20.8.20

Andrea Camilleri

Το παιχνίδι των μυγών 

Το παίζαμε από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο, όταν ο ήλιος στέγνωνε τις παραλίες, που ήταν υγρές από τις φθινοπωριάτικες βροχές. Μαζευόμασταν από έξι μέχρι δέκα, ξαπλώναμε κυκλικά μπρούμυτα στην παραλία, και βάζαμε στο κέντρο, μπροστά από το κεφάλι μας, μια εικοσάρα. Ο κάθε παίχτης έφτανε πάνω στο νόμισμα του, και μετά μέναμε ξαπλωμένοι ακίνητοι, καμιά φορά για ώρες, και περιμέναμε κάποια μύγα να καθίσει πάνω σε μία από τις εικοσάρες. Ο κάτοχος της εικοσάρας που επέλεγε η μύγα κέρδιζε τις εικοσάρες όλων των υπολοίπων.

  Μερικές φορές τύχαινε, για ένα ολόκληρο πρωινό ή και απόγευμα, να μη φανεί ούτε μία μύγα: σ' αυτές τις περιπτώσεις το παιχνίδι επαναλαμβανόταν επακριβώς την επόμενη μέρα. Τότε επιτρεπόταν να εμπλουτίζουμε το σάλιο μας με κάτι που θα ευχαριστούσε τις μύγες, ας πούμε μέλι, σταφυλόζουμο ή ζάχαρη. Ο Μπετίνο Ζάπουλα κέρδιζε συνέχεια για κάμποσες απανωτές ημέρες. Τότε ανακαλύψαμε ότι ανακάτευε το σάλιο του με τα σκατά του. Αμέσως αποκλείστηκε.
  Στη διάρκεια του παιχνιδιού το διάβασμα απαγορευόταν αυστηρά: Το θρόισμα από το γύρισμα των σελίδων θα μπορούσε να διώξει τις μύγες ή να τις κάνει ν' αλλάξουν πορεία. Οι ομιλίες απαγορευόταν επίσης. Είμαι απολύτως σίγουρος ότι, κατά τη διάρκεια αυτού του παιχνιδιού, που κράτησε πολλά χρόνια, γράφτηκε η μοίρα όλων μας: Ξοδέψαμε άπειρο χρόνο διαλογιζόμενοι για μας τους ίδιους και τον κόσμο ολόκληρο. Κι έτσι ο ένας έγινε γκάνγκστερ, ένας άλλος ναύαρχος, κι ένας τρίτος πολιτικός. Εγώ, επειδή έλεγα όλο αληθινές ή και φανταστικές ιστορίες όσο περίμενα τη μύγα, έγινα σκηνοθέτης και συγγραφέας.


* * * 


Η παγίδα

Η παγίδα ήταν ένα βάναυσο παιχνίδι, που το παίζαμε το καλοκαίρι στην παραλία. Σκάβαμε κρυφά στη γη μια τρύπα, που το βάθος της ήταν περίπου εξήντα εκατοστά και το πλάτος της όσο περίπου μια πατούσα. Επάνω στην τρύπα τοποθετούσαμε ένα φύλο εφημερίδας, κι αυτό πάλι το κρύβαμε απλώνοντας από πάνω άμμο. Έτσι η τρύπα, ο λάκκος, δε φαινόταν καθόλου, και κάποια στιγμή μοιραία κάποιοι; θα έπεφτε μέσα.
  Όταν ήμουνα δεκαπέντε χρονών ερωτεύτηκα την Τσετίνα Ινφαντίνο, κι αυτή μου έδινε να καταλάβω ότι τα αισθήματα μου είχαν ανταπόκριση. Φυσικά όχι με τα λόγια, για κάτι τέτοιο δεν υπήρχε καμιά ευκαιρία, και δε θα ήταν καν αποδεκτό. Αρκούμασταν στα επίμονα και γεμάτα λαχτάρα βλέμματα.
  Με το που μπήκε το καλοκαίρι, εμπιστεύτηκα την ιστορία στους δυο φίλους μου, κι αυτοί επέμεναν ότι τώρα πια έπρεπε να μιλήσω και να «εξηγηθώ» με την Τσετίνα. Έτσι, μια μέρα που οι γονείς και τα αδέρφια βρίσκονταν στη θάλασσα για μπάνιο, οι φίλοι μου μου εξήγησαν πως ήταν η κατάλληλη στιγμή: Μου έδειξαν ένα δρόμο ανάμεσα στις ξαπλώστρες, την ομπρέλα και τις καμπίνες, για μη μπορέσουν να με δουν. Εγώ ήθελα να δείχνω εντελώς ανέμελος, αγόρασα παγωτό από τον παγωτατζή, και κίνησα για το κορίτσι, και μάλιστα ακολουθώντας ακριβώς το δρόμο που μου είχαν υποδείξει. Δε χρειάζεται βέβαια να πω ότι οι δύο φίλοι μου είχαν ετοιμάσει μια παγίδα, και λίγα μέτρα πριν φτάσω στην Τσετίνα, έπεσα μέσα, το παγωτό προσγειώθηκε στο κεφάλι μου και το κορίτσι έσκασε στα γέλια. Αυτό ήταν και το τέλος του έρωτά μας. Μερικούς μήνες αργότερα, η Τσετίνα μετακόμισε σε άλλη πόλη, κι εγώ, για σπουδές, επίσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: