Η πρώτη μου «συνάντηση» μαζί του πραγματοποιήθηκε στις σελίδες μιας ανθολογίας για τη σύγχρονη Κυπριακή ποίηση , την οποία προλόγιζε ο ίδιος .Έτσι , μου δόθηκε το έναυσμα να αφουγκραστώ βήμα με βήμα τον τόνο μιας γνήσια ποιητικής φωνής , η οποία για σχεδόν πενήντα χρόνια αγωνίζεται να καθαρίσει τις λέξεις από την καθημερινή τους σκόνη . Με αφορμή λοιπόν τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Λεύκιου Ζαφειρίου από τον εκδοτικό οίκο «Γαβριηλίδης» , θα επιχειρήσω να εισβάλω στις αρτηρίες της ποιητικής του , με την ελπίδα πως θα μπορέσω να υφαρπάξω λίγο από το οξυγόνο που ήδη μεταφέρουν ως ακριβή κληρονομιά στις επόμενες γενιές .
Μια πρώτη παρατήρηση αφορά το πολιτικό στίγμα της ποίησης του Ζαφειρίου . Από την άποψη αυτή δεν αποκλίνει από τους ποιητές της λεγόμενης «γενιάς της εισβολής». Το δράμα της Κύπρου , διαποτίζει άλλοτε άμεσα [ κι η Κύπρος /ασύνορη μνήμη φονικού /στην άκρη της Μεσόγειος ] κι άλλοτε έμμεσα τα ποιήματα [ Είσαι μέσα μου / χωραφάκι που /τ’ ανοίγουν τα σπλάχνα κομπρεσέρ /το παραγεμίζουν μπετόν και ραντάρ-] , περισσότερο ως επώδυνη μνήμη , ως υπενθύμιση μιας άρρωστης εποχής που συνεχίζει να μολύνει το παρόν [Κι ο πιτσιρικάς –πήχτρα το αίμα / στα ρούχα του –άνοιγε λάκκους ,/τον χτυπούσε ο ήλιος ανελέητα / στους κροτάφους στη μνήμη / βαθιά ως το μέλλον ]. Συχνά μάλιστα ο ποιητής καταφεύγει σ’ έναν ωμό τρόπο, εγκλωβίζει το συναίσθημα μέσα σε σκληρές λέξεις , για να δώσει στο φως βαθύτερες τις πληγές του λαού του [Οι νεκροί βρομούσαν από’να / μίλι μακριά , ήταν ανελέητο / το τελευταίο καλοκαίρι -/τρυπούσε τους ίσκιους των δέντρων / τις στέγες των σπιτιών ].
Η ίδια ένταση επιτυγχάνεται με την προσωποποίηση του δράματος σε ζωντανές μορφές : οι μαυροντυμένες γερόντισσες παρουσιάζονται ως «μελανόμορφες μνήμες» που προεκτείνονται στα πάθη του νησιού [ μαυροντυμένες κι οι δυο /πλάι στο δέντρο /κάτω απ’ τον ίσκιο του δέντρου / ανεξίτηλες μνήμες / σαν την άλλη της Κύπρου ] .Τις αγγίζουν η μοναξιά , η θλίψη , η νοσταλγία για τον αγαπημένο τόπο , η πικρία για τα στοιχεία της παράδοσής τους που φαντάζουν αταίριαστα σ’ έναν κόσμο εντελώς ξένο [Είναι σε ξένο τόπο μόνες / χωρίς χειρόγραφα της μνήμης / ονειρεύονται πίνοντας καφέ / Είναι ώρες που νιώθουν να πνίγονται , τη μοναξιά ].Οι αγνοούμενοι εμφανίζονται ως οι πανταχού παρόντες σύντροφοι που ενώ μοιράζονται με τους άλλους μικρές καθημερινές συνήθειες , δοκιμάζουν να συντρίψουν τη δύναμη των όπλων με τις ανυπότακτες λέξεις τους [Εσύ δεν χαμογελάς / προσπαθείς ν’ αρθρώσεις / μια λέξη / που να μη συνθλίβεται / από οδοστρωτήρες κι ερπύστριες ]. Οι νεκροί πάλι αρθρώνουν κραυγές διαμαρτυρίας για την καπήλευση των αγώνων τους , για το παρελθόν που με τόση ελαφρότητα αφέθηκε στα χέρια κάποιων κι εκφυλίστηκε .
Σε άλλα σημεία την οργή και το πάθος αντικαθιστά μια έντονη ειρωνεία , με την εισαγωγή παράταιρων στοιχείων σ’ ένα ιδεώδες σκηνικό και με τη χρήση ισχυρών αντιθέσεων . Στο ποίημα «Τουριστικός οδηγός Κύπρου» η ειδυλλιακή εικόνα του νησιού με τις φυσικές ομορφιές και τους ανέμελους τουρίστες υπονομεύεται από την παρουσία των τεκμηρίων της φρίκης [φυλάκια , πολυβολεία , βόμβες ναπάλμ , πανάθλια ραντάρ ], ενώ στο «Αρνητικό για τον Άρη Βελουχιώτη» σαρκάζονται ο συμβιβασμός των άλλοτε επαναστατών και ο ξεπεσμός των κάποτε σημαντικών γεγονότων σε στιγμές που στοιβάζονται μαζικά στα ψυγεία του μυαλού , για να αναλυθούν αργότερα εκ του ασφαλούς .
Σε άλλα σημεία την οργή και το πάθος αντικαθιστά μια έντονη ειρωνεία , με την εισαγωγή παράταιρων στοιχείων σ’ ένα ιδεώδες σκηνικό και με τη χρήση ισχυρών αντιθέσεων . Στο ποίημα «Τουριστικός οδηγός Κύπρου» η ειδυλλιακή εικόνα του νησιού με τις φυσικές ομορφιές και τους ανέμελους τουρίστες υπονομεύεται από την παρουσία των τεκμηρίων της φρίκης [φυλάκια , πολυβολεία , βόμβες ναπάλμ , πανάθλια ραντάρ ], ενώ στο «Αρνητικό για τον Άρη Βελουχιώτη» σαρκάζονται ο συμβιβασμός των άλλοτε επαναστατών και ο ξεπεσμός των κάποτε σημαντικών γεγονότων σε στιγμές που στοιβάζονται μαζικά στα ψυγεία του μυαλού , για να αναλυθούν αργότερα εκ του ασφαλούς .
Σημαντική θέση στους στίχους του ποιητή κατέχουν και τα εγκαταλειμμένα κτήρια , σπίτια κι εκκλησίες . Σ’ αυτούς τους χώρους , ο Λεύκιος Ζαφειρίου απελευθερώνει μια σιωπή ομιλούσα , μια δύναμη που προσπερνά την απουσία των ανθρώπων και υψώνεται σε υπέρτατο υπαρξιακό νόημα . Στο «Σπίτι με τις Λεύκες» δύο αντίπαλες εικόνες διεκδικούν το έπαθλο της τελικής εντύπωσης στο μυαλό του αναγνώστη : από τη μία η αποσύνθεση με τους σκελετούς , τα σπασμένα κάδρα και τα τσαλακωμένα βιβλιάρια καταθέσεων , κι απ’ την άλλη η ανάταση , το φως , η ζωή. Στο «Πέτρινο σπίτι με τα περιστέρια» τα σύνορα ανάμεσα στο παιδί και το κτίσμα συγχέονται σκόπιμα , για να αναδυθεί η παράλληλη διαδρομή τους : Το παιδί είναι ξυπόλυτο , με σπασμένη φυσαρμόνικα , νεκρό , ένα φάντασμα που επιστρέφει στον αγαπημένο τόπο. Και το σπίτι αντίστοιχα είναι χωρίς στέγη , με τ’ άδεια δωμάτια , με παράθυρα χωρίς πλαίσιο , νεκρό . Στην «Παναγία την Κανακαριά» επιπλέον αξιοποιείται με έξυπνο τρόπο η παράδοση σύμφωνα με την οποία ένας Σαρακηνός χτύπησε με μαχαίρι το ψηφιδωτό της Βρεφοκρατούσας Παναγίας κι αμέσως έτρεξε αίμα .Το αίμα αυτό γίνεται ο κρίκος ανάμεσα στο παλιό και στο τωρινό χτύπημα , με τους πολιτισμικούς θησαυρούς της κατεχόμενης Κύπρου ανυπεράσπιστους , χωρίς όνομα , απομεινάρια μιας κάποτε κραταιάς ζωής .
Παράλληλα όμως με τον «θρυμματισμένο κόσμο της Κύπρου» , ξεχωριστή θέση στην ποίηση του Λεύκιου Ζαφειρίου , ιδιαίτερα στην πρώιμη παραγωγή του , κατέχει και η μετεμφυλιακή Ελλάδα . Στα ποιήματα αυτά ο ρεαλισμός του ποιητή θυμίζει εκείνον του Μανόλη Αναγνωστάκη . Τα περιττά φτιασίδια εκτοπίζονται από τη συνταγή της σύνθεσης του ποιήματος , η κάθε λέξη μοιάζει με σφαίρα από ένα πιστόλι που στοχεύει πρωτίστως στο μυαλό και ακολούθως στην καρδιά , γενναίες δόσεις πικρίας δυναμώνουν την ένταση της ανάγνωσης , χώροι και ημερομηνίες αποκτούν ποιητική διάσταση [Κι η Ελλάδα /τουριστικό κέντρο / κέντρο μετακομιστικού εμπορίου / και διερχομένων μεγιστάνων / Μπορντέλα στη Σοφοκλέους , πάροδος Αθηνάς ].Ο ίδιος άλλωστε αποκαλύπτει το στίγμα του ως δημιουργού σε αρκετά ποιήματα με αυτοαναφορικό περιεχόμενο : Επιμένει να οριοθετεί τις λέξεις με το δικό του τρόπο, να μένει στην αληθινή τους τάξη [Ξερίζωσε από μέσα μου όλες τις λέξεις / δώσε τους μια όποια σημασία /κι ύστερα προσπάθησε να τις βάλεις πάλι / με μια δική σου τάξη μέσα μου /Ωστόσο εγώ θα επιμένω να λέω / την ελευθερία ελευθερία /τον φόνο φόνο ] . Ομολογεί ότι η ποίηση χάνει την αθωότητά της σε δύσκολους καιρούς [Μα όταν η ελευθερία χάνεται / η ποίηση γίνεται / σπαθί και ντουφέκι] .Θεωρεί το ποίημα ως αυτόνομη οντότητα που γεννιέται πριν από την έκθεσή μας στην όποια εμπειρία [Όπως σε νύχτα μακελειού / οχυρώνεσαι πίσω απ’ τον θάνατο των άλλων / έτσι και το ποίημα εκτεθειμένο /πριν από μας / κερδίζει τις λέξεις ].
Πλάι βέβαια σ’ αυτή την ποίηση που κρατά μαχαίρι , υπάρχει και το λυρικό πρόσωπο του Λεύκιου Ζαφειρίου , το τρυφερό κομμάτι της δημιουργίας του. Εκεί οι λέξεις γαληνεύουν , μεταφέρουν τη βαθιά συγκίνηση του ποιητή απέναντι στα θαύματα της ζωής του , λύνουν τα πανιά της ευαισθησίας του και την παραδίδουν στον άνεμο μιας πηγαίας έμπνευσης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα ποιήματα «Ένα παιδί ονειρεύεται στην αυλή του Δημοτικού σχολείου» [Κατρακυλάει το φεγγάρι / ασημένια βήματα / στις σκάλες τ’ ουρανού / πριν τα μεσάνυχτα ] και «Κυπριώτικο Α» [Είσαι μέσα μου / τρυφερό κλωνάρι / ραγισμένο γυαλί / που κινδυνεύει να θρυμματιστεί / λευκό γιασεμί στο σκοτάδι ]. Στα ποιήματα που έχουν ως σημείο αναφοράς τους τον έρωτα , ο τόνος γίνεται πιο «επιθετικός», με την έννοια ότι ο ποιητής δεν συνομιλεί απλώς με το ερωτικό ρίγος , αλλά του επιτίθεται απ’ όλες τις μεριές του σώματος και το αναγκάζει να παραδώσει τα πιο εκλεκτά συστατικά του . Έτσι , η ερωτική πράξη γίνεται μια μικρή κοσμογονία ,ένας σεισμός που ορίζει εκ νέου την επιφάνεια των σωμάτων [Βεγγαλικά σέρνει στην κάμαρα ο έρωτάς σου / και στα φιλιά μας / ποτάμια παφλάζοντας / διασχίζουν τη νύχτα ] [Θαλασσινή μικρή σειρήνα / με σπρώχνεις στον έρωτα /καθώς αναδύεσαι μέσα σου / φιλί φιλί ανοίγοντας / όλα τα κρυφά μουσικά παράθυρα / του κορμιού σου σε μένα ].
Αξίζει ακόμη να παρατηρήσουμε ότι στην ποίηση του Λεύκιου Ζαφειρίου ορθώνεται συχνά ένα «Εσύ», δηλωτικό της ανάγκης του ποιητή να δένει τον εαυτό του με τα πρόσωπα και τα πράγματα και να καθρεφτίζει σ’ αυτά τις προσωπικές του διαθέσεις . Το σχήμα του αποδέκτη παρουσιάζει μια μεγάλη ποικιλία : ένα απροσδιόριστο εσύ , μια ιστορική μορφή , ένας ασήμαντος ήρωας , το αντικείμενο του πόθου , ο άγνωστος παραλήπτης μιας επιστολής , η μάνα ,η ποίηση , οι αγαπημένες πόλεις [Λευκωσία , Αθήνα , Λάρνακα] , το φεγγάρι της Κύπρου , το πλήθος , ο Κύπριος αγνοούμενος , η Κύπρος ολάκερη ].
Στα δε ποιήματα της ύστερης περιόδου εμφανίζονται συχνά άλλοι δημιουργοί , λατρεμένες μορφές από το χώρο της ποίησης ή της ζωγραφικής [ Κάλβος , Καρυωτάκης , Σολωμός , Βαν Γκόγκ ] με τις οποίες συνομιλεί ο ποιητής , σκάβοντας σε καθοριστικές λεπτομέρειες της ζωής τους ή εντάσσοντας σπαράγματα του έργου τους στο δικό του , δίνοντάς τους μιαν άλλη πνοή , μια καινούργια ζωή σ’ ένα ξένο σώμα .
Ολοκληρώνοντας τη μικρή αυτή περιήγηση , θα ήθελα να τονίσω ότι ο Λεύκιος Ζαφειρίου δεν είναι από τους ποιητές που παγιδεύονται στο ατομικό τους σύμπαν , μεταμφιέζοντας τις όποιες εκρήξεις συμβαίνουν εκεί σ’ εκθαμβωτικό θέαμα . Η ποίησή του μοιάζει με αγκαθωτό στεφάνι που τρυπάει επώδυνα τη μνήμη και λερώνει με σκληρές εικόνες τον εφησυχασμό μας. Μαζί με τ’ αγκάθια της όμως φανερώνει και τρυφερούς βλαστούς . Αποκαλύπτει ένα γήινο αίσθημα , έναν εσωτερικό λυρικό γαλαξία γεμάτο από μικρούς πλανήτες μουσικής και φωτιάς .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου