5.8.20

Όψεις της επιτελεστικής ισχύος της γλώσσας- από την αρχαιότητα στην νεοτερικότητα (του Π. Ροϊλού)

Έρχομαι από ένα Πανεπιστήμιο που έχει την τιμή να είναι το πρώτο στις ΗΠΑ όπου διδάχθηκε η ελληνική γλώσσα. Τον χειμώνα του 1827, ο Αλέξανδρος Νέγρης,  αγωνιστής του 1821, ανιψιός του Δημητρίου Υψηλάντη, ήρθε στην Βοστώνη. Το επόμενο έτος, το 1828, άρχισε να διδάσκει την  ελληνική γλώσσα στο Χάρβαρντ. Την ίδια χρονιά εξέδωσε στη Βοστώνη την Grammar of the Modern Greek Language (Συνοπτικὴ τῆς ἁπλοελληνικῆς διαλέκτου γραμματική). Επισημαίνει στον πρόλογό του στην γραμματική του ο Νέγρης:

«Παρηγορία μου μεγίστη είναι εις τας πολλάς μου δυστυχίας, μεμονωμένος, εστερημένος πατρίδος, συγγενών και φίλων, το να εξεύρω την σπουδήν της γλώσσης μου, εις την οποίαν εγεννήθησαν αι τέχναι και αι επιστήμαι, καλλιεργουμένην εις ένα νέον ημισφαίριον. Και όλη μου κατά το παρὸν η φιλοδοξία περιορίζεται εις το να εμπορώ να ειπώ ότι πρώτος εις τους φιλομαθείς και φιλοκάλους ενέπνευσα Αμερικανούς την επιθυμίαν του να σπουδάζωσι την καθομιλουμένην».
Έκτοτε η παράδοση της έρευνας και διδασκαλίας του νεότερου ελληνικού πολιτισμού, όχι βεβαίως μόνο της γλώσσας, στο ίδιο Πανεπιστήμιο συνεχίστηκε, εις πείσμα των κατά καιρούς όποιων αντιξοοτήτων και, με τεράστια, τα τελευταία χρόνια, επιτυχία. Το παράθεμα από την εισαγωγή της γραμματικής του Νέγρη που μόλις σας διάβασα, καταδεικνύει σημαντικές πτυχές της λειτουργίας της ελληνικής διασπορικής συνείδησης και των πρώιμων προσπαθειών διάδοσης της ελληνικής γλώσσας, που η σημερινή εκδήλωση της Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού τιμά, στην αμερικανική ήπειρο.
Στην ομιλία μου, ωστόσο, θα ήθελα να εστιασθώ σε ένα άλλο θέμα: την επιτελεστική λειτουργία της γλώσσας, όπως αυτή αποτυπώνεται σε παραδείγματα της ελληνικής σκέψης και λογοτεχνίας, από την αρχαιότητα μέχρι τα νεότερα χρόνια. Και αυτό, για να αναδείξω από πόσο νωρίς και με πόση συνέπεια στοχαστές και τεχνίτες του ελληνικού λόγου είχαν βαθειά συνείδηση της λειτουργίας της γλώσσας όχι μόνον ως εκφραστικού μέσου, αλλά και ως οργάνου που επιδρά στην πραγματικότητα, συχνά επαναπροσδιορίζοντας και ανασυνθέτοντάς την.
Θα ήθελα να αρχίσω με δύο κείμενα του Ανδρεά Εμπειρίκου:

1).                                ΑΙ ΛΕΞΕΙΣ
Όταν καμιά φορά επιστρέφομεν από τους Παρισίους και αναπνέομεν την αύραν του Σαρωνικού, υπό το φίλιον φως και μέσα στα αρώματα της πεύκης, εν τη λιτότητι των μύθων. Των σημερινών και των προκατακλυσμιαίων ως σάλπισμα πνευστών, ή ως ήχος παλμικός, κρουστός, τυμπάνων, υψώνονται πίδακες στιλπνοί, ωρισμέναι λέξεις, λέξεις-χρησμοί, λέξεις ενώσεως αψιδωτής και κορυφαίας, λέξεις με σημασίαν απροσμέτρητον διά το παρόν και διά το μέλλον, αι λέξεις «Ελελεύ», «Σε αγαπώ», και «Δόξα εν υψίστοις», και, αιφνιδίως, ως ξίφη που διασταυρούμενα ενούνται, ή ως κλαγγή αφίξεως ορμητικού μετρό εις υπογείους σήραγγας των Παρισίων, και αι λέξεις: «ChardonLagache”, “DenfertRochereau”, “Danton”, “Odeon”, “Vauban”, και “GloriaGloria in excelsis”.

2).                                          ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ

Όταν το ρήμα εκτοπίζεται και άρχουν παντού τα επίθετα, θετά παιδιά της συμμορφώσεως και του διακοσμημένου ψεύδους, τέλματα εκτείνονται εκεί όπου ο σπόρος έπιπτε ως σπέρμα. Μα τότε, ω, τότε δικαιολογούνται – τι λέγω, ευλογούνται όλου του κόσμου οι θυμοί. Οι εκριζωταί, τότε, δεν είναι (ω άνδρες ασυμμόρφωτοι, ω άνδρες και γυναίκες) απλώς ίππων οπλαί, ή εκσκαφείς, ή παίδες ρινοκέρων, δεν είναι μόνον νοσταλγοί της παμπάλαιας γης της Αττικής ή Βοιωτίας, μα έφηβοι στεφανηφόροι, έφηβοι σπερματικοί και εις το γήρας των ακόμη, θεμελιωταί, και όταν ακόμη δεν το ξέρουν, των νέων Θηβών ή Αθηνών. Φθάνει να μη γελασθούν, να μην εξαπατηθούν ποτέ από την Σφίγγα των τελμάτων, ή από τους εις εξώστας ή βουλάς λαλούντας σοφιστάς και λαοπλάνους, που σφίγγουν δήθεν στοργικά και πνίγουν, επάνω στα στήθη των τα πέτρινα, μέσα στο φέγγος της καθημερινής μας τραγωδίας (Αλλοί, αλλοί και τρισαλλοί! – Ακούστε, ακούστε, ω άνδρες Βοιωτοί, ω άνδρες Αθηναίοι!) τους παλαιούς και νέους βλαστούς.
Με ποιητική πρωτοτυπία ο Εμπειρίκος αποτυπώνει στα κείμενα αυτά την διαχρονική αξία της ελληνικής γλώσσας, αφενός, και την εν γένει ενεργό επίδραση του λόγου στη διαμόρφωση, κατανόηση και καταγραφή της πραγματικότητας, αφετέρου. Στο κείμενο “Αι Λέξεις” τα τρία ελληνικά γλωσσικά σημεία που τονίζει ο ποιητής είναι φορτισμένα όχι μόνο με ιδιάζουσα σημασιολογική λειτουργία, αλλά και με συγκεκριμένη ιδεολογική και πολιτισμική βαρύτητα: “Ελελεύ”,  “Σ’ αγαπώ”, “Δόξα εν υψίστοις.” Ο πρώτος όρος παραπέμπει στην αρχαιότητα και μάλιστα στις ηρωικές συνυποδηλώσεις της. Ο δεύτερος στην σύγχρονη φάση της ελληνικής και ο τελευταίος στην μετακλασσική, χριστιανική περίοδο της πολιτισμικής μας παράδοσης. Ηρωισμός, έρωτας, μεταφυσική υπερβατικότητα εμπερικλείονται στις λέξεις αυτές με μία πυκνότητα που τα ανάγει από απλά γλωσσικά σημεία σε φορείς και δημιουργούς, ταυτόχρονα, μίας ολόκληρης πολιτισμικής ιστορίας και ποιητικής μυθολογίας. Ας θυμηθούμε ότι στο κείμενο του Εμπειρίκου οι λέξεις αυτές συνδέονται με την “λιτότητα των μύθων, των σημερινών και των προκατακλυσμιαίων”— μεταμορφώνονται δηλαδή, σε σημεία-μυθήματα: στοιχεία ενός ευρύτερου, μυθοποιημένου και μυθοποιητικού, αφηγήματος. Άλλωστε, οι λέξεις αυτές αποκτούν, όπως τονίζει ο Εμπειρίκος, την αξία οιονεί μυστικών, τελετουργικών όρων (“λέξεις χρησμοί”), που αποσκοπούν στην μύηση των δεκτών τους σε μία πραγματικότητα η οποία κείται πέραν των κρατουσών συνιστωσών πρόσληψης και εκτίμησης της καθημερινότητας. Και όμως, το μυθικό, πολιτισμικό κεφάλαιο που μεταφέρουν οι λέξεις αυτές, συναιρείται, μέσω μίας υπερρεαλιστικής διαδικασίας, σε μία καινούρια, μάλλον ειρωνική, ενότητα με την πραγματικότητα της τεχνολογίας, το “ορμητικό μετρό”—σύμβολο μίας σύγχρονης μυθολογίας, η οποία στηρίζεται στην σημασία της τεχνολογικής ανάπτυξης και της ταχύτητας. Η ταχύτητα και η τεχνολογία, ως εμβληματικές εκφάνσεις της μοντερνικότητας, επιβάλλουν μία καινούρια αντιμετώπιση του χρόνου: ο χρόνος συλλαμβάνεται και βιώνεται ως μία ταχέως μεταμορφούμενη συνιστώσα του σύγχρονου βίου, που τρέχει βίαια και ασταμάτητα. Η παρένθεση των τριών ελληνικών όρων, που παραπέμπουν σε τρεις διαφορετικές αλλά άρρηκτα συνδεδεμένες, φάσεις της εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας, διακόπτει, κατά κάποιον τρόπο, την φρενιτιώδη ροή του σύγχρονου χρόνου, καθώς επεισάγει, με χαρακτηριστική βαρύτητα, την έννοια της παράδοσης. Είναι υπ’ αυτήν την έννοια που οι χαρακτηριστικοί αυτοί όροι αποκτούν “σημασίαν απροσμέτρητον δια το παρόν και διά το μέλλον”.  Στο δεύτερο κείμενο που σας διάβασα, “Τα Ρήματα”, μία φαινομενικά σχολαστική γραμματική διάκριση βασικών μερών του λόγου, ρήμα και επίθετο, αναπτύσσεται σε έναν δημιουργικό, έμμεσο σχολιασμό της ιδεολογικής δυναμικής της γλώσσας και των δυνατοτήτων πολιτικής χρήσης και κατάχρησής της: τα επίθετα, χαρακτηριζόμενα σαν “θετά παιδιά της συμμορφώσεως και του διακοσμημένου ψεύδους”, παραπέμπουν σε έναν κενό αυθεντικής σημασίας λόγο, μέσο πολιτικής εκμετάλλευσης και ηθικού εκφυλισμού. Τα ρήματα, από την άλλη, ταυτίζονται με την δράση και την εξέλιξη. Η αποσιώπηση των ρημάτων και η ηγεμονοποίηση του λόγου και της σκέψης από τα επίθετα οδηγούν στην αποτελμάτωση, η οποία, με την σειρά της, μπορεί να ξεπεραστεί μέσω μίας αποφασιστικής αποκατάστασης του ρήματος/του λόγου, δηλαδή, από τον οποίον απορρέει ενεργός δράση και αντίδραση. Σε ένα άλλο κείμενο του Εμπειρίκου, κατά την γνώμη μου ένα από τα πιο εμπνευσμένα λακωνικά έργα της πρωτοποριακής μας λογοτεχνίας, η δημιουργία της ελληνικής γλώσσας και της μορφολογικής της ποικιλίας περιγράφεται μέσω μίας σύνθετης, αποκαλυπτικής παρομοίωσης. Εδώ, η γένεση του ελληνικού λόγου ουσιαστικά χαρακτηρίζεται ως αποτέλεσμα της ενέργειας κοσμικών δυνάμεων και έτσι ταυτίζεται με την δημιουργία του σύμπαντος:
ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΑΙ ΠΤΩΣΕΙΣ
Ως πτώσεις αγγέλων εις βάραθρα των ουρανών, ως κεραυνοί ή ως πλήγματα επάλληλα ραγδαίως πίπτοντα της Μοίρας, έπιπταν επί των πτώσεων αι πτώσεις και έτσι ανέβλυσαν (μοιραίως) στα χείλη των Ελλήνων, με καθαράν και πλήρη προφοράν, με ακατάσχετον ορμήν, ως πάθους φλογερού εκσπερματώσεις, αι λέξεις: ε π ί π τ ω σ ι ς και ε π ι π τ ώσ ε ι ς.
Τολμώντας ένα μεγάλο χρονολογικό και ιστορικό άλμα, θα ήθελα να σας συμπαρασύρω, για λίγο, στον τέταρτον αιώνα, εποχή ακμής των χριστιανικών ελληνικών  γραμμάτων, που ανέδειξε τρεις από τους πιο σημαντικούς λογοποιούς του μετακλασσικού ελληνισμού, έτσι όπως αυτός διαμορφώθηκε σε στενή συνάφεια με (αλλά και ριζικά κριτική στάση προς) την αρχαία ελληνική γραμματολογική παράδοση: Τον Ιωάννη Χρυσόστομο, που η ρητορική του δεινότητα αποτυπώθηκε από νωρίς στην ιδιάζουσα επωνυμία του, τον «ωκεανό» των χριστιανικών γραμμάτων, όπως επίσης αποκαλούνταν από τους Βυζαντινούς. Τον Βασίλειο τον Μέγα και τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Στον γνωστό του λόγο προς τους νέους για τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την αρχαία ελληνική γραμματεία όσο πιο εποικοδομητικά (για τα χριστιανικά πρότυπα) γίνεται, ο Βασίλειος διατύπωσε, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς, τις βασικές αρχές του εκπαιδευτικού, τουλάχιστον, διαλόγου ανάμεσα στην ειδωλολατρική και την χριστιανική παράδοση, που έμελλαν να διαμορφώσουν θεμελιώδεις πρακτικές της μετέπειτα Βυζαντινής παιδείας. Ο Βασίλειος εστιάζεται στην προπαιδευτική αξία των αρχαίων κειμένων. Οι αρχαίοι Έλληνες και η «θύραθεν» σοφία τους δεν απορρίπτονται συλλήβδην, αλλά εντάσσονται σε ένα πρόγραμμα προγύμνασης του ήθους, της ψυχής και του νου των νέων. Στο κείμενο του Βασιλείου ο ήλιος, ταυτιζόμενος με τη χριστιανική διδασκαλία, είναι απευθείας ορατός μόνον ύστερα από την επιλεκτική και προσεκτική εντρύφηση στα αρχαία γράμματα, που παραλληλίζονται με την αντανάκλαση του ήλιου στο νερό. Στην ανάλυση των επιχειρημάτων του ο Βασίλειος τονίζει την επιτελεστική δυναμική των λόγων: οι λόγοι, λέγει, ωθούν, παράγουν έργα, γι’ αυτό κανείς πρέπει να είναι προσεκτικός:
«Ἡ γὰρ πρὸς τοὺς φαύλους τῶν λόγων συνήθεια ὁδός τίς ἐστιν ἐπὶ τὰ πράγματα. Διὸ δὴ πάσῃ φυλακῇ τὴν ψυχὴν τηρητέον, μὴ διὰ τῆς τῶν λόγων ἡδονῆς παραδεξάμενοί τι λάθωμεν τῶν χειρόνων, ὥσπερ οἱ τὰ δηλητήρια μετὰ τοῦ μέλιτος προσιέμενοι.»
Η μεικτή και επιφυλακτική στάση του Βασιλείου έναντι της ελληνικής αρχαιότητας και η προγραμματική του προσέγγιση της παιδείας ευνόητα απωθεί όσους δεν λαμβάνουν υπόψιν τους τις συγκεκριμένες πολιτισμικές και ιστορικές συνιστώσες της συνολικής κοσμοθεωρίας του. Ωστόσο, είναι δίκαιο να ανακαλέσει κανείς ότι και ο Πλάτωνας, ιδιαίτερα στην Πολιτεία του, φέρεται εντονότατα κατά των ποιητών και της υποτιθέμενης διαβρωτικής επίδρασης που ο λόγος τους μπορεί να έχει στους πολίτες του ιδανικού του κράτους. Χωρίς αμφιβολία, τέτοιες προσεγγίσεις μαρτυρούν τάσεις αυθαίρετης και επικίνδυνης καθηγεμόνευσης της σκέψης. Τις αναφέρω εδώ για να καταδείξω την επιμονή των συγγραφέων αυτών στην επιτελεστική δυναμική της γλώσσας.
Ο Βασίλειος, στην προσπάθειά του να υπογραμμίσει την δυνάμει αμφίβολη και αμφίρροπη ενέργεια των λόγων, χρησιμοποιεί την μεταφορά του δηλητηρίου, μεταφορά που βρίσκει παράλληλα σε αρχαίες θεωρίες ή περιγραφές σχετικές με την δύναμη του λόγου να επενεργεί στην ψυχή των δεκτών του και να καθορίζει τις πράξεις τους. Στο περίφημό του Ἑλένης ἐγκώμιον, ο σοφιστής Γοργίας, ιδιαίτερα γνωστός για την αριστοτεχνική χρήση του αρμονικών δομών της γλώσσας, τονίζει ότι ο  λόγος έχει μεγάλη επίδραση στους ανθρώπους. Ανατρέχει στην αμφοτερόγλωσση σημασιολογική αξία του όρου “φάρμακον” για να εξάρει την επιτελεστικότητα της γλώσσας. Με αξιοσημείωτη ευφυία και οξυδέρκεια— σχεδόν προφητική, θα έλεγε κανείς, πολύ μεταγενέστερων, αποδομιστικών προσεγγίσεων στην γλώσσα (αξίζει να θυμηθούμε το δοκίμιο του Derrida ακριβώς για την αμφισημία του φαρμάκου)—ο Γοργίας, όπως αργότερα και ο Βασίλειος, για εμφανέστατα διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικούς στόχους ο καθένας, αντιμετωπίζει τον εκφερόμενο λόγο ως θεραπευτική αλλά, ταυτόχρονα, και πιθανόν επιβλαβή δύναμη, φάρμακο (μέλι, θα έλεγε ο Βασίλειος) αλλά και φαρμάκι: «λόγος, δυνάστης μέγας ἐστίν, ὃς σμικροτάτῳ σώματι καὶ ἀφανεστάτῳ  θειότατα ἔργα ἀποτελεῖ». Ο λόγος, ως «μέγας δυνάστης», λοιπόν, μπορεί, παρά το ελάχιστο των διαστάσεων που καταλαμβάνει στον χώρο και τον χρόνο, να επιτελεί έργα αντάξια δύναμης θεϊκής και, ως αποτέλεσμα, να ηγεμονεύει την ψυχή και να υπαγορεύει πράξεις και αντιδράσεις. Αποτελεί ενδιαφέρουσα ειρωνεία ότι ο κατεξοχήν πολέμιος του σοφιστή Γοργία και του συναφιού του, ο Σωκράτης, στο Συμπόσιο του Πλάτωνα περιγράφεται σαν ένας μάγος, «φαρμακεύς», ο λόγος του οποίου διαπερνούσε τον νου και την ψυχή των συνομιλητών του όπως το φαρμάκι του φιδιού.
Επανερχόμενος στην εποχή και το έργο των Τριών Ιεραρχών, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ανάμεσα στις άλλες καθοριστικές για την εξέλιξη της Χριστιανικής σκέψης δραστηριότητές του, ανέλαβε να αντικρούσει την τυραννική επίθεση του αυτοκράτορα Ιουλιανού ενάντια στο δικαίωμα των Χριστιανών να διδάσκουν και να διδάσκονται την αρχαία ελληνική γραμματεία. Με διάταγμα που εξέδωσε το 362, ο Ιουλιανός, απέκλειε τους Χριστιανούς ρητοροδιδάσκαλους από την διδασκαλία αρχαίων κειμένων. Η μάλλον σοφιστική εξήγηση που έδινε ήταν ότι δεν είναι δυνατόν μη ειδωλολάτρες να διδάσκουν κείμενα με τα οποία διαφωνούν. Ουσιαστικά, βέβαια, προσπαθούσε να αποκόψει τους Χριστιανούς διανοητές από οποιαδήποτε αίσθηση συνέχειας με την κλασσική παιδεία και να υπονομεύσει το παιδαγωγικό τους έργο. Ο Γρηγόριος, στον δεύτερο στηλιτευτικό του λόγο εναντίον του Ιουλιανού, απορρίπτει την συλλογιστική του αυτοκράτορα και υπεραμύνεται του δικαιώματος των Χριστιανών να μαθητεύουν στην, και να διδάσκουν την αρχαία γραμματεία.
Στην τρίτη δεκαετία του 11ου αι., μισόν αιώνα περίπου πριν την καθιέρωση της εορτής των Τριών Ιεραρχών στο Βυζάντιο, ο  Ιωάννης Σικελιώτης, ο πιο σημαντικός κατά την γνώμη μου, αλλά εν πολλοίς αγνοημένος, Βυζαντινός θεωρητικός της λογοτεχνίας, δηλαδή της ρητορικής, είχε αναγάγει τους τρεις Πατέρες σε υποδείγματα επιτελεστικού πολιτικού λόγου και παιδείας.[1] Βέβαια, η σύλληψη της πολιτείας και του πολιτικού λόγου στο έργο του Χριστιανού ρήτορα διαφέρει απ’ αυτήν των αρχαίων Ελλήνων, του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη, αλλά και του σπουδαιότερου εκπροσώπου της ρητορικής της ύστερης αρχαιότητας, του Ερμογένη. Ο μεγάλος αρχαίος Έλληνας ανταγωνιστής ήταν, βέβαια, το πρότυπο ρητορικής δεινότητας, ο Δημοσθένης. Ο Σικελιώτης, σε μία  σπάνια για τα Βυζαντινά δεδομένα έκφανση αυτογνωσίας σχετικά με τις σύγχρονές του πολιτικές καταστάσεις, ομολογεί τα εξής:
“Όπως έχει επισημανθεί αρκετές φορές, ο λόγος του Δημοσθένη εθεωρείτο ως υπόδειγμα δεινότητος από όλους κατά την αρχαιότητα. Ωστόσο, επειδή η ρητορική του και το ύφος του δεν αρμόζει στο δικό μας πολιτικό σύστημα (‘πολιτεία’), παρά μόνο στο επίπεδο των προγυμνασμάτων, εφόσον δεν ζούμε σε δημοκρατικό πολίτευμα αλλά κυβερνώμαστε από αυτοκράτορα, είναι προτιμότερο να στραφούμε στο έργο του Θεολόγου, που έτσι κι αλλιώς υπερβαίνει τον Δημοσθένη. Γιατί ο Θεολόγος ανέπτυξε την πολιτική ρητορική σε πιο πρωτότυπο και θείο λόγο κατά τρόπο που είναι αδύνατον να περιγραφεί με λόγια. Κι αυτό το είδος της ρητορικής εξελίχθηκε περαιτέρω από τον Ευφράτη ή μάλλον τον Ωκεανό της Εκκλησίας, δηλαδή τον Χρυσόστομο, αφού, όπως προείπα, η δημοκρατία δεν είναι πια το δικό μας πολιτικό σύστημα.”
Στην συζήτησή του, ο Σικελιώτης επαναπροσδιορίζει την επιτελεστική αποτελεσματικότητα και το περιεχόμενο της έννοιας του πολιτικού λόγου, αναπτύσσοντας τον πιο συστηματικό εκχριστιανισμό της αρχαίας ελληνικής ρητορικής θεωρίας στο Βυζάντιο. Στο θεωρητικό του σύστημα οι Τρεις Ιεράρχες ενσαρκώνουν τις σημαντικότερες εκφάνσεις του χριστιανικού «πολιτικού» ρητορικού λόγου και της «πολιτικής επιστήμης». Προφανέστατα, πρόκειται εδώ για μία πρωτότυπη προσέγγιση της έννοιας της πολιτικής επιστήμης, προσαρμοσμένης στα δεδομένα και τις ανάγκες της χριστιανικής διδασκαλίας. Ο Σικελιώτης προσδίδει στις κατηγορίες αυτές συγκεκριμένο πνευματικό περιεχόμενο που επιτρέπουν την αφομοίωσή τους σε ένα ευρύτερο σύστημα χριστιανικής ηθικής. Σύμφωνα λοιπόν με την θεωρία του, η πολιτική επιστήμη και ο ρητορικός λόγος που την υπηρετεί σχετίζεται στενά με την «μεγαλόνοια», που με την σειρά της βοηθά τους ανθρώπους να επιτύχουν την κάθαρση του γνωστικού μέρους της ψυχής τους από την σχέση του με την ύλη. Για τον Σικελιώτη, συγκεκριμένα ρητορικά ύφη αναλογούν σε συγκεκριμένες ηθικές αρετές: για παράδειγμα, το καθαρό ύφος συνδέεται με την αρετή της σωφροσύνης και παρομοιάζεται με την καλή και συνετή σύζυγο, ενώ η δεινότητα με την φρόνηση.
Στους ανθρώπους που τους ενδιαφέρει να ανακαλύψουν τι είναι πράγματι ωφέλιμο στον βίο, απαραίτητες, τονίζει ο Σικελιώτης, είναι οι «τελετές» και τα «μυστήρια» του κοινού αγαθού της ρητορικής, μυστήρια τα οποία είναι προσβάσιμα μόνο στους μυημένους στις μεθόδους και πρακτικές της ρητορικής. Η ρητορική προϋποθέτει βαθειά εξοικείωση και με άλλους τομείς της ανθρώπινης γνώσης: από την αριθμητική αντλεί τα αξιώματα που καθορίζουν σχέσεις συμμετρίας και αναλογίας στις φράσεις· από την μουσική, τον ρυθμό, την ευφωνία και την δύναμη να δημιουργεί συγκεκριμένα κάθε φορά συναισθήματα στους αποδέκτες της· από την γεωμετρία, την ρύθμιση των διαστάσεων των περιόδων· από την αστρονομία, διάφορες έννοιες και τεχνικές, όπως η επαναφορά και η επανάληψη. Προφανώς, ο Σικελιώτης εδώ, όπως και άλλοι Βυζαντινοί, είναι επηρεασμένος από τον νεοπλατωνισμό—κυρίως, κατά την γνώμη μου, τον Πρόκλο—και την έμφαση που αυτός έδιδε στον συσχετισμό διαφόρων επιπέδων της ανθρώπινης εμπειρίας και του κόσμου εν γένει.
Ο Σικελιώτης αντλεί από την αρχαία παράδοση προκειμένου να εδραιώσει την άποψή του περί θείας καταγωγής του ρητορικού λόγου, αλλά τα σχετικά στοιχεία τα εντάσσει στην δική του συστηματική προσπάθεια εκχριστιανισμού της αρχαίας τέχνης του λόγου. Στο έργο του, λοιπόν, η πολιτική και η ρητορική, ως «επιστήμες», συνδέονται στενά με την βελτίωση της ζωής των ανθρώπων μετά την προπατορική «πτώση». Επίσης, η χρήση της εικόνας των μυστηρίων και τελετών στην περιγραφή του της λειτουργίας του λόγου, επενδύει την όλη του θεωρία με την δυναμική μίας «τελετουργικής ποιητικής». Ας μην ξεχνούμε, άλλωστε, ότι ο όρος και η έννοια της τελετής περικλείει την σημασία της δράσης, της επιτέλεσης ενός έργου, της πραγμάτωσης μίας ενέργειας. Στην θεωρία του, που ως ένα βαθμό συνεχίζει και τελειοποιεί την προσπάθεια των προτύπων του, των Τριών Ιεραρχών, για μία συστηματική αφομοίωση και προσαρμογή πλευρών της αρχαίας γραμματείας στα χριστιανικά και βυζαντινά δεδομένα, ενεργοποιείται μία σειρά διάφορων κοινωνικοαισθητικών ομολογιών. Κατά την γνώμη του, η οποία, βέβαια, αντιστρέφει την πλατωνική προσέγγιση της ρητορικής, η τέχνη/επιστήμη αυτή δεν αντιτίθεται στην φιλοσοφία. Απεναντίας, συνιστά τον «κάλλιστον» κλάδο της φιλοσοφίας, “και εκδήλωση υπέρτερης δύναμης,” στον βαθμό μου μιμείται, όπως ισχυρίζεται, την ενέργεια του Θεού, αφού φροντίζει τις ψυχές και τα σώματά μας, τις οικίες και τις πόλεις, και οργανώνει με σοφό τρόπο όσα έχουν διασπασθεί και κατακερματισθεί ως αποτέλεσμα της πτώσης του ανθρώπου: η ρητορική, τονίζει, «πολιτικούς φιλοσόφους ἀποτελεῖ, πόλεις ὅλας καὶ δήμους τῷ τῆς γλώττης ἄγουσα πείσματι» Προσέξτε πάλι εδώ την χρήση της έννοιας της επιτελεστικής λειτουργίας της γλώσσας: “φιλοσόφους ἀποτελεῖ. Η ορθή, ηθικά και πνευματικά, χρήση της γλώσσας, οδηγεί, κατά τον Σικελιώτη, στην δημιουργία του “ὄντως πολιτικοῦ λόγου”. Βέβαια, ο Βυζαντινός στοχαστής προσδίδει μία ιδιάζουσα σημασία στον όρο πολιτικός: πολιτικός είναι ο λόγος που ανάγει τον άνθρωπο στην γνώση της ιδανικής, νοερής, χριστιανικής πολιτείας.
Από την άποψη του ιδεολογικού περιεχομένου και φιλοσοφικού υποβάθρου, οι διαφορές ανάμεσα στους Χριστιανούς αυτούς διανοητές και του μοντερνιστή ψυχαναλυτή/ποιητή, του Εμπειρίκου, είναι πασιφανέστατα τεράστιες. Υπάρχει, ωστόσο, μία πολύ σημαντική ομοιότητα, την οποία θα ήθελα να εξάρω ακριβώς μέσω της απρόσμενης αυτής συμπαράθεσης των τόσο ευδιάκριτα ετερόκλητων στοιχείων: τόσο η Εμπειρίκια ποίηση όσο και οι βυζαντινοί συγγραφείς τονίζουν την δημιουργική δυναμικότητα της (ελληνικής, εν προκειμένω) γλώσσας και την επιτελεστική λειτουργία της: στο έργο τους ιδιαίτερη έμφαση δηλαδή αποδίδεται στον λόγο όχι σαν στείρο μέσο ανταλλαγής πληροφοριών, αλλά ως επικοινωνιακή ενέργεια, ικανή να επηρεάζει άμεσα την πραγματικότητα, να δραστηριοποιεί μνήμες, να ποιεί, να κατασκευάζει καινούριες καταστάσεις, όχι μόνο φαντασιακές αλλά, εν τέλει, και πραγματικές. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που σε κάποιες ρητορικές πραγματείες της αρχαιότητας και του Βυζαντίου, ο λόγος αναφέρεται, όχι σπάνια, ως ζῷον. Δεν πρόκειται τόσο για αταβιστικό κατάλοιπο ανιμιστικής αναλογικής σκέψης, όσο, μάλλον, για έκφανση μιας βαθειάς συνειδητοποίησης της αναπόσπαστης συχνά ενότητας λόγου και πράξης. Ο λόγος είναι, με άλλα λόγια, ένα ζῷον, ζωντανό στοιχείο, που τιθασεύει και τιθασεύεται, ενεργεί και δαμάζεται, ζει και χαρίζει ζωή, παράγει και αναπαράγεται, διαπνέεται από μία ζώσα, δημιουργική ενέργεια. Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και την μεταγενέστερη χριστιανική σκέψη αντίστοιχες, όχι βεβαίως ταυτόσημες, έννοιες έχουν εκφραστεί στην στωική φιλοσοφία και βέβαια, στον εισαγωγικό λόγο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Οι στωικοί είχαν αναπτύξει, ως γνωστόν, την φιλοσοφική αρχή του σπερματικού λόγου, που ισοδυναμούσε με την δημιουργική δύναμη του σύμπαντος. Στην ιδιότυπη αυτή θεωρητική κατηγορία συναντώνται οι έννοιες του εκφερόμενου λόγου, του ενδιάθετου λόγου, και της κοσμικής νόησης. Ο σπερματικός λόγος είναι η δημιουργός ενέργεια του σύμπαντος κόσμου. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αρχίζει το Ευαγγέλιό του με την περίφημη ρήση: ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεόν, καὶ θεὸς ἦν ὁ λόγος. Αφήνοντας κατά μέρος την τεράστια βιβλιογραφία θεολογικής και φιλολογικής ερμηνείας του αποσπάσματος αυτού, μιας από τις πυκνότερες προτάσεις στην ελληνική γλώσσα—ανάλογης συμπύκνωσης, κατά την γνώμη μου με αυτήν της φράσης του Ηρακλείτου «ἀθάνατοι θνητοί, θνητοὶ ἀθάνατοι, ζῶντες τὸν ἐκείνων θάνατον, τὸν δὲ ἐκείνων βίον τεθνεῶτες»—θα ήθελα να επισημάνω τις εξής θεμελιώδεις φιλοσοφικές της διαστάσεις: την αρχετυπική και αρχέγονη προέλευση του «λόγου» και την άρρηκτη συνάφειa ή μάλλον ταύτισή του με τον Θεό. Προχωρώντας ακόμη πιο πέρα θα έλεγα ότι στην συγκεκριμένη σύλληψη της έννοιας του λόγου υπόκειται επίσης και η σημασιολογική του διάσταση ως αρμονικής, δημιουργικής αναλογίας η οποία πραγματώνεται και ενυπάρχει στην έννοια και ενέργεια του Λόγου/Θεού.
Στην σύγχρονη γλωσσολογική θεωρία, η επιτελεστική δυναμικότητα του εκφερόμενου λόγου έχει αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής μελέτης του κλάδου των pragmatics και ειδικότερα της speech act theory. Ο John Austin, το έργο του οποίου How to Do Things with Words, που είναι βασισμένο σε σειρά διαλέξεων που έδωσε στο Χάρβαρντ το 1955, έθεσε τα θεωρητικά θεμέλια της επιστημονικής αυτής προσέγγισης της ενεργητικής δημιουργικότητας της γλώσσας, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση σ’ αυτό που ονομάζει “prelocutionary” λειτουργία της γλώσσας, την επιτελεστική, με άλλα λόγια, ενέργειά της. Η φράση, για παράδειγμα,  “βεβαιώνω ότι υπάρχουν χρήματα στο ταμείο του κράτους και θα τα χρησιμοποιήσω για να αυξήσω τους μισθούς και τις συντάξεις,” ή το αντίθετό της, όταν εκφέρεται ως διαπίστωση (το πρώτο σκέλος της) και ως υπόσχεση (στο δεύτερο), υποτίθεται (σε έναν ιδανικό κόσμο…) ότι έχει δεσμευτικό χαρακτήρα, συνιστά ένα είδος συμβολαίου και αναμένεται να οδηγήσει σε αντίστοιχα αποτελέσματα: πείθει τους συνομιλητές/ακροατές και επηρεάζει την ψηφοφορική επιλογή τους και, εν δυνάμει, και την πορεία μιας συγκεκριμένης χώρας.
Από την συζήτηση όλων των διαφορετικών, σε μια πρώτη ματιά ασύνδετων μεταξύ τους, αυτών περιπτώσεων από όλο το εύρος του ελληνικού πολιτισμού, γίνεται ολοφάνερο ότι συχνά η γλώσσα, ο λόγος, δεν αντιμετωπίζεται σαν κάτι που εκφέρεται ή καταγράφεται μόνον, αλλά ως κάτι που, ουσιαστικά, πράττει, δημιουργεί. Η απλή αλλά θεμελιώδης αυτή διαπίστωση, που ανάγεται ήδη στην αρχαιότητα, πολλούς αιώνες πριν την επιστημονική της τεκμηρίωση και μελέτη από την σύγχρονη γλωσσολογία, έχει τεράστια σημασία για την εκπαίδευση και την πολιτισμική πολιτική: η υπερβολική ή μονομερής έμφαση σε άλλες περιοχές της ανθρώπινης γνώσης εις βάρος των ανθρωπιστικών σπουδών και ειδικότερα της μελέτης της γλώσσας και του πολιτισμού που αυτή έχει παραγάγει μπορεί να έχει τεράστιες συνέπειες. Πρόκειται για αλήθεια που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν, ειδικά σήμερα που η τεχνολογία, οι κοινωνικοικονομικές δομές, η ταχύτητα της πληροφόρησης έχουν επιβάλει, σχεδόν ηγεμονικά, την αρχή και την πραγματικότητα της σταδιακής υποχώρησης της ισχύος αρκετών γλωσσών ανά τον κόσμο ή ακόμη και την εξαφάνιση μικρότερων γλωσσών. Η γλώσσα και ο λόγος, που συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως έχει ισχυρισθεί ο Wittgenstein, καθορίζουν, ή μάλλον, ταυτίζονται με τον κόσμο μας, και καθοδηγούν επίσης τις πράξεις μας, πρέπει να αποτελεί βασική προτεραιότητα της εκπαίδευσης, αφού μέσω αυτής μεταφέρεται η πολιτισμική παράδοση από τις όποιες απαρχές της έως σήμερα. Στην σημερινή εποχή—που, όπως έχω υποστηρίξει αλλού, μπορεί να χαρακτηρισθεί και ως νεο-μεσαιωνική, κυρίως λόγω του εύκολα επιβαλλόμενου ελέγχου και της εξομοιωτικής παγκοσμιοποίησης του σκέπτεσθαι και του πράττειν—, η καθημερινή αλλά και η πιο επίσημη χρήση του λόγου διακρίνεται από μία ανησυχητική ταχυγλωσσία: η ηλεκτρονική επικοινωνία έχει επιβάλει αποσπασματικούς κώδικες συνεννόησης, διαμορφωμένους, εν πολλοίς, υπό την επίδραση της ηγεμονικής, πια, αγγλικής γλώσσας. Δεν είναι τυχαίο που τα επιφωνήματα και οι συντμήσεις έχουν επιβληθεί σαν τα πιο πρόσφορα μέσα γλωσσικής επικοινωνίας σε έναν κόσμο που πάσχει από το αψίκορο του στιγμιαίου, την αίσθηση της ασυνέχειας και την βία της ταχύτητας. Αλλά κατακερματισμένος ή ηγεμονοποιημένος λόγος σημαίνει, μπορεί να σημαίνει, και κατακερματισμένη ή ηγεμονοποιημένη σκέψη και πράξη. Και χωρίς λόγο ακέραιο δεν μπορεί να καλλιεργηθεί καμία διαλεκτική και κανένας ουσιαστικός διά-λογος. Η έμφαση στον πολιτισμό, και μάλιστα αυτόν του ενδιάθετου και καταγραφόμενου λόγου, αποτελεί επιτακτική ανάγκη αντίστασης και επιβίωσης, σε ώρες σαρωτικής και ταχείας έμμεσης ή άμεσης επιβολής στρατηγικών λήθης και εκπραγμάτωσης, ουσιαστικά ψηφιοποίησης των κοινωνικοπολιτικών υποστάσεων του ατόμου.
Σήμερα, λοιπόν, όσο ίσως ποτέ άλλοτε στην ιστορία της ανθρωπότητας, έχουμε ανάγκη από το αντίδοτο της θεραπευτικής δυναμικότητας του γλωσσικού φαρμάκου, όπως αυτό το εξέλιξαν γόητες/φαρμακείς του λόγου και των στοχαστικών προσαρμογών του, σαν τον  Γοργία, τον Πλάτωνα, τους Πατέρες της Εκκλησίας, το δημοτικό τραγούδι, τον Καβάφη, τον Εμπειρίκο, για να αναφερθώ στην ελληνική περίπτωση, και τόσους άλλους· του λόγου, που οι ανθρωπιστικές επιστήμες υπηρετούν πιο δραστικά, όταν απεμπολούν κάθε δογματικά ωφελιμιστικό προσανατολισμό υπαγορευόμενο από την οικονομίστικη αρχή της προσφοράς και της ζήτησης. Μόνον έτσι, πιστεύω, οι ανθρωπιστικές επιστήμες σήμερα μπορούν, ή μάλλον, επιβάλλεται, να αντισταθούν, προς όφελος της «δια-κριτικής» (όπως θα την όριζε ο Πλάτωνας στον Σοφιστή του), που κάποτε χρειάζεται να διαπερνά το είναι των πολιτών με την ένταση με την οποία το δόντι της έχιδνας, όπως και το διαλεκτικό κέντρισμα του γόητα Σωκράτη, εγχέει το φάρμακό της στο ανυποψίαστο σώμα των ανθρώπων.

* Κεντρική ομιλία στην εκδήλωση για την «Παγκόσμια ημέρα της ελληνικής γλώσσας» την οποία οργάνωσε η Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 22 Φεβρουαρίου 2020. Έχω διατηρήσει την προφορική εκδοχή του κειμένου με ελάχιστες αλλαγές.
info: Ο Παναγιώτης Ροϊλός είναι Καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στην Έδρα Γιώργου Σεφέρη και Καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.
[1] Βλ. Panagiotis Roilos, “Ancient Greek Rhetorical Theory and Byzantine Discursive Politics: John Sikeliotes on Hermogenes,” στο T. Shawcross and I. Toth (επιμ.), Reading in the Byzantine Empire and Beyond, Καίμπριτζ 2018, 159-184. Θεώρησα αναγκαίο να προσθέσω την υποσημείωση αυτή στο κατά τα άλλα προφορικό μου κείμενο, διότι το σημαντικό έργο του Σικελιώτη συνεχίζει να είναι παραμελημένο. Πτυχές του έργου του συζητώ εν συντομία και στο βιβλίο μου AmphoteroglossiaA Poetics of the TwelfthCentury Byzantine Novel, Καίμπριτζ, Μασσ., 2005.

Δεν υπάρχουν σχόλια: