18.8.20

Τόλης Νικηφόρου, Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς ―Η κρίση του βιβλίου

Γράφει η Δέσποινα Καϊτατζζή-Χουλιούμη*
«Τουλάχιστον όμως αγάπησα. Αγάπησα και έδωσα την ψυχή μου. Ας είναι αυτή η αγάπη ένα πράσινο φύλλο δέντρου στον άνεμο της αιώνιας λήθης.»
Ο Τόλης Νικηφόρου είναι ένας από του πολυγραφότατους, πολυβραβευμένους και σημαντικούς  ποιητές. Όσο τον γνωρίζει κανείς ως πρόσωπο και ως δημιουργό αντιλαμβάνεται την διάχυτη ποίηση τόσο στο ποιητικό και πεζό έργο του όσο και στην στάση ζωής του και οι συνειρμοί εύκολα πάνε στο
λόγια του Γιώργου Χειμωνά: «Η ουσία της ποίησης του ποιητή είναι στην ίδια του τη ζωή, όχι στην ποίησή του», Γιώργος Χειμωνάς,1990,[1]. Ο Τόλης Νικηφόρου, όντας ο εαυτός του ανά πάσα στιγμή, ποιεί πρωτίστως με την αγάπη του προς τη ποίηση της ζωής κι αυτό φαίνεται να τον ωθεί κυρίως στην ποιητική δημιουργία και στη συγγραφή. Ίσως γι’ αυτό ο αυθεντικός λόγος και η ποίησή του αναβλύζουν ζωογόνο, ερωτικό φως. Το επιβεβαιώνει και ο ίδιος άλλωστε σε συνέντευξή του, μέσα από το απόσπασμα που παραθέτω: «Γράφω λοιπόν για να τηρήσω μια εσωτερική εντολή και ελάχιστα αντιλαμβάνομαι το τι, το πώς και το γιατί. Πολλές φορές έχω την αίσθηση ότι απλώς καταχωρώ όσα μου υπαγορεύει ένας αόρατος υποβολέας. Γράφω για να απλώσω ένα χέρι, να ανάψω ένα φως. Γράφω γιατί αυτό είναι το χρέος μου κι ακόμη γράφω για να παρηγορηθώ, για να γεμίσω ένα τεράστιο χάσμα μέσα μου. Ένα κενό, μια απουσία που δεν γεμίζει όσα βιβλία κι αν γράψω, όση αγάπη κι αν δώσω, όση αγάπη κι αν μου δοθεί. Κι ακόμη γράφω γιατί είμαι ερωτευμένος με τη ζωή και μόνο έτσι μπορώ να νικήσω προσωρινά τον θάνατο.», Με ανοιχτά βιβλία [2]
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες για την ιδιότητά του ως αναγνώστης διατείνεται: «Θεωρώ τον εαυτό μου κυρίως αναγνώστη. Όπως γνωρίζετε, έχω τολμήσει την περιπέτεια της γραφής. αλλά πιστεύω πως αυτά που έχω διαβάσει είναι πολύ πιο σημαντικά απ’ αυτά που έχω γράψει. Γιατί κάποιος διαβάζει αυτά που του αρέσουν – ωστόσο γράφει όχι αυτά που θα ήθελε να γράψει, αλλά αυτά που είναι ικανός να γράψει.», Χόρχε Λουίς Μπόρχες, 2006 [3]
Ο Τόλης Νικηφόρο, στην τελευταία συλλογή διηγημάτων του με τίτλο: Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς, εκδόσεις Μανδραγόρας, μας μιλά για την ιδιότητά του ως αναγνώστης, την λατρεία του για το βιβλίο και τη δράση του στην ανάπτυξη της φιλαναγνωσίας. Διαβάζοντας τις αλεπουδίτσες του θα λέγαμε ότι πρώτα απ’ όλα θεωρεί τον εαυτό του έναν αθεράπευτο λάτρη του βιβλίου και της ανάγνωσης.
Μ’ αυτό το καλαίσθητο βιβλίο ο ποιητής Τόλης Νικηφόρου, ο Νέστορας της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, ο αιώνιος εραστής της ζωής και του έρωτα, της ποίησης και της ποίησης πέρα από την ποίηση, της ανάγνωσης και της γραφής μας αποκαλύπτει την εμονική αγάπη του για το βιβλίο και την ανάγνωση από την πρώτη νεανική ηλικία. Μια αγάπη που άρχισε από τα οικογενειακά και συγγενικά αναγνώσματα, απλώθηκε στην βιβλιοθήκη του Αμερικανικού κολεγίου Ανατόλια, όπου φοίτησε, όπως και σε  βιβλιοθήκες στους τόπους περιδιάβασής του και στη συνέχεια γιγαντώθηκε και εκφράστηκε μέσα από τη δημιουργία και τον συντονισμό Λεσχών ανάγνωσης σε πολλές βιβλιοθήκες του γενέθλιου τόπου, ώσπου έφτασε στην πρωτοποριακή και καινοτόμο δημιουργία της  Λέσχης της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς, της πρώτης λέσχης ανάγνωσης ποίησης που έχει ποτέ λειτουργήσει στον τόπο μας, απ’ όπου και ο τίτλος του βιβλίου. Αποτελεί επίσης τον τίτλο της πρώτης από τις δέκα πέντε αφηγήσεις που περιέχει το βιβλίο, στην οποία περιγράφεται μεταξύ άλλων το όλο εγχείρημα της λέσχης ανάγνωσης ποίησης στη στέγη της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, την ιδέα, τον σχεδιασμό, το έργο, τη συμμετοχή και την ενεργό δράση των μελών, όπου καταδεικνύεται η αγάπη του ακάματου δημιουργού προς τους νέους ομότεχνους, τους οποίους  δίνει βήμα και φτερά προβάλλοντας το έργο τους.
Ακόμη και στα πολυάριθμα πεζά του Τόλη Νικηφόρου αναδύεται η ποιητική αύρα και το ποιητικό ύφος του. Σ’ αυτή την τελευταία συλλογή διηγημάτων του ανοίγει τις Αλεπουδίσιες του με προμετωπίδα το ποίημα του «σαν να κρατάτε με τα χείλη μιαν αχτίδα φως», 1998[4] , ενώ όλες οι αφηγήσεις του βιβλίου έχουν ως μότο στίχους του. Παραθέτω το πρώτο:
«να μου διαβάζεις το βαθύ γαλάζιο/και το κόκκινο/να μου διαβάζεις ήχους, μουσικές/να μου διαβάζεις ποιήματα», σ. 13.
Τα διηγήματα του βιβλίου έχουν ένα αυτοαναφορικό και αυτοβιογραφικό χαρακτήρα με στόχευση όμως στο να προβάλουν την σημαντικότητα του βιβλίου και της φιλανγνωσίας, όπως και το σημαντικό έργο των γυναικών κυρίως, που συνεργάστηκαν μαζί του γι’ αυτό τον σκοπό. Ο Τόλης Νικηφόρου με γενναιοδωρία αναφέρεται στις ακάματες φίλες του και φίλες του βιβλίου με τις οποίες συνεργάστηκε επί χρόνια για την δημιουργία και την λειτουργία πολλών και διαφορετικών λεσχών ανάγνωσης. Με την ίδια άνεση μιλά για τις όμορφες στιγμές αλλά και τις δύσκολες, τα λάθη και τα ελλείμματά κυρίως τα δικά του.
Μέσα από το διηγήματά του καταδεικνύεται επίσης η αγάπη του για τους δασκάλους τους, για τους φιλολόγους, η αγάπη του για τη γυναίκα της ζωής του τη Σοφία, που της αφιερώνει το βιβλίο μαζί με το γιο του, η αγάπη του για τη γυναίκα, για τη φιλία, για τη ζωή.
Στο διήγημα «Ένας ισόβιος έρωτας», ο Ποιητής συνομιλώντας με την μούσα Ερατώ δηλώνει αιώνιος εραστής και «τέλειος σκλάβος» της, για να καταλήξει στην υπέροχη, στην σπουδαία παραδοχή και δήλωση: «Τουλάχιστον όμως αγάπησα. Αγάπησα και έδωσα την ψυχή μου. Ας είναι αυτή η αγάπη ένα πράσινο φύλλο δέντρου στον άνεμο της αιώνιας λήθης.», σ. 32.
Στο τελευταίο διήγημα με τίτλο «Η παλαιά φρουρά δεν παραδίδεται» ο Τόλης Νικηφόρου επιμένει να ατενίζει αγέρωχος και με χαμόγελο το γέρμα της ζωής, προσδίδοντας σ’ εμάς τους θνητούς την θεία ιδιότητα που φέρουμε, παρά τα αισθήματα θλίψης μπρος στο επερχόμενο τέλος και την σταδιακή απώλεια των παιδικών φίλων. Παραθέτω απόσπασμα από την τελευταία σελίδα του βιβλίου:
«Η παλαιά φρουρά δεν παραδίδεται. Πέφτει και θα πέσει ως το τέλος επί των επάλξεων. Γιατί ήδη παίζουμε την παράταση και το ξέρουμε. Γιατί κάθε τόσο ακούμε για μια νέα απώλεια. Ή κάποιος δεν έρχεται πια την Κυριακή. Λυπάμαι αυτόν που θα μείνει τελευταίος. Να περιφέρεται σαν την άδικη κατάρα, να ψάχνει μάταια κάποιον άλλο και ξαφνικά η καφετέρια να του φαίνεται τόπος άψυχος και πικρός, ξένος.
Την ευαρέσκειά τους εκφράζουν την άνοιξη στο μεγάλο μπαλκόνι τα σπουργίτια. Που φτερουγίζουν τριγύρω, χοροπηδάνε στα διαζώματα, τσιμπολογάνε τα ψίχουλα στα τραπεζάκια. Την εκφράζουν κουνώντας καταφατικά το κεφαλάκι τους. Ποιο άλλο πλάσμα θα καταλάβαινε καλύτερα το πρόσκαιρο της κάθε ύπαρξης και την αξία της αφοσίωσης;
Αν προσέξει κανείς μάλιστα κάπως καλύτερα, τις μέρες που έχει διαφάνεια και ο Όλυμπος στο βάθος φαίνεται να αγγίζει το νερό, θα δει τους θεούς να χαμογελάνε. Λίγο μελαγχολικά, είναι η αλήθεια, αλλά και σαν αναγνώριση μιας θείας ιδιότητας στους θνητούς. Με όλες τις ελλείψεις και τα ελαττώματά τους, ένα θεϊκό χαμόγελο προς το τέλος της παράστασης, δεν είναι λίγο, καθόλου λίγο.», σ. 74.
Ναι, ένα θεϊκό χαμόγελο προς το τέλος της παράστασης, δεν είναι λίγο, δεν είναι καθόλου λίγο, είναι το επιστέγασμα της χαράς της ζωής στο φως της δημιουργίας και της Ποίησης!!
*
Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι κλινικός ψυχολόγος (Msc) και μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων (ΣΕΨ), του The Uppsala University Alumni Network, της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ) και Karin Boye Sällskapet. Εξέδωσε τέσσερις ποιητικές συλλογές, ένα βιβλίο μετάφρασης σουηδικής ποίησης και μια συλλογή διηγημάτων. Ποιήματα και διηγήματά της συμπεριλαμβάνονται σε ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις και μεταφράστηκαν στα αγγλικά, σουηδικά, γερμανικά, ιταλικά και βουλγαρικά.
_________
[1]            Γιώργος Χειμωνάς, Ο εχθρός του ποιητή, 1990
[2]           «Tόλης Νικηφόρου 50 χρόνια – 33 βιβλία», Με ανοιχτά βιβλία
[3]           Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Η τέχνη του στίχου, 2006
[4]          Τόλης Νικηφόρου, Χώμα στον ουρανό, 1998

Δεν υπάρχουν σχόλια: