του ΘΕΟΔΟΣΗ ΒΟΛΚΩΦ
Ξάνθος Μαϊντάς,
Αφανών γυναικών,
Γαβριηλίδης, 2019
Με άλλα λόγια, αυτό που κατά βάσιν μας αφορά δεν είναι τα νιάτα ή το γήρας ενός δημιουργού, αλλά τα νιάτα ή το γήρας του έργου του. Λέγοντας «νιάτα» τώρα, εννοούμε διανοητικές δυνάμεις ακμαίες, γονιμότητα πνευματική, σφρίγος στοχαστικό και κυριαρχία πάνω στα μέσα και τους τρόπους που o συγγραφέας μετέρχεται κατά την επίμοχθη μορφοπλαστική διαδικασία. Υπ’ αυτή την έννοια λοιπόν, ευρεία οπωσδήποτε αλλά όχι και αυθαίρετη, ο Ξάνθος Μαϊντάς (γ. 1950) διάγει αυτό ακριβώς: μια δεύτερη νεότητα.
Δεν έχουμε παρά να ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στην πρόσφατη εργογραφία του. Την παρελθούσα πενταετία –και ιδίως αφότου αφυπηρέτησε από το Αθήνησι, στο οποίο δίδαξε θεωρητική φυσική για περισσότερα από 40 χρόνια–, η εκδοτική του παρουσία σημειώνεται σταθερή και πυκνή. Στα τελευταία βιβλία του περιλαμβάνονται μια εκτενής ανθολόγηση του Τάκη Σινόπουλου συνοδευόμενη από εμπεριστατωμένο εισαγωγικό μελέτημα («Το μεγάλο μαύρο φως: Ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος»), μια μονογραφία για την ποίηση του Τάσου Γαλάτη («Τα χαράγματα της ποίησης του Τάσου Γαλάτη»), που παρεμπιπτόντως μόλις κυκλοφόρησε και τη συγκεντρωτική έκδοση του έργου του («Ο κάλλιστος κόσμος», Gutenberg, 2020), και τρεις ποιητικές συλλογές («Αφανών γυναικών», «Τριλογία 17», «Πόλεως άκος»), όλα από τις εκδόσεις του αείμνηστου Σάμη Γαβριηλίδη. Το «Αφανών γυναικών» μάλιστα, το πιο πρόσφατο βιβλίο του Ξ. Μαϊντά και αντικείμενο του παρόντος σημειώματος, ήταν και από τα τελευταία που επέπρωτο να κυκλοφορήσουν από τον εν λόγω εκδοτικό οίκο σε μια λιτή και φροντισμένη έκδοση.
Λιτό όμως –και μάλιστα έως ελλειπτικότητας– είναι και το βιογραφικό σημείωμα που βρίσκουμε στο αφτί του βιβλίου, όπου δεν γίνεται η παραμικρή μνεία στην ακαδημαϊκή ιδιότητα του συγγραφέα, ενώ λείπουν παντελώς και οι αναφορές στις επιστημονικές του εργασίες και περγαμηνές.
Στην εποχή των βαρυφορτωμένων ή και παραφουσκωμένων CV, όπου είθισται να αναγράφονται ένα σωρό πληροφορίες άσχετες προς τη λογοτεχνία, στοιχεία που συχνά ζαλίζουν ένα τουλάχιστον διστακτικό και μάλλον άβουλο στις αισθητικές του κρίσεις μολονότι εγγράμματο κοινό, η χειρονομία αυτή του Ξ. Μαϊντά, ερχόμενη σε ευθεία αντίθεση με τα κρατούντα, έχει ασφαλώς τη σημασία της.
* * *
Περί γυναικών λοιπόν ο λόγος, όπως δηλώνεται ευθύς εξ αρχής από τον τίτλο του βιβλίου – «Αφανών γυναικών» θυμίζουμε. Ας σταθούμε όμως για μια στιγμή στο ουσιαστικό προτού προχωρήσουμε στην εξέταση του επιθέτου.
Η γυναίκα φυσικά και αποτελεί ένα από τα προσφιλέστερα θέματα της ποίησης ανά τους αιώνες. Θα έλεγε μάλιστα κανείς πως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ιδίως από την εποχή των προβηγκιανών τροβαδούρων και τρουβέρων –χωρίς να λησμονούμε κορυφαίες στιγμές της κλασικής, ελληνιστικής και λατινικής αρχαιότητας– θεματολογικά τουλάχιστον, η μισή λυρική ποίηση «γυναικοκρατείται»: είναι δηλαδή γραμμένη από άντρες για γυναίκες. Χιλιάδες χιλιάδων στίχοι, κάθε γλώσσας και τεχνοτροπίας, ξοδεύτηκαν αφειδώς για την εξύμνηση του ωραίου φύλου από άντρες όλων των ηλικιών –από τον αμούστακο νεανία μέχρι τον πολιό πρεσβύτη– που μεθούσαν και σπάραζαν από αγάπη.
Η εξημμένη από τον αντρικό πόθο ποιητική φαντασία έπλασε μια εντυπωσιακή σειρά αλησμόνητων ηρωίδων του έρωτα, οι οποίες στο πέρασμα του χρόνου έγιναν αγέραστα σύμβολα, κομβικά σημεία αναφοράς που ακόμη δεσμεύουν την προσοχή συγγραφέων και αναγνωστών: οι αγγελικές Μαργαρίτες, οι αιθέριες Ιουλιέτες και Οφηλίες, οι μυστικές Βεατρίκες, οι σεμνές Λάουρες. Οι ωραίες Ελένες φυσικά. Από κοντά βέβαια κι οι περαστικές Αφροδίτες, όπως εκείνες οι μικρές αξιέραστες εταίρες της Παλατινής, ή οι πεισματάρες Κυνθίες. Κι ακόμη οι ονειρικές γητεύτρες των θρύλων και των παραμυθιών: οι μάγισσες, οι ξωθιές και οι νεράιδες, οι ποικιλώνυμες αρχοντοπούλες και βασιλοπούλες. Κι όλα ετούτα χωρίς καν να επεκταθούμε στο μυθιστόρημα, στο θέατρο ή στο μελόδραμα, όπου απαντούμε μιαν εξίσου πλούσια, αν όχι και πλουσιότερη, ποικιλία γυναικείων χαρακτήρων και τύπων.
Η γυναίκα, σαρκωμένο ιδανικό και ιδανικευμένη σάρκα, συγκινεί και ενθουσιάζει, αναπτερώνει και συγκλονίζει, εμψυχώνει και παρακινεί στη δράση για την τέλεση άθλων. Προπαντός όμως εμπνέει τον έρωτα, εκπληρώνοντας την ύπατη φιλοδοξία της κατά Μολιέρο. Οδηγεί τη ζωή και την τέχνη σε αναβαθμούς – από τον ζωώδη σαρκικό ερεθισμό μέχρι την ερωτική έκσταση και παραπέρα ώς τη μυστική θρησκευτική λατρεία. Σονέτα, μπαλάντες, ωδές, ύμνοι, ποιήματα λιγόστιχα και πολύστιχα, όλα στην ποδιά της γυναίκας αφημένα ευλαβώς ή ριγμένα με απελπισία, λυρικές προσφορές άλλοτε για να τις ποδοπατά με περιφρόνηση κι άλλοτε για να τις δέχεται ως τιμή οφειλόμενη σε βασίλισσα, κάποτε δεκτές με αιδημοσύνη ως δώρημα αναπάντεχο που κάνει τις τρυφερές γυναικείες παρειές να κοκκινίζουν. Η γυναίκα ως «το αιώνιο θηλυκό που μας τραβά προς τον ουρανό», καθώς ήθελε ο Γκαίτε.
Ή το ακριβώς αντίστροφο: η γυναίκα ως ανθηρή παγίδα, ως προδοτικό μονοπάτι που παρασύρει στον γκρεμό, ως δρόμος δολερός που οδηγεί στην κόλαση και στην απώλεια – της ορθοφροσύνης, του εαυτού, της ίδιας ζωής. Στην στρατιά των γυναικών-ολετήρων (εξίσου πολυάριθμης με εκείνη των γυναικών-σωτήρων) ανήκουν οι succubi, οι θηλυκοί δαίμονες που επιβουλεύονται τους άντρες, οι περιβόητες Πανδώρες και Σαλώμες, οι Ιππολύτες και οι Δαλιδές, οι Σειρήνες και οι Κίρκες, όργανα καταστροφής που με όχημα τη λαγνεία οδηγούν στην πτώση και στον θάνατο ακόμη και τους καλύτερους, αποδυναμώνοντας, αποκτηνώνοντας και κάποτε ευνουχίζοντάς τους, πλήττοντας δηλαδή τον πυρήνα του ανδρισμού όσων τις ποθούν, οδηγώντας τους στη χαύνωση και στην εκθήλυνση. Είναι εκείνες που καταφέρνουν να ρίξουν στην αιχμαλωσία τον Σαμσών και να φορέσουν φουστάνια στον Ηρακλή…
* * *
Λίγο πολύ, η λυρική ποίηση, όποτε μίλησε για τη γυναίκα τυφλωμένη από το πάθος, κινήθηκε ανάμεσα στα δύο τούτα άκρα, ανάμεσα στη γυναίκα άγγελο και στη γυναίκα διάβολο, χωρίς εντούτοις –και ευτυχώς– να λείπουν και οι στιγμές εκείνες που παριστούν τη γυναίκα σε βάση ρεαλιστικότερη.
Διότι και τούτες οι πραγματιστικότερες, ας τις πούμε έτσι, θεωρήσεις δεν αντίκεινται εξ ορισμού προς τη βαθύτερη και πολυστρώματη φύση του λυρισμού, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι τούτος ο τελευταίος μπορεί να βλέπει και να χαίρεται τις γυναίκες χωρίς να τις ποθεί ή κι αν τις ποθεί να χαλιναγωγεί τον πόθο, γεγονός που επιβεβαιώνει και το «Αφανών γυναικών» του Ξ. Μαϊντά.
Ο συγγραφέας στο βιβλίο του αυτό, πράγμα που το διαφορίζει αποφασιστικά τόσο από τις κορυφές της λαμπρής όσο και από τα τέλματα της ανέμπνευστης ή και ευτελούς γυναικολατρίας (γιατί αλίμονο υπάρχει κι αυτή), δεν προσέρχεται στην ποίηση ως ένας ακόμη ερωτόληπτος ποιητής για να τραγουδήσει τωρινά ή περασμένα δικά του πάθη ούτε ως συνεχιστής όπως τόσοι άλλοι, αξιότατοι βέβαια, μιας πλουσιότατης, καθώς ειπώθηκε, μυθοποιούσας παράδοσης.
Άλλες είναι οι γυναίκες χάριν των οποίων ανεβαίνει στο ποιητικό βήμα, παναπεί κατέρχεται στα πλούσια μεταλλεία της μνήμης, ανασύροντας μορφές, περιστατικά και εικόνες. «Κι είναι / της μνημοσύνης η πληγή», γράφει στο δεύτερο ποίημα του βιβλίου, φράση που θα μπορούσε να τεθεί και ως γενικό του μότο, γιατί όλα τα ποιήματα, και τα 27 τις τριμερούς αυτής συλλογής, μια διφυής μνήμη τα γεννά: των γυναικών που αναθυμούνται τη ζωή τους και του ποιητή που τη μνημονεύει και την ιστορεί.
Ορυκτά του βαρύτιμα και σπάνια δεν είναι ούτε οι πολυτραγουδισμένες «δέσποινες των λογισμών» ποιητών δαφνοστεφών και πολυδοξασμένων ούτε οι τυχόν ιδανικευμένες ερωμένες των πρώτων χρόνων του των νεανικών ή οι αισθηματικές σχέσεις της ώριμης ηλικίας που έκαναν τον κύκλο τους και τώρα τον επισκέπτονται σε ώρες ρέμβης και περισυλλογής, αλλά κάποιες γυναίκες «αφανείς». Γυναίκες που έζησαν και πέθαναν αόρατες σχεδόν και ατραγούδιστες, αλλά ανασύρονται από το παρελθόν και χάρη στην τέχνη της γραφής αναβιώνουν για να σταθούν ολόρθες, εμφανείς επιτέλους και στο δικό μας το βλέμμα.
Όχι πως από το βιβλίο απουσιάζει ο έρωτας. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει – υπάρχει σχεδόν σε κάθε σελίδα, γιατί όποιος λέει γυναίκα λέει αγάπη. Ωστόσο δεν πρόκειται για τον έρωτα του ποιητή. Στην ηλικία που ο αναστοχασμός συνιστά φυσική κίνηση του πνεύματος, ο συγγραφέας αναλογίζεται και αποτιμά. Και πάλι όμως, όχι τον δικό του βίο και πολιτεία αλλά τον βίο των γυναικών που μάρτυράς του, έστω και για λιγοστές μα εντυπωτικές στιγμές, στάθηκε – ιδίως στα παιδικά και πρώτα νεανικά του χρόνια.
O γυναικόκοσμος που σκιαγραφεί ο συγγραφέας ανήκει σε μιαν άλλη εποχή, κατά την οποία η γυναικεία χειραφέτηση είναι ακόμα μακριά. Γυναίκες της στενάχωρης ελληνικής επαρχίας ή του σύγχρονου αποπνικτικού άστεως, γυναίκες του καθημερινού μόχθου και της σκληρής βιοπάλης, γυναίκες κλεισμένες στα ασφυκτικά όρια μιας πατριαρχικής κοινωνίας, γυναίκες που εξεγείρονται με τον μόνο τρόπο που ξέρουν οι απελπισμένοι, γυναίκες δοσμένες στην παραφορά, γυναίκες που τις χάραξε ο θάνατος και τις σκότωσε ο έρωτας, όπως η μάνα που χάνει τον πρωτότοκό γιο της («Η πρώτη γυναίκα» και «Η πρώτη γυναίκα Β’», σσ. 11-12), η παιδούλα που αυτοχειριάζεται για μιαν απαγορευμένη αιμομικτική αγάπη («Στα δεκαεφτά», σ. 13) ή εκείνη που αργοσβήνει με το όνομα του πρώτου της έρωτα «στα μαραμένα χείλη» («Η θεία Ραλλού», σ.13).
Με τ’ όνομά του στα χείλη
τις ώρες τις στερνές
η θεία Ραλλού.
Με τ’ όνομά του έφευγε, ξαναγύριζε,
κι ύστερα χανότανε πάλι.
Φύλλο στον αέρα η ψυχή της.
τις ώρες τις στερνές
η θεία Ραλλού.
Με τ’ όνομά του έφευγε, ξαναγύριζε,
κι ύστερα χανότανε πάλι.
Φύλλο στον αέρα η ψυχή της.
Όμως τι όνομα κι αυτό
που όλο ερχότανε στα χείλη,
στα μαραμένα χείλη
και γλύκαινε, προς στιγμήν, το πρόσωπο
και λίγο έπαιζαν τα άδεια μάτια
κι αμυδρά φαινότανε το τελευταίο δάκρυ.
που όλο ερχότανε στα χείλη,
στα μαραμένα χείλη
και γλύκαινε, προς στιγμήν, το πρόσωπο
και λίγο έπαιζαν τα άδεια μάτια
κι αμυδρά φαινότανε το τελευταίο δάκρυ.
Κανείς δεν γνώριζε, κανείς δεν θυμόταν
τον πριν από εβδομήντα χρόνια
πρώτο της έρωτα.
τον πριν από εβδομήντα χρόνια
πρώτο της έρωτα.
[«Η θεία Ραλλού», σ. 13]
Γυναίκες που τα φέρνουν βόλτα δύσκολα, που ανασταίνουν γιους και κόρες ολομόναχες –ανδρόβουλες τις έλεγαν οι αρχαίοι–, γυναίκες που παλεύουν και αξίζουν όσο εκατό άντρες και που επιπλέον έχουν επίγνωση της αξίας τους. Σαν τη γιαγιά Λένη, την αρσενόθυμη.
Όταν χήρεψε η μανιά η Λένη
–μ’ οκτώ παιδιά στην πλάτη–
ήταν δεν ήτανε σαράντα πέντε χρονών.
Οι μέρες που ήρθαν δύσκολες
κι οι τέσσερεις οι κόρες σε ηλικία.
Πώς βόλτα τα ’φερνε κανείς δεν έμαθε.
–μ’ οκτώ παιδιά στην πλάτη–
ήταν δεν ήτανε σαράντα πέντε χρονών.
Οι μέρες που ήρθαν δύσκολες
κι οι τέσσερεις οι κόρες σε ηλικία.
Πώς βόλτα τα ’φερνε κανείς δεν έμαθε.
Μόνο σαν ήρθε η ώρα
και πάντρεψε τον μεγάλο της
μετά την εκκλησία, στο παζάρι
–το έθιμο ήθελε άντρας
ν’ ανοίξει τον χορό–
η μανιά η Λένη κρατώντας
νύφη και γαμπρό,
στάθηκε απέναντι στα όργανα
και παράγγειλε:
και πάντρεψε τον μεγάλο της
μετά την εκκλησία, στο παζάρι
–το έθιμο ήθελε άντρας
ν’ ανοίξει τον χορό–
η μανιά η Λένη κρατώντας
νύφη και γαμπρό,
στάθηκε απέναντι στα όργανα
και παράγγειλε:
Μπεράτι.
[Μπεράτι, σ. 32]
Είναι ακόμη οι γυναίκες του πληρωμένου έρωτα («Η κυρία Ερμιόνη των Μυστεγνών», σσ. 20-21, «Η Σάσα», σ. 22) ή εκείνες που πέρασαν μια ολόκληρη ζωή σ’ ένα γάμο που μέρα τη μέρα ευτέλιζε τον έρωτα.
Μέρες την παίδευαν
τα εγγόνια της,
Παιχνίδι το ’χαν κάνει.
Μα αυτή αμίλητη.
τα εγγόνια της,
Παιχνίδι το ’χαν κάνει.
Μα αυτή αμίλητη.
Πες μας και πες μας
γιαγιά πώς το ’κανες
με τον παππού.
Μέρες αμίλητη,
Ώσπου δεν άντεξε
κι έδωσε τέλος
στο παιχνίδι τους.
γιαγιά πώς το ’κανες
με τον παππού.
Μέρες αμίλητη,
Ώσπου δεν άντεξε
κι έδωσε τέλος
στο παιχνίδι τους.
«Ερχόταν πότε-πότε ο παππούς σας
από την ταβέρνα μεθυσμένος
και με μαγάριζε».
από την ταβέρνα μεθυσμένος
και με μαγάριζε».
[«Παίγνιο», σ. 24]
Κι έπειτα είναι οι γυναίκες που χάρηκαν τον έρωτα αλλά τον είδαν σιγά σιγά να τελματώνει και να εκφυλίζεται («Απόγευμα Κυριακής», «Απόγευμα Κυριακής Β’», «Απόγευμα Κυριακής Γ’» σσ. 15-18). Πρώτα σε στίχο ελεύθερο, κατόπιν εμμέτρως και τέλος σε πεζό εν είδει μικροδιηγήματος, πρακτική που εφαρμόζεται και σε άλλα ποιήματα της συλλογής, ο ποιητής παραλλάσσει το υλικό του και το φωτίζει από διάφορες πλευρές.
Την απόλαυση των ερωτικών τους στιγμών
ακολούθησε η επίμονη αμφιβολία
που τώρα βαραίνει την ψυχή και τη σκέψη.
Και στις ματιές τους ανθίζουν,
σκληρές αιχμές, οι υποψίες.
Κυριακή απόγευμα χωρίζουν.
Μένουν στην ίδια γειτονιά
και κρατάνε κρυφές
τις συναντήσεις τους.
Χρόνια τώρα. […]
ακολούθησε η επίμονη αμφιβολία
που τώρα βαραίνει την ψυχή και τη σκέψη.
Και στις ματιές τους ανθίζουν,
σκληρές αιχμές, οι υποψίες.
Κυριακή απόγευμα χωρίζουν.
Μένουν στην ίδια γειτονιά
και κρατάνε κρυφές
τις συναντήσεις τους.
Χρόνια τώρα. […]
[Απόγευμα Κυριακής, σ. 15]
Ζευγάρια που μοιράστηκαν χρόνια ολόκληρα την ίδια κλίνη μα όχι και μια κοινή ζωή, τη συχνά επιπόλαια ψεγόμενη (ιδίως από όσους δεν έχουν τo σθένος να την αντέξουν) αλλά τόσο πολύτιμη καθημερινότητα – με ό,τι κι αν αυτή συνεπάγεται. Τούτος ο διαχωρισμός, που παγιώνεται χρόνο με τον χρόνο και δεν εκβάλλει σε μια κοινωνία πέραν της σαρκικής, υποβιβάζει τον ερωτικό σύντροφο σε απλό μέσο προς επίτευξη της ηδονής, εκτρέφοντας τα δηλητηριώδη φίδια μιας οδυνηρής, διαβρωτικής υποψίας.
Ο Ξ. Μαϊντάς, με τα βραχύσωμα αυτά πορτρέτα του, που συλλαμβάνουν μια κορυφαία στιγμή της βιογραφίας των εικονιζόμενων γυναικών, δεν αποτίνει φόρο τιμής στην ιδέα ή σε κάποια τέλος πάντων ιδέα της γυναίκας. Μας μιλά πάντα για γυναίκες και μάλιστα για γυναίκες συγκεκριμένες, για ξέχωρες και αυτόνομες προσωπικότητες όχι στην ιδανικευμένη τους μορφή, τέτοια που την έπλασε και την ξανάπλασε ο αντρικός πόθος ανά τους αιώνες, λατρεύοντας μεν αλλά τις περισσότερες φορές αδυνατώντας να ψυχανεμιστεί καν το ελάχιστο από τον πλούτο του γυναικείου ψυχισμού και να ιχνηλατήσει το βάθος του. Τι βλέπει ο Δαβίδ από την Βηρσαββεέ; Τίποτα, γιατί τίποτα δεν μπορεί να δει πέραν της τρομερής ομορφιάς που γονατίζει τον βασιλιά οδηγώντας τον στη μοιχεία και στο έγκλημα. Διότι ο πόθος θολώνει το βλέμμα. Κι όταν ακόμη εκφράζεται με όρους αισθητικούς φτάνοντας σε επιτεύξεις υπέροχες, τις περισσότερες φορές ωστόσο λιγότερα μας λέει για εκείνη που αγαπιέται και περισσότερα για εκείνον που αγαπά. Το δικό του πρόσωπο αποκαλύπτει κατά βάσιν, αφήνοντας ακουσίως την αγαπημένη στο ημίφως ή στο σκοτάδι.
Στο «Αφανών γυναικών» το βλέμμα του ποιητή στρέφεται σ’ εκείνες που άξιζαν ν’ αγαπηθούν – απ’ τους γιους, απ’ τους πατεράδες, απ’ τους άντρες τους. Κι αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά, ο βαθύτερος ηθικός πυρήνας του βιβλίου, η θεμελιώδης κοσμοθεωρητική του αφετηρία που δείχνει με το χειροπιαστό του στίχου εκείνο που κατά τον περασμένο αιώνα εμφατικά επισήμανε ο Καρλ Γιάσπερς: «Άντρας και γυναίκα είναι δύο διαφορετικοί τρόποι του υπάρχειν μέσα στον κόσμο».
Από τα κορυφαία ποιήματα της συλλογής, έξοχη προσωποποίηση και συνάμα συγκρατημένη μομφή των σύγχρονων ηθών που και τα πάλαι ποτέ ευγενή σύνεργα του ανθρώπου δεν μπορούν να τα αντιληφθούν παρά μόνο ως άψυχα μέσα, υπόδειγμα του τι μπορεί να κατορθώσει τούτος ο αντικειμενικότερος λυρισμός, το ακόλουθο. Γραμμένο σε δύο μέρη, το παραθέτουμε αυτούσιο.
Στέκεται στη γωνιά, μόνη της
διακοσμητική, στολίδι του σπιτιού,
άξια για εργασία ακόμη,
όμως κανείς δεν την καταδέχεται.
Γιατί κανείς δεν ξέρει
τις ικανότητές της.
διακοσμητική, στολίδι του σπιτιού,
άξια για εργασία ακόμη,
όμως κανείς δεν την καταδέχεται.
Γιατί κανείς δεν ξέρει
τις ικανότητές της.
Στέκεται μόνη,
παλιά σεβάσμια υπηρέτρια,
που οφείλει σύντομα να πεθάνει
για να αδειάσει τη γωνιά,
τον τόπο της.
παλιά σεβάσμια υπηρέτρια,
που οφείλει σύντομα να πεθάνει
για να αδειάσει τη γωνιά,
τον τόπο της.
Κι ας τη θαυμάζουν όλοι,
– τα παλιά έχουν χάρη.
Η χρήση τα έχει εξευγενίσει.
Στέκεται μόνη
ἡ παλιά μας Singer.
Η αιωνόβια.
– τα παλιά έχουν χάρη.
Η χρήση τα έχει εξευγενίσει.
Στέκεται μόνη
ἡ παλιά μας Singer.
Η αιωνόβια.
~ . ~
Τα λεφτά μου τα έβγαλα,
ένα δαμάλι του παππού του Θεοχάρη
κι ένα τάλιρο ακόμη.
Έραψα παντελονάκια των μικρών
εσώρουχα με δαντέλες
μα και νυφικά.
Πάντρεψα κόρες κι εγγονές.
Στην Κατοχή κρύφτηκα
από τους Ιταλούς,
μαζί με το πιστόλι του παππού.
Σκέβρωσε το καπάκι, το ντύσιμό μου
μα εγώ στη θέση μου.
Λίγο λάδωμα κι όλα εντάξει.
ένα δαμάλι του παππού του Θεοχάρη
κι ένα τάλιρο ακόμη.
Έραψα παντελονάκια των μικρών
εσώρουχα με δαντέλες
μα και νυφικά.
Πάντρεψα κόρες κι εγγονές.
Στην Κατοχή κρύφτηκα
από τους Ιταλούς,
μαζί με το πιστόλι του παππού.
Σκέβρωσε το καπάκι, το ντύσιμό μου
μα εγώ στη θέση μου.
Λίγο λάδωμα κι όλα εντάξει.
Τους έραψα, τούς έντυσα
κι ακόμα αξίζω,
μα αυτοί με παραπέταξαν,
γιατί είναι αυτοί που δεν μπορούν
ούτε κλωστή στην τρύπα να περάσουν
–κι αν την περάσουν, τι;–
ούτε τη ρόδα με το χέρι να γυρίσουν
ούτε ένα χάδι στο πανί,
ένα γαζί ή ένα στρίφωμα.
κι ακόμα αξίζω,
μα αυτοί με παραπέταξαν,
γιατί είναι αυτοί που δεν μπορούν
ούτε κλωστή στην τρύπα να περάσουν
–κι αν την περάσουν, τι;–
ούτε τη ρόδα με το χέρι να γυρίσουν
ούτε ένα χάδι στο πανί,
ένα γαζί ή ένα στρίφωμα.
Έτσι ανήμποροι,
εύκολοι αγοραστές του έτοιμου,
δήθεν ωραίου,
χαζεύουν το σχήμα και τη γραμμή
το στέρεο μέταλλο της ρόδας μου
και το αστραφτερό ατσάλι της βελόνας,
καθώς με παίζουν και με περιπαίζουν,
εκεί στη γωνιά του σπιτιού τους,
εύκολοι αγοραστές του έτοιμου,
δήθεν ωραίου,
χαζεύουν το σχήμα και τη γραμμή
το στέρεο μέταλλο της ρόδας μου
και το αστραφτερό ατσάλι της βελόνας,
καθώς με παίζουν και με περιπαίζουν,
εκεί στη γωνιά του σπιτιού τους,
άχρηστη και διακοσμητική.
[Η παλιά υπηρέτρια, σσ. 36-37]
Στέκομαι σ’ ένα ακόμη ποίημα. Εδώ, η γυναίκα σε ρόλο ποθητού σώματος είναι ταυτοχρόνως κάτι λιγότερο και κάτι περισσότερο από γυναίκα: άγαλμα μιας θεάς. Στις σημειώσεις (σ. 52) ο συγγραφέας μάς πληροφορεί για το θλιβερό περιστατικό που έλαβε χώρα στο Μουσείο του Λούβρου το 1970 και του οποίου στάθηκε μάρτυρας. Η σοφή σκηνοθεσία αντιδιαστέλλει τον φλογερό εραστή, παραστρατημένο έστω, προς τον ουτιδανό χλευαστή. Από τη μια μεριά αυτός που φλέγεται από το αρχαίο κάλλος βλέποντας ακόμη και το μάρμαρο ως σάρκα ζώσα κι από την άλλη εκείνος που βρίσκει μιαν ακόμη αφορμή για να λοιδορήσει ό,τι δεν κατανοεί, ό,τι είναι ανίκανος ν’ αρθεί μέχρι το ύψος του. Κάνει λοιπόν το μόνο που μπορεί: ασχημονεί. Άκρως επιτυχής και η χρήση της ανισοσυλλαβίας, που χρησιμοποιείται και σε άλλα ποιήματα της συλλογής.
Στην πόλη έγινε γνωστό πως συνευρέθη με τ’ άγαλμα της Αφροδίτης.
Αξιοθαύμαστη, του νέου επισκέπτη, η τρέλα και το πάθος
να αισθανθεί την ιερή σάρκα, όμως η θεϊκή η δύναμή της
κι η σύνεση της πολιτείας τιμώρησαν το ανίερό του λάθος.
Αξιοθαύμαστη, του νέου επισκέπτη, η τρέλα και το πάθος
να αισθανθεί την ιερή σάρκα, όμως η θεϊκή η δύναμή της
κι η σύνεση της πολιτείας τιμώρησαν το ανίερό του λάθος.
Καμία έπαρση στην πράξη του αυτή
σαν θέλησε να νοιώσει δική του την άψυχη την πέτρα
και ν’ απολαύσει ολύμπια ηδύτητα ξεχωριστή.
Φτωχέ της καλλιπύγιας εραστή, του κάτεργου τις μέρες τώρα μέτρα.
σαν θέλησε να νοιώσει δική του την άψυχη την πέτρα
και ν’ απολαύσει ολύμπια ηδύτητα ξεχωριστή.
Φτωχέ της καλλιπύγιας εραστή, του κάτεργου τις μέρες τώρα μέτρα.
Ω! Πόσο βέβηλοι οι αιώνες που πέρασαν αλλάζοντας τα ήθη.
Φάνηκε, ναι, φάνηκε αυτό στο ξέφραγο των Παρισίων Λούβρο,
στην ξιπασιά μεσήλικα που χάιδευε χλευαστικά της απαράμιλλης θεάς τα στήθη.
Φάνηκε, ναι, φάνηκε αυτό στο ξέφραγο των Παρισίων Λούβρο,
στην ξιπασιά μεσήλικα που χάιδευε χλευαστικά της απαράμιλλης θεάς τα στήθη.
Και δεν κατάλαβε κανείς πως άλλο ο θλιβερός του αιώνα μας επιδειξίας
(που είχε κακάσχημο το απαράδεκτό του μούτρο)
και άλλο ο ερωτευμένος, πάλαι ποτέ, γαμιάς της θεϊκής Κνιδίας.
(που είχε κακάσχημο το απαράδεκτό του μούτρο)
και άλλο ο ερωτευμένος, πάλαι ποτέ, γαμιάς της θεϊκής Κνιδίας.
[Εν Κνίδω, 4ος π.Χ. αιώνας, σ. 46]
Σημειώσαμε παραπάνω ότι θεματικός πυρήνας του βιβλίου δεν είναι ο έρωτας του ποιητή. Δεν θέλησε ο Ξ. Μαϊντάς να γράψει ένα Dictherliebe. Οι δικές του γυναίκες δεν αθανατίζονται στα Ηλύσια της τέχνης όπου τις ανυψώνει ο έρωτας κι ο πόθος όταν αξίως ψαλμωδούν. Παραμένουν ανώνυμες ή δηλωμένες με το μικρό τους όνομα και μηδεμιάς εξαιρουμένης ριζώνουν όλες με τα πληγιασμένα τους πόδια σε μια γη ποτισμένη με βουβά δάκρυα και αίμα.
Ο συγγραφέας αποφασίζει ν’ αποδυθεί στο ύστατο εγχείρημα δικαίωσης της ζωής τους, που τερματίστηκε πριν από πολλές δεκαετίες ή συνεχίζει οδεύοντας προς το γήρας αλλά ζει ως μνήμη ακατάλυτη μέσα στις λέξεις του ποιητή. Επιλέγει μια κορυφαία στιγμή της βιοπορείας τους και με λίγους μετρημένους στίχους σκιαγραφεί το ήθος τους. Κατορθώνει να μας μεταδώσει κάτι από τον πυρήνα του κρυφού τους δράματος, την προσωπική τους περιπέτεια κι έτσι να διαφυλάξει μέσα στη γλώσσα αυτό που κυλάει και χάνεται δίπλα μας αόρατο και αμίλητο. «Καμιά ζωή, και η πιο κοινή, δεν είναι αδιάφορη» είναι σαν να μας λέει ο ποιητής και όλη η ποίηση που κρύβει ο βίος τούτων των αφανών γυναικών αξίζει να γραφτεί και ν’ ακουστεί.
Αυτός ο χαμηλόφωνος λυρισμός του συγκρατημένου συναισθήματος προχωρά σεμνοπρεπώς σε θαυμαστή ομολογία προς τους βίους που ιστορεί. Πορτρέτα σε κάρβουνο, αναθήματα και συνάμα επιτύμβια λιγόλογα και αυστηρά, τα ποιήματα τούτα μας θυμίζουν ότι οι γυναίκες δεν είναι μόνο θεές του έρωτα. Είναι και θυγατέρες του πόνου.
Μόνον όποιος αγάπησε βαθιά τις γυναίκες θα μπορούσε έτσι να τις δει. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο εμμέσως, σε δεύτερο και τρίτο χρόνο, ν’ αποδώσει τη μόνη δικαιοσύνη που μπορεί ένας συγγραφέας να χαρίσει στον κόσμο – την ποιητική. Πώς; Μα λέγοντας την ανήκουστη ιστορία του.
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΒΟΛΚΩΦ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου