εκεί πάνω στον βράχο, με φόντο τον πιο βίαιο ουρανό, χτυπητό ψυχρό γαλάζιο, κι ύστερα μαύρο του ανθρακίτη. Πλήθη περνούν φευγαλέα σαν ικέτες (πρόκειται για ελληνόπουλα που τα ‘φεραν με το σχολείο). Ο ναός σαν πλοίο δονείται, τεντώνεται, πλέει, αν και ακίνητος, διασχίζοντας τους αιώνες. Είναι μεγαλύτερος απ’ ό,τι θυμόμουνα, με μεγαλύτερη συνοχή. Ισως ξεθύμανε κάτι από τον νεανικό συναισθηματισμό που κάνει τα πράγματα μελαγχολικά. Τώρα που είμαι πενήντα (...) έχω γκρίζα μαλλιά κι η ζωή μου σχεδόν τέλειωσε, μ’ αρέσει υποθέτω ό,τι έχει ζωντάνια, το λουλούδισμα μπροστά στον θάνατο». Η εμβληματική συγγραφέας τριγυρίζει στην πρωτεύουσα, παρατηρεί και σχολιάζει με άγρυπνο μάτι. «Η Αθήνα μ’ αρέσει γύρω στις 7, όταν οι δρόμοι γεμίζουν από ένα βιαστικό και πολύβουο πλήθος, μαυροφόρες γυναίκες με λευκά πρόσωπα και γυναίκες με σάλια, και κομψευόμενοι μικροκαμωμένοι άντρες, που βγαίνουν το βράδυ με τις νυχτερίδες και τα δειλινά στις πολιτείες του Νότου, αρί λάλαγες». Κάνοντας μια στάση στο θέατρο του Διονύσου καταθέτει την άποψή της για τα γλυπτά του Παρθενώνα: «Κι αν 2.000 χρόνια έστησαν πάνω στη γη μερικά ελαφρά, ψεύτικα, γύψινα σπίτια, η θέα δεν έχει αλλοιωθεί -τίποτα το βαρύ και στέρεο και μόνιμο δεν έχει χτιστεί. Η φτώχεια και ο πόλεμος και η μιζέρια εμποδίσανε τον αφανισμό - εδώ και αλλού. Αλλά θα μπορούσε ν’ απαιτήσει κανείς περισσότερη φροντίδα και επίβλεψη, όχι λιγότερη. Σήμερα το απόγευμα κάτι χαμίνια βάλανε στο σημάδι μια μαρμάρινη ερειπωμένη αψίδα και της ρίχνανε πέτρες, που σημαίνει πως σε μερικά χρόνια η φθορά θα είναι ανεπανόρθωτη. Οι τάφοι είναι γεμάτοι τσουκνίδες, κονσερβοκούτια, βρομιές -διαλυμένοι, παρόλο που οι Ελληνες τους έφτιαξαν με τα ίδια τους τα χέρια-, ο τόπος είναι τόσο εξουθενωμένος που δεν μπορεί πια να διαφυλάξει τα συμφέροντά του - αναμφίβολα, με τη δικαιολογία αυτή ο Λόρδος Ελγιν έκλεψε τα αγάλματα του Παρθενώνα και τις κολόνες από τον τάφο του Αγαμέμνονα στις Μυκήνες». Η Βιρτζίνια Γουλφ δεν ξαναγύρισε στην Ελλάδα. Την ερωτεύτηκε όμως. «Είναι τρέλα να χάνει κανείς τα καλύτερά του χρόνια πασχίζοντας να πλουτίσει, όταν υπάρχει αυτή η άγρια αλλά πολιτισμένη και πανέμορφη χώρα όπου μπορείς να ζήσεις», γράφει. Και το πιο σημαντικό για εκείνη: «Μιλάει σαν άνθρωπος υγιής, που ξέρει να απολαμβάνει τη χαρά της ζωής και της φύσης, με ανεξάντλητο χιούμορ», όπως σημειώνει η Μαρία Τσάτσου. «Βυθίζεται στα σκοτεινά της βάθη με τη σιγουριά εξαιρετικής κολυμβήτριας, που ξέρει πότε και πώς πρέπει να βγει στην επιφάνεια. Το 1941, όταν βυθίστηκε στα παγωμένα νερά του ποταμού Ουζ για να μην αναδυθεί πια, είναι ακόμη μακριά».
https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/254353_i-akropoli-oi-mayrofores-gynaikes-kai-oi-kompseyomenoi-antres

Δεν υπάρχουν σχόλια: