Συνέντευξη στην Πέρσα Κουμούτση
Η Τασούλα Καραγεωργίου γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι διδάκτωρ κλασικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Από το 2007 έως το 2015 διετέλεσε σχολική σύμβουλος φιλολόγων ενώ από τη ίδια χρονιά ως σήμερα διδάσκει στο Εργαστήρι Ποίησης του Ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος. Το 1986 δημοσίευσε την πρώτη της ποιητική συλλογή Fragmentum αρ. 53 ενώ ακολούθησαν άλλες επτά: Το αδράχτι που ματώνει, Διασπορά Ποιητική τεχνολογία, Το μετρό (Βραβείο Αθάνα της Ακαδημίας Αθηνών), Η χελώνα τουΚεραμεικού, Τι γίναν οι μαστόροι; και Η πήλινη χορεύτρια. Έχει μεταφράσει αρχαία ελληνική λυρική ποίηση: τη Σαπφώ, την Ήριννα και επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας. Η μετάφραση επιτυμβίων επιγραμμάτων με τίτλο Ναυαγού τάφος ειμί (Γαβριηλίδης 2016) ήταν στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων λογοτεχνικής μετάφρασης απόδοσης έργου της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στα νέα ελληνικά. Ποιήματά της έχουν μεταφρασθεί στα αγγλικά, στα γερμανικά, στα ισπανικά και στα ρουμάνικα. Ποιήματα και δοκίμιά της για την ποίηση έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά και φιλολογικά περιοδικά και έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες, Είναι πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων για δεύτερη συνεχή θητεία, μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, του Κύκλου των Ποιητών και της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών.
Με αφορμή την τελευταία της ποιητική συλλογή με τον ιδιαίτερο τίτλο «Η Πήλινη Χορεύτρια», τη συναντήσαμε και είχε την καλοσύνη να μας εμπιστευτεί σκέψεις της που αφορούν, τόσο στο έργο της, όσο και στην ποίηση, εν γένει.
-Κυρία Καραγεωργίου, έχετε διανύσει σημαντική διαδρομή στο χώρο της εκπαίδευσης και της λογοτεχνίας, με διαρκή συγγραφική δραστηριότητα, οκτώ προσωπικές ποιητικές συλλογές, και τη μεταγραφή σπουδαίων έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Εντυπωσιάζουν οι μεταφράσεις σας της ποίησης της Σαπφούς και της Ήριννας… Εκτός από την αφομοιωμένη φιλολογική γνώση της Αρχαίας και Νεοελληνικής λογοτεχνίας, τι άλλο απαιτείται προκειμένου να μεταφερθεί ένα αρχαίο κείμενο και δη ποιητικό στο σήμερα και να παραμένει το ίδιο ζωντανό και παλλόμενο όπως τότε;
-Κυρία Κουμούτση, χαίρομαι ιδιαίτερα που συνομιλώ μαζί σας γιατί εκτιμώ βαθύτατα την εξαιρετική δουλειά και την ευαισθησία σας. Η μετάφραση, και μάλιστα της ποίησης, είναι κατά κανόνα προϊόν μεγάλου μόχθου. Απαιτείται συνεχής μέριμνα για να αποδοθεί μια μορφή (έμμετρη ή σε ελεύθερο στίχο) κατ’ αντιστοιχία ανάλογη εκείνης του πρωτοτύπου, χωρίς όμως να προδοθεί η ποιητική ουσία. Δεν ξεχνώ βέβαια, πως η μορφή της μετάφρασης θα πρέπει να εναρμονίζεται με τις τάσεις και τις μορφικές επιλογές που επικρατούν στην ποίηση που παράγεται την ίδια εποχή κατά την οποία γίνεται η μεταφραστική παραγωγή. Προσωπικά στις μεταφράσεις μου της αρχαίας ελληνικής ποίησης, υιοθετώ μια μικτή μορφή που διαθέτει όμως ευρυθμία: τους έμμετρους ανισοσύλλαβους αναπαίστους ή ιάμβους. Να θυμόμαστε εξάλλου πως η αρχαία ελληνική ποίηση ήταν μέλος, δηλαδή μουσική και πως η Σαπφώ σε όλες τις αρχαίες απεικονίσεις κρατάει λύρα. Παράλληλα επιδίδομαι σε μια συνεχή προσπάθεια να διασωθεί η συγκίνηση που γέννησε το πρωτότυπο ποίημα. Το ζητούμενο για μένα είναι να κερδίσει η μετάφραση την αυτονομία της, και στο νοηματικό και στο συγκινησιακό επίπεδο. Να χειραφετηθεί δηλαδή από το πρωτότυπο και να λειτουργεί ως ανεξάρτητο ποίημα, σεβόμενη παράλληλα τη βαριά κληρονομιά που κουβαλάει, ένα σπάραγμα της Σαπφώς λ.χ.
Για τη μετάφρασή μου της Σαπφώς δούλευα πολλά χρόνια προτού εκδοθεί (Σαπφώ, Ποιήματα, επιλογή –μετάφραση: Τασούλα Καραγεωργίου, Γαβριηλίδης 2009) από τον Σάμη Γαβριηλίδη, τον οποίο πρόσφατα απώλεσαν ο εκδοτικός κόσμος και η πνευματική ζωή του τόπου μας, τον Φεβρουάριο του 2020. Η μετάφρασή μου της Σαπφώς, συμπληρωμένη και με τα νέα σαπφικά ποιήματα που έφεραν στο φως τα παπυρικά ευρήματα, θα εκδοθεί προσεχώς από τις εκδόσεις Κέδρος.
-Άραγε οι δυο μεγάλες αυτές ποιήτριες –κατά πολλούς ομόχρονες, για άλλους όχι– διαθέτουν σημεία σύγκλισης; Και αν ναι, ποια είναι τα σημαντικότερα που εντοπίσατε στην ποίησή τους; Αναρωτιέμαι επίσης αν έχουν, έστω σε κάποιο βαθμό, επηρεάσει τη δική σας ποιητική έκφραση;
Οι δύο ποιήτριες έζησαν σε διαφορετικές εποχές: τον 7ο αιώνα π.Χ. η Σαπφώ και τον 4ο αιώνα π.Χ. η Ήριννα.
Για το θέμα της μεταξύ τους σύγκρισης, το οποίο θίγετε, έχω γράψει τα εξής στην εισαγωγή της έκδοσης του έργου της Ήριννας: «σύγχυση… επικρατούσε ήδη κατά την ύστερη αρχαιότητα και ήθελε την Ήριννα, ομόχρονη και φίλη της Σαπφώς. Σύγχυση που τη διαλύει μια βαθύτερη προσέγγιση στο έργο των δύο ποιητριών, οι οποίες ούτε γλωσσικά συγγενεύουν (στην αιολική διάλεκτο έγραψε η Σαπφώ, στη δωρική η Ήριννα) ούτε ως προς την ποιητική τους ιδιοσυγκρασία. Ένας φλογερός, κατά κανόνα ανεκπλήρωτος, ερωτικός πόθος πυρπολεί το εξαίσιο σαπφικό έργο. Αντίθετα, στο έργο της Ήριννας κυριαρχεί η χαμηλής έντασης αλλά μακράς διάρκειας θαλπωρή της αγάπης. Αυτής που συντηρεί θερμά τα χνάρια στην καρδιά και που ευδοκιμεί σε κλίμα ποιητικό απόλυτα εναρμονισμένο με τη στροφή της τέχνης προς την καθημερινότητα κατά τον 4ο αι. π.Χ. (Ήριννα, Ηλακάτη, εισαγωγή- μετάφραση- σχόλια: Τασούλα Καραγεωργίου, Γαβριηλίδης 2013, σ.7).
Στα ποιήματά μου έχω κάνει άμεσες ή έμμεσες αναφορές σε λέξεις ή εκφράσεις από το έργο και των δύο ποιητριών. Σε δύο ποιήματα μάλιστα της πρόσφατης συλλογής μου (Η πήλινη χορεύτρια, Γαβριηλίδης 2019) παραπέμπω σε σπαράγματα από το έργο της Σαπφώς. Στο ποίημα «Έτσι ο Κάλβος μ᾿ αγάπησε» αναφέρω το έξοχο σαπφικό επίθετο ἀλγεσίδωρος (=αυτός που δωρίζει πόνους) και στο ποίημα «Σαν μικρά ελαφάκια» εντάσσω στίχους από το γνωστό ως «Τραγούδι του Τιθωνού», πάλι της Σαπφώς. Μου αρέσει να κρατάω ζωντανή τη μνήμη της μεγάλης ποίησης, πολλές φορές χρησιμοποιώντας ατόφιες αρχαίες ποιητικές λέξεις –κυρίως επίθετα. Είναι σαν να τις βγάζω από την ακινησία των λεξικών και να προσφέρω στις υπέροχες αυτές λέξεις μια νέα ζωή.
-Ας μιλήσουμε για την τελευταία σας δουλειά. Τιτλοφορείται «Η πήλινη χορεύτρια» και εκτός από τις εξαιρετικές κριτικές που έλαβε, έχει χαρακτηριστεί από τους κριτικούς λογοτεχνίας, ως ευρηματική, και φρέσκια, όπως άλλωστε κι οι υπόλοιπες συλλογές σας. Ποια η σημειολογία του τίτλου;Τι πραγματεύεται;
Η πήλινη χορεύτρια συνδυάζει το χοϊκό στοιχείο του πηλού, το συνδεδεμένο με τη χωμάτινη ύπαρξή μας, με την ανάταση, έκσταση και υπέρβαση της φθοράς την οποία προϋποθέτει ο χορός.
Η πήλινη χορεύτρια της πρόσφατης συλλογής μου έχει το ομόλογό της σύμβολο αντίστασης στην ακινησία του θανάτου, στη συλλογή Η χελώνα του Κεραμεικού (Γαβριηλίδης 2011) που προηγήθηκε. Καθώς οι δύο αυτές συλλογές συνιστούν μια ποιητική ενότητα, πρόκειται να επανεκδοθούν το φθινόπωρο από τις εκδόσεις Κέδρος, σε ένα βιβλίο με τον συνεκτικό τίτλο, Τα πήλινα ποιήματα.
Παράλληλα, στη συλλογή Η πήλινη χορεύτρια επιχείρησα να δείξω την ευγνωμοσύνη μου στον ανεκτίμητο θησαυρό της γλώσσας μας. Ένα ποίημά μου με τίτλο «Μονάχα οι λέξεις» έχει τους εξής καταληκτικούς στίχους:
Είναι ένα θαύμα οι λέξεις
σαν το νεράκι του Θεού.
Εκτός από τις λέξεις, στην ίδια συλλογή, σε μια μικρή ενότητα τεσσάρων ποιημάτων με τίτλο «Τρία και ένα ποιήματα για την Τέκμησσα», επιχειρώ να ανασύρω από την ποιητική αφάνεια την Τέκμησσα, την τραγική γυναίκα του Αίαντα. Με συγκινεί ιδιαίτερα η παρουσία «της αιχμάλωτης νύφης» του Αίαντα, αφού μετά από την αυτοχειρία του ήρωα κανείς δεν αναφέρεται πια σ᾿ αυτήν.
–Και τι απαιτείται προκειμένου ο/η ποιητής/τρια να μην επαναλαμβάνεται και να διατηρεί αυτή τη φρεσκάδα και την πρωτοτυπία στα έργα του;
Στην ποίηση, όπως κι εσείς βεβαίως γνωρίζετε, δεν έχει σημασία μόνον το τι αλλά και το πώς. Μπορεί δηλαδή η ποίηση –από καταβολής της– να πραγματεύεται τα ίδια μεγάλα θέματα λ.χ. του έρωτα ή της φθοράς και του θανάτου, όμως, εφόσον ανανεώνει συνεχώς τα εκφραστικά της μέσα, καταφέρνει να διατηρεί τη γνησιότητα και την αμεσότητά της, τη δύναμή της δηλαδή να έχει, όπως λέτε, μια φρέσκια ματιά, να ανακαλύπτει εκ νέου τον κόσμο. Ωραία το διατυπώνει ο ποιητής του Ερωτόκριτου:
Mα όλα για μένα σφάλασι, και πάσιν άνω-κάτω,
για με ξαναγεννήθηκεν η Φύση των πραμάτω.
Αυτή η αναγεννητική ματιά είναι το ζητούμενο σε κάθε καλό ποίημα.
–Ωστόσο μαζί με τη μουσικότητα και τον λυρισμό που διαπνέουν τα ποιήματα, συνυπάρχουν τα στοιχεία της ειρωνείας, της σάτιρας, και του αυτοσαρκασμού. Πιστεύετε ότι η ποίηση μπορεί να ασκεί κριτική, να είναι καυστική και ταυτοχρόνως να διατηρεί τα έντονα αισθητικά στοιχεία της;
Ναι, πιστεύω πως ο ποιητής τότε μόνον δικαιούται να αντιμετωπίζει με κριτική ματιά πρόσωπα και πράγματα, όταν διαθέτει τη γενναιότητα να αυτοσαρκάζεται. Ο ποιητής οφείλει να φανερώνει και τις δικές του πληγές και τη δική του αχίλλειο πτέρνα. Μοναδικό παράδειγμα στην περίπτωση αυτή ο Κώστας Καρυωτάκης. Εξάλλου ο μονομερώς καταγγελτικός τόνος αναιρεί την ίδια τη λειτουργία της ποίησης και την εκφυλίζει σε μια απεχθή ενίοτε συνθηματολογία.
–Ο Κ. Καναβούρης αναφερόμενος στην ποίηση σας δηλώνει ότι διανύει όλες τις εποχές από τη αρχαιότητα ως σήμερα, ενώ παραμένει απλή και σταθερά προσηλωμένη στη στοργική μέριμνα για τον άνθρωπο. Θέλετε να μας σχολιάσετε επιγραμματικά τα λόγια του; Είναι, τελικά, ομόψυχη η ποίησή σας σε ότι αφορά τον άνθρωπο, τους προβληματισμούς, τα υπαρξιακά του αδιέξοδα;
Είναι για μένα εξόχως τιμητική η αναφορά του Κώστα Καναβούρη ότι τα ποιήματά μου διακατέχονται από μέριμνα στοργική για τον άνθρωπο.
Θα ήθελα πάντως να απαντήσω στο δεύτερο σχετικό ερώτημά σας με ένα ποίημά μου από τη Χελώνα του Κεραμεικού (Γαβριηλίδης 2011). Λέγεται «Η δούλη της Ηγησώς» και έχει ως θέμα του τη μικρή θεραπαινίδα που εικονίζεται στο αριστουργηματικό επιτύμβιο ανάγλυφο της Ηγησώς, της νεκρής Αθηναίας κόρης την οποία ύμνησε ο Κωστής Παλαμάς στην ενότητα Οι τάφοι του Κεραμεικού. Το δικό μου ποίημα είναι αφιερωμένο στην αγνοημένη και λησμονημένη δούλη:
Η ΔΟΥΛΗ ΤΗΣ ΗΓΗΣΩΣ
Τι κι αν εμοίρασε ο τεχνίτης
στις δυο μορφές ισότιμα τη θλίψη;
Τη μνήμη δεν την μοίρασε στα δυο.
Ποιος ξέρει τι απέγινε η μικρή θεραπαινίδα,
όταν η γη σκέπασε πια την Ηγησώ;
Κοιτάζω το θλιμμένο πρόσωπο
το γόνατο σε κλίση υποταγής
το χέρι που κρατά την κοσμηματοθήκη
(σύμβολο ματαιότητας του βίου της κυράς της.)
Μα πιο πολύ προσέχω τον χειριδωτό χιτώνα:
βαρβαρική αμφίεσις κι ένδυμα ξενικό.
(Ήρθε λοιπόν από μακριά -πουλί ξενιτεμένο-
κι ίσως δεν γύρισε ποτέ στη μακρινή πατρίδα.
Τώρα απομένει μοναχά η ανάγλυφή της λύπη,
τιμή στη μοίρα των μικρών υπηρετριών.
Σαν δεκαπεντασύλλαβος για τα πικρά τα ξένα:
Κι αν ξενιτειά είν’ ὁ θάνατος κι η προσφυγιά είναι Άδης).
–Στην συλλογή Η Πήλινη χορεύτρια θίγετε και το καίριο θέμα της προσφυγιάς και της ξενότητας.… Κι αν εγώ είμαι Σύρος, λοιπόν τι πειράζει;/μια πατρίδα, τον κόσμο, εμείς οι θνητοί κατοικούμε/και όλους μάς έχει ένα Χάος γεννήσει». Είναι φανερό ότι σας απασχολεί αυτό το θέμα, ενώ η αμφισημία του ‘χάους’ εδώ είναι πολύ πετυχημένη. Πού βρισκόμαστε ως λαός απέναντι στα ζητήματα αυτά; Η λογοτεχνία μας;
Με απασχολεί βεβαίως το θέμα. Εξάλλου έχω βιώσει κι εγώ, κατά ένα τρόπο, την τραγωδία της Προσφυγιάς έμμεσα, αφού ο πατέρας μου ήταν πρόσφυγας από την Αττάλεια της Μικράς Ασίας και άμεσα, μιας κι έχω γεννηθεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ήρθαμε με τους γονείς μου από την Αλεξάνδρεια, από το παλιό, πάλαι ποτέ ακμαίο κέντρο του ελληνισμού το 1962, φέρνοντας μαζί μας ως μόνο περιουσιακό στοιχείο λίγες βαλίτσες και βέβαια τις μνήμες της πόλης που τόσο αγαπήσαμε. Ήμουν τότε οκτώ χρονών. Περάσαμε δύσκολα τα πρώτα χρόνια κι ας ήταν η δική μας προσφυγιά, σε αντίθεση με τους σημερινούς πρόσφυγες, συγχρόνως ένας επαναπατρισμός, μια επιστροφή στα πάτρια εδάφη. Αλίμονο η προσφυγιά είναι μια επαναλαμβανόμενη παγκόσμια τραγωδία.
Καλά τα λέει λοιπόν ο ποιητής Μελέαγρος, ελληνόφωνος Σύρος που έζησε τα δημιουργικά του χρόνια το νησί της Κω. Γι’ αυτό χρησιμοποίησα στο ποίημά μου με τίτλο «Ο ποιητής Μελέαγρος» ως μότο τα λόγια του για την παγκοσμιότητα του ανθρώπινου πόνου, σε γλώσσα ελληνική διατυπωμένα. Η παλιά καλή λογοτεχνία μας είχε πάντα αυτήν την οικουμενική οπτική και επεδείκνυε πάντα αυτήν την πανανθρώπινη συμπόνια –πέρα από σύγχρονες περί πολιτικώς ορθού αντιλήψεις. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τον Παπαδιαμάντη: «σαν να ᾿χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου» γράφει.
–Μια εποχή, ανατροπών και διαψεύσεων, όπως είναι η δική μας, προσφέρεται για ποιητική έμπνευση;
Νομίζω πως η εποχή προσφέρεται για ποιητική έμπνευση, με την προϋπόθεση ότι η σύγχρονη ποίηση θα επιχειρήσει έξοδο από την εσωστρέφεια, χωρίς όμως να απωλέσει την ειλικρίνεια και την αμεσότητά της. Δεν υπαινίσσομαι δηλαδή ότι επιβάλλεται να υιοθετήσει η ποιητική δημιουργία μια διάσταση κοινωνικής διαμαρτυρίας και σε καμιά περίπτωση δεν υποστηρίζω πως πρέπει να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ενός είδους στράτευσης. Πιστεύω απλώς πως ο ποιητής είναι, όπως υποστήριξε και ο Σεφέρης, ένας κληρωτός της εποχής του. Χρέος του λοιπόν είναι να μην κωφεύει στα μηνύματά της. Κι αν, όπως λέγεται, η ποίηση δεν αλλάζει τον κόσμο, μπορεί όμως, ανταποκρινόμενη στη δίψα μας για λίγο ουρανό και διαρκώς υποσχόμενη μιαν υπέρβαση, να κάνει την πραγματικότητα λιγότερο αποκρουστική.
–Η ποίηση παρέχει παρηγοριά, κ. Καραγεωργίου; Θα μπορούσε να αποτελέσει, πανάκεια για τη βαθύτατη θλίψη, τη μελαγχολία και την απογοήτευση που «δέρνουν» σήμερα τον σύγχρονο άνθρωπο;
Το καβαφικό ποίημα δίνει μια απάντηση στο ερώτημά σας: Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,/που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή. Η ποίηση είναι πράγματι παραμυθία. Παράλληλα όμως λειτουργεί και ως μοναδική εμπειρία ποιότητας και ως υπόσχεση –εφήμερη έστω– αθανασίας. Για τον δημιουργό της είναι μια αγωνιώδης αλλά γοητευτική περιπέτεια που συνεπάγεται συνεχή αναμέτρηση με τη γλώσσα. Λειτουργεί συχνά ως πρόσκληση για έξοδο από την ανία της καθημερινότητας και από τη μοναξιά που τη νιώθει κανείς (για να θυμηθώ και άλλον ποιητή) μέσα στη φοβερή ερημία του πλήθους.
–Ως ποιήτρια, αλλά και ως φιλόλογος πώς αποτιμάτε την ποίηση που κυκλοφορεί σήμερα στην Ελλάδα; Τελικά, η ποίηση είναι γένους θηλυκού, όπως λένε;
Θα ξεκινήσω από το τελευταίο θέμα που επισημαίνετε. Είναι αλήθεια πως πολλές γυναίκες έχουν δυναμικά εισέλθει στον χώρο της συγγραφικής δραστηριότητας, στοιχείο που διαφαίνεται και στην εκδοτική παραγωγή ποιητικών συλλογών. Όμως εάν η ποίηση είναι γένους θηλυκού, το ποίημα είναι γένους ουδετέρου. Το φύλο δεν επιβεβαιώνει την αξία του. Όσο και αν δεχόμαστε πως υπάρχει γυναικεία οπτική στη θέαση του κόσμου, αυτή από μόνη της δεν καταξιώνει ένα ποίημα.
Συχνά σχολιάζεται η πληθώρα παραγωγής ποιητικών συλλογών, η οποία δεν επιτρέπει πολλές φορές να αναδειχθούν νέες ποιητικές φωνές που έχουν κάτι ελπιδοφόρο να πουν. Εγώ θα σταθώ στο αισιόδοξο στοιχείο, το οποίο, πιθανώς, το πλήθος αυτό των συλλογών να εμπεριέχει: Πρόκειται για ποιητική έκφραση σε γλώσσα ελληνική. Ίσως αυτό από μόνο του να συνιστά μιαν ασυνείδητη και ιδιότυπη πράξη αντίστασης στη σύγχρονη εποχή της παγκοσμιοποίησης που επιφέρει πλήγμα στις μικρές αλλά με τεράστιο ιστορικό βάθος γλώσσες, όπως η δική μας. Εξάλλου η ποιητική μας γλώσσα με τον βαθύ ιστορικό της χρόνο είναι ο μόνος, και ο μόνος αληθινός, πλούτος που διαθέτουμε. «Δεν έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα» δεν έλεγε και ο Διονύσιος Σολωμός;
-Σας ευχαριστούμε θερμά για την τόσο ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική κουβέντα μας.
Κυρία Κουμούτση, σας ευχαριστώ από καρδιάς για τη μεγάλη χαρά που μου πρόσφερε η συζήτηση για το ποιητικό μου έργο και για την ποίηση εν γένει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου