15.8.20

«Γιατί πρέπει να πεθάνω στα σαράντα μου»

Θανάσης Βασιλείου
Ο Μάριος Χάκκας (1931-1972) ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά που διαμορφώθηκε σε ατμόσφαιρα ιστορικών συμβάντων. Στα γραπτά του άφησε όλη την υπαρξιακή αγωνία, ζητώντας χρόνο «…επειδή ξεκίνησα να γράφω λιγάκι μεγάλος, τριανταπέντε και βάλε...». Βέβαια, η πίστωση χρόνου ήταν δυσανάλογα μικρή. Ωστόσο, ο καταδικασμένος, ο «άρρωστος» γραφιάς της πρόθεσης για ζωή, μελαγχολικός, είρωνας και αυτοσαρκαζόμενος, κατάφερε να γίνει ο κοινωνικός ψυχογράφος της συγχυσμένης μικροαστικής και αγωνιστικής ελληνοπρέπειας, που ονειρεύτηκε, που σκέφτηκε φωναχτά, που υπέφερε, βασανίστηκε και στοχάστηκε τον κόσμο σε πνιγηρούς καιρούς. Ο Αιμίλιος
Καλιακάτσος, ο εκδότης της «Στιγμής» (στη μαρτυρία του οποίου οφείλεται το σημείωμα τούτο), θυμάται τον Μάριο Χάκκα στο τυπογραφείο των Αδελφών Κωνσταντινίδη στη Χαριλάου Τρικούπη να βγάζει, με δικά του έξοδα, την πρώτη και μόνη ποιητική συλλογή, το «Ομορφο καλοκαίρι» (1965) και την πρώτη συλλογή διηγημάτων «Τυφεκιοφόρος του εχθρού» (1966). Ο Καλιακάτσος τον θυμάται το 1969 στον «Κέδρο» της Νανάς Καλλιανέση, με παρέα τους ποιητές Θωμά Γκόρπα, Θανάση Κωσταβάρα (ο οδοντίατρος-ποιητής που είχε συνοδεύσει τον Μάριο Χάκκα για θεραπεία στο Λονδίνο), Βύρωνα Λεοντάρη κ.ά. Εκεί πήγε τη συλλογή «O Μπιντές και άλλες ιστορίες» (1970) με εικονογραφικά σχέδια του Τάκη Σιδέρη. «Βγάλτε τό μου, γιατί παθαίνω», τους είπε. Τελικά, όπως λέει ο Καλιακάτσος, πρόλαβε να δει τυπωμένο και το «Κοινόβιο» (1972) και δύο μέρες μετά, στις 5 Ιουλίου 1972, πέθανε. Η Καλλιανέση είχε τυπώσει και δέσει βιαστικά 15-20 «Κοινόβια» χωρίς κείμενο οπισθόφυλλου. Το κείμενο για το οπισθόφυλλο το έγραψε λίγο μετά (χωρίς, βέβαια, να το υπογράψει) ο Τάκης Σινόπουλος ‒ που ως γιατρός είχε συμπαρασταθεί στην περιπέτεια υγείας του Χάκκα. Ο Χάκκας, πέρα από τον δικό του ιδεολογικό προσανατολισμό που τον συνδέει με τη γενιά της ήττας, μιλώντας με πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη αφήγηση κατάφερε να μεταφέρει ψυχικούς τρόπους∙ πλάνα και συναισθηματικά φορτία της Κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου, των Ιουλιανών, της ιδεολογικής σύγκρουσης με την Αριστερά κ.λπ. Μπόρεσε να φωτίσει μικρόκοσμους από τη συμβολοποιημένη λαϊκή Καισαριανή και την Αθήνα, και οι μικρόκοσμοί του λειτούργησαν σαν δηλώσεις τιμής με ολοζώντανο το ανθρώπινο ανάγλυφό τους. Με το σαρωτικό κύμα της αλήθειας του, την ποιότητα του καταληκτικού ασθενούς από το χείλος του τάφου, τα διηγήματα του Χάκκα εκφράζουν τα κουσούρια αλλά και τα πάθη της μεταιχμιακής γενιάς του. Επικρίθηκε για τον «Μπιντέ» του διότι δεν υπηρέτησε –τάχα‒ κάποια ιστορική νομοτέλεια, ούτε τις ιδεολογικές βεβαιότητες που όφειλε να έχει –σύμφωνα με τους επικριτές του‒ η στρατευμένη τέχνη στις ιδεολογικές της αναζητήσεις. Αργότερα, όλα αυτά, ευτυχώς, ανασκευάστηκαν εν μέρει από τον Παύλο Ζάννα και τον Δ. Μαρωνίτη με διεξοδικότερο τρόπο. Μαζί με τον Χάκκα, επικρίθηκε και η Νανά Καλλιανέση και ο «Κέδρος» που εξέδωσε το βιβλίο. Η κυκλοφορία του «Μπιντέ» ήταν μια εμπορική αποτυχία που, όμως, μετά τη Μεταπολίτευση –και τον θάνατο του συγγραφέα‒ μετατράπηκε σε επιτυχία που βρήκε τον προορισμό της με πολλαπλές εκδόσεις μαζί με το «Κοινόβιο» και τα «Απαντα». Γιατί, βλέπετε, τα «μαύρα πρόβατα» της Αριστεράς είχαν αρχίσει, από το 1974 και μετά, να δικαιώνονται (βλέπε Χάκκας, Αλεξάνδρου, Τσίρκας κ.ά.). Ειδικότερα ο Χάκκας ιστόρισε «τα σπαράγματα της τεμαχισμένης ψυχής», «για όσο κράτησε το μπικ του». Ιστόρισε μπεάτους, ονειροπόλους, καθάρματα και αγίους, νικητές και ηττημένους, κορίτσια και γριές, παλικάρια και γέρους... Μέσα από το πικρό βιωματικό τραύμα των ιδεολογικών ματαιώσεων και το καταστάλαγμα των συλλογικών αγώνων, συνάμα με την αγωνία του θανάτου, στο τέλος, έκανε κάτι μεγαλειώδες: διερεύνησε την πιθανότητα της λύτρωσης, την ονειρική διάσταση, τον παραμυθητικό λόγο, τον κόσμο όπου όλα μπορούν να γίνουν εφικτά στον κύκλο της μικρής επίγειας ζωής και τη μετουσίωσή της σε πνευματική δημιουργία. Τελικά, μάλλον αυτό ήταν που μ’ άρεσε στον Μάριο Χάκκα όταν τον διάβαζα φοιτητής. Το ότι κατάφερε να φτιάξει μια τουαλέτα με «Μπιντέ», παραμπιντέ κι όλα τα απαστράπτοντα για να μετατρέψει το Λεκανοπέδιο της Αττικής σ' έναν απέραντο μπιντέ και να στήσει το δικό του στοχαστικό «Κοινόβιο» (στην τελευταία συλλογή του) – ένα καταφύγιο, μια λυτρωτική έξοδο στη μνήμη, μια ωδή στα οράματα της νιότης και σπονδή στην πίκρα που άφησε ο χρόνος. «Βάλτε επικεφαλής μια μητέρα στο Υπουργείο Γεννήσεων, έναν εικοσάρη στο Υπουργείο του Ερωτα κι ένα γεροντάκι στο Υπουργείο Θανάτου. Κι αυτή ας είναι όλη κι όλη η κυβέρνηση», έλεγε. Οπως και: «Τώρα που ωρίμασα μαζί με το νεφρό μου που έσκασε καρπούζι στον ήλιο... Δε θέλω χρόνο. Ζωή θέλω, μ’ όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο». Ο Χάκκας έχτισε λαμπρές παραγράφους, οικοδόμησε στέρεα το έργο του. Μας σιγοψιθύρισε κι απομακρύνθηκε στο ραντεβού του με τον θάνατο που τον είχε πρώτο κολλητό του, όσο ήταν ζωντανός.
https://www.efsyn.gr/nisides/254304_giati-prepei-na-pethano-sta-saranta-moy

Δεν υπάρχουν σχόλια: