Γράφει η Διώνη Δημητριάδου
Μυρσίνη Γκανά: «Εγώ έχω κι άλλα πράγματα που αγαπώ», εκδόσεις Μελάνι
Μετά από μια πρώτη επιτυχημένη ποιητική συλλογή, είναι αλήθεια ότι υπάρχει ενδιαφέρον για τη συνέχεια, ώστε να φανεί η διαμόρφωση του ποιητικού τοπίου, η εξέλιξη του ποιητικού λόγου, η μορφή αλλά και η θεματική – στοιχείο της ποιητικής που θα έπρεπε να ενδιαφέρει ίσως περισσότερο ανάμεσα στα υπόλοιπα που απασχολούν μια κριτική προσέγγιση της ποίησης. Κυρίως μέσα από τη θεματική των ποιημάτων ανιχνεύεται και η στάση του δημιουργού απέναντι στο ποιητικό πρόβλημα· γιατί πρόβλημα στην ουσία συνιστά η όποια ενασχόληση με το απαιτητικό αυτό είδος λόγου, αρχικά ως προβαλλόμενο και εκτεθειμένο εσωτερικό τοπίο, αλλά και ως προβληματική συχνά καταπόνηση των στίχων.
Η Μυρσίνη Γκανά τρία χρόνια μετά την πρώτη της εμφάνιση στην ποίηση (χρονικό διάστημα αξιοπρόσεκτο, καθώς δεν δηλώνει βιασύνη) παρουσιάζει τη δεύτερη συλλογή της. Κι αν στην πρώτη είχε επιλέξει να μιλήσει για τα «μέρη» που διαμορφώνουν την οπτική απέναντι στον κόσμο, τώρα δείχνει πιο ικανή να αποκαλύψει πιο εσωτερικούς τόπους, με μια ιδιαίτερη ευαισθησία και με λέξεις περισσότερο βέβαιες στις σημασίες τους. Σαν να φτιάχνει –το δηλώνει άλλωστε και η ίδια– ένα προσωπικό λεξιλόγιο:
[…]
Κι έτσι μοιάζει λογικό
με άλματα παράλογα
να φτιάχνεις λεξιλόγιο προσωπικό,
αυθαίρετα να συνδέεις
λέξει και έννοιες,
όπως ας πούμε,
κοπετός, που μέσα μου
ξορκίζει τον ορισμό του λεξικού,
θρήνος, οδυρμός, κλάμα βαθύ,
και φέρνει μονάχα στο μυαλό
βροχή πυκνή, καταρρακτώδη,
που καθαρίζει και σαρώνει…
Ίσως η ώριμη ποίηση να έχει την αρχή της σ’ αυτή τη συνειδητοποίηση, πως μπορείς να μιλήσεις τώρα με τους δικούς σου όρους δημιουργώντας το προσωπικό ύφος και τους δικούς σου κώδικες, αναγνωρίσιμους από τους αποδέκτες. Η μετατροπή των εννοιών, ώστε οι λέξεις να αντιστοιχούν στα εσωτερικά σημαινόμενα και να μεταφέρουν σε ικανό βαθμό το ελάχιστο ουσιώδες που αξίζει να ειπωθεί. Γιατί αυτό μονάχα αποτυπώνει ο ποιητικός λόγος – όλα τα περιττά δεν χωρούν στο σώμα των ποιημάτων.
Η Μυρσίνη μετέφρασε (καθόσον και ικανή μεταφράστρια) πρόσφατα την ποίηση της Άλις Όσβαλντ («Μνημείο πεσόντων»), έργο που όπως δήλωσε η ίδια την έκανε να δει με άλλο μάτι την ποίηση, να διακρίνει πιο καθαρά το ουσιώδες και αξιομνημόνευτο, όπως η Όσβαλντ εστίασε από την Ιλιάδα στους πεσόντες του πολέμου, στις αφανείς (και συχνά μοναχικές) θυσίες μέσα στον παραλογισμό της βίας, αυτές που μόνο σε μια αράδα φιλοξενήθηκαν στο ομηρικό κείμενο. Εμφανής στη νέα της ποιητική συλλογή η απόρριψη του περιττού μέσα από τα ολιγόστιχα ποιήματα και κυρίως μέσα από τα συνοδευτικά χαϊκού (όλα αντιστοιχούν στα πιο μεγάλα ποιήματα), που συμπυκνώνουν στο ακόμη μικρότερο σώμα τους την ουσία της προβαλλόμενης εικόνας· αξίζει να επισημανθεί η εικονοπλαστική δύναμη των στίχων της Γκανά.
Με ποιήματα που διανύουν τη μικρή διαδρομή που χωρίζει το ιδιωτικό τοπίο από το ευρύτερο κοινωνικό, η ποιήτρια αποτυπώνει σκηνές και σκέψεις, όπως προκύπτουν από την επεξεργασία προσωπικών της πραγμάτων αλλά και από την παρατήρηση των εικόνων που στιγματίζουν την εποχή με το απάνθρωπο πρόσωπο, το παραπλανητικά και φαινομενικά μόνον ελεητικό. Η ποίηση αποδεικνύεται ικανή να συνδέσει τους δύο χώρους μέσα από ειλικρινή λόγο ιδιαίτερης ευαισθησίας. Το ατομικό ανοίγεται στο ευρύ τοπίο του πάσχοντος κόσμου και το εσωκλείει ως προσωπικό δυνάμει πάθος.
Ποιος σκέφτεται να πει μικρές
τις ώρες αυτές που τις περνάς
κάτω από σκεπάσματα βαριά
με λέξεις πλεγμένες στα μαλλιά
και το μυαλό ανοιχτό προς το σκοτάδι
που ορμάει παντού
σαν άσκηση διαλογισμού…
Στίχοι όπως αυτοί δεν αφορούν μόνον τον ιδιωτικό χώρο· ανοίγουν τον ορίζοντα. Και τότε το ποίημα ανασαίνει.
Δεν γίνεται να μείνουν ασχολίαστα δύο ποιήματα σε ευθεία αναφορά με το δημιουργικό έργο της ποιήτριας, που αναπόφευκτα συγκρίνονται με ένα ανάλογο από την προηγούμενη συλλογή της («Τα πέρα μέρη», Μελάνι 2017). Το παλαιότερο πρώτα:
Πού βρίσκεται η πηγή της ποίησης;
Πρέπει ν’ ανέβεις; Να κατέβεις;
Να σκάψεις λάσπη, χώμα, θάλασσες;
Ν’ ανοίξεις στο βουνό το μέσα
σήραγγες;
[…]
Ή μήπως να κάνεις τη ζωή σου
όπως όπως
έτσι κι έτσι
φυσώντας πού και πού μ’ ένα καλάμι
τη θράκα για να μη σβήσει εντελώς
ώσπου να βράσει το νερό
ν’ αρχίσουνε να σκάνε φυσαλίδες;
Ερωτήματα έθετε τότε η ποιήτρια, απαλλαγμένη από την αλαζονεία και τον εγωκεντρισμό και πρότεινε τότε τον λόγο της προς έρευνα και πιθανή αναίρεση. Πώς άραγε εξελίχθηκε η θέαση της ποίησης μέσα στον χρόνο; Στο πρόσφατο ποίημά της γράφει:
Το ποίημα δεν είναι
προσευχή·
είναι δήλωση πίστης
σε όσα αναπνέουν
και πάλλονται…
Σαφής δήλωση για το διαρκώς ανανεούμενο ποιητικό τοπίο, πέρα από εμμονικές προσηλώσεις ή, ακόμη χειρότερα, από υπερφίαλες αυτοεπαληθεύσεις τελειότητας. Και στο ίδιο μοτίβο, στο επόμενο ποίημα θα πει:
[…] σκάβω θεμέλια, θα δεις,
μια μέρα θα ξεδιπλωθεί
από το κλειδωμένο στήθος μου
και θ’ ανεμίσει ξέφρενα
αστράφτοντας
ο εθνικός μου ύμνος.
Καθόλου τυχαία η επιλογή να είναι αυτό το ποίημα με το οποίο ολοκληρώνει τη συλλογή της. Μαζί με όσα μέσα του λειτουργούν ως σημαινόμενα για τον αναγνώστη, δεν παύει να είναι μια υπόσχεση ποιητικής συνέχειας στην ίδια διαδρομή. Βαθιές οι ρίζες που ζητούν τον σεβασμό στη δική τους φωνή, όπως αυτή θα διαμορφώνεται εμπλουτισμένη από τα ίχνη τα τωρινά της ποιήτριας, με το προσωπικό ήθος να χαρακτηρίζει την ενδιαφέρουσα γραφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου