Διάβασα τους Θηριόμορφους, το νέο βιβλίο της Έλενας Μαρούτσου και «υπέκυψα στη γοητεία του» (χωρίς απαραιτήτως να το παρομοιάζω με δωμάτιο με κάτοπτρα -σελ. 206) Εξηγούμαι: Εφόσον ένα βιβλίο είναι (ή θα έπρεπε να είναι) ένα σύνθετο καλλιτεχνικό προϊόν και όχι απλά το κείμενο ενός συγγραφέα, υπέκυψα στη γοητεία του βιβλίου της Μαρούτσου πριν ακόμη το διαβάσω. Η αισθητική και η ποιότητα της έκδοσης με κέρδισαν από την πρώτη στιγμή που το ξεφύλλισα στον πάγκο του βιβλιοπωλείου. Επιλέγοντάς το, ανάμεσα σε άλλες υποψήφιες προς αγορά νέες κυκλοφορίες, ουσιαστικά θέλησα να επιβραβεύσω και τις αντίστοιχες επιλογές του εκδότη Νίκου Γκιώνη των
εκδόσεων Πόλις. Στην επιλογή της αγοράς προσμέτρησε και η τιμή του βιβλίου η οποία, παρά την πολυτέλεια της έκδοσης, ήταν ανάλογη (ή και μικρότερη) από την τιμή των άλλων πρόσφατα εκδοθέντων μυθιστορημάτων. Αλλά και κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης μπόρεσα να εκτιμήσω μια σειρά αφανών παραμέτρων που σπανίως (αν όχι ποτέ) σχολιάζονται στις βιβλιοκριτικές: επιλογή και μέγεθος γραμματοσειράς, επιλογή διάστιχου και περιθωρίων σελίδας, συνολικό στήσιμο σελίδας, ποιότητα χαρτιού και εκτύπωσης· σε αυτές προσθέστε και την εξαιρετική γλωσσική επιμέλεια του κειμένου από την Κατερίνα Σχινά. Στο βιβλίο εμπεριέχονται και 50 φωτογραφίες της Πολωνής Laura Makabresku, φωτογραφίες ιδιαίτερης αισθητικής που συντείνουν και εντείνουν τη γοητεία του βιβλίου. Το φωτογραφικό αυτό σώμα δεν έχει απλό διακοσμητικό ρόλο στην έκδοση αλλά ούτε και περιγραφικό των περιεχομένων της. Οι φωτογραφίες αυτές, οι οποίες προϋπήρχαν του κειμένου της Μαρούτσου και όπως η ίδια αναφέρει στις ευχαριστίες «στάθηκαν για [εκείνη] σταθερή έμπνευση κατά τη διάρκεια της συγγραφής -σελ.217» συλλειτουργούν με το λογοτεχνικό κείμενο με τρόπο οργανικό και αναπόσπαστο. Δεν είναι μόνο ότι οι φωτογραφίες έδωσαν έμπνευση στην Μαρούτσου και καθόρισαν δραστικά την ίδια την πλοκή του έργου της σε επίπεδο ηρώων και επεισοδίων· το έργο της Μαρούτσου χωρίς τις φωτογραφίες θα ήταν ένα άλλο έργο, ένα διαφορετικό έργο. Το κείμενο μπορεί να ήταν το ίδιο, αλλά, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, ένα βιβλίο δεν είναι απλά το κείμενο του συγγραφέα. Η αίσθηση που αφήνει στον αναγνώστη του βιβλίου ο συνδυασμός/η συνομιλία του λογοτεχνικού κειμένου με τη φωτογραφική απεικόνιση σε πολλές περιπτώσεις/σελίδες είναι μοναδικός· αποκαλυπτικός και μαγευτικός (ενδεικτικά και μόνο αναφέρω το περιστατικό με τη μικρή Λουτσία και την αλεπού που ολοκληρώνεται στη σελίδα 109 και τη φωτογραφία που ακολουθεί, όταν γυρίζει ο αναγνώστης σελίδα – μια φωτογραφία που επιτείνει, συμπληρώνει και ανασημασιοδοτεί το κείμενο που προηγήθηκε). Υπό αυτή την έννοια, προσωπικά θεωρώ την Makabresku συνδημιουργό του βιβλίου και πιστεύω πως το όνομά της θα έπρεπε να βρίσκεται και στο εξώφυλλό του κι όχι μόνο στο οπισθόφυλλο (άλλωστε και από ποσοτική και μόνο άποψη οι φωτογραφίες είναι τόσες πολλές, καταλαμβάνουν σχεδόν το ένα τέταρτο του συνολικού αριθμού των σελίδων, ώστε δεν θα ήταν άστοχο το βιβλίο να χαρακτηριστεί και ως βιβλίο τέχνης, φωτογραφικό λεύκωμα ή ό,τι σχετικό άλλο). Σε ένα πρώτο επίπεδο το βιβλίο αφηγείται μια ερωτική ιστορία, μια συνάντηση δύο ανθρώπων, ενός άντρα και μιας γυναίκας στην Κρακοβία της Πολωνίας. Από την πυρηνική αυτή ιστορία της αρχετυπικής συνάντησης των δύο, το βιβλίο εξακτινώνεται σε ποικίλα άλλα επίπεδα (αφηγηματικά, χρονικά, τοπικά, ειδολογικά, ιδεολογικά, σημειολογικά, συμβολικά, καλλιτεχνικά κ.ά.) που το καθιστούν ένα πολυσύνθετο και συνάμα απολαυστικό και γοητευτικό ανάγνωσμα. Το βιβλίο εκτός από τη συνομιλία του με την τέχνη της φωτογραφίας συνομιλεί επίσης με ποικίλες άλλες μορφές τέχνης: το θέατρο, το κουκλοθέατρο, τον κινηματογράφο, την ποίηση, την μουσική, τη μυθολογία. Μία αστοχία που συχνά παρατηρείται στα βιβλία που επιδιώκουν να κινηθούν σε πολλαπλά επίπεδα είναι η αδυναμία του δημιουργού τους να ελέγξει και να τιθασεύσει το ποικίλο υλικό του, να μην παρασυρθεί από αυτό και να το ενσωματώσει οργανικά στο έργο του, να αποφύγει αναίτιες και υπερβολικές παρεκβάσεις, να αποφύγει την επίδειξη (τεχνικών, ευφυΐας ή/και εξυπνάδας), να καταστεί το βιβλίο του ευανάγνωστο και θελκτικό στον αναγνώστη του. Η Μαρούτσου φαίνεται να ελέγχει καλά τις γλωσσικές και αφηγηματικές της επιλογές και το πολυεπίπεδο υλικό της, αποφεύγει επιτυχώς όλα τα παραπάνω και μας προσφέρει ένα πολυσύνθετο μα συνάμα απολαυστικό ανάγνωσμα (ένα ανάγνωσμα που δεν ξεπερνά τις 150 σελίδες πλήρους κειμένου μα που αφήνει, με το πέρας της ανάγνωσης, την αίσθηση ενός πολύ μεγαλύτερου έργου – και εδώ ο χαρακτηρισμός δεν είναι μόνο ποσοτικός). Ακόμη κι όταν ενσωματώνει στην αφήγησή της εκτενείς ιστορίες που δεν δικαιολογούνται επαρκώς αφηγηματικά ή δραματουργικά (όπως η εκτενής εξιστόρηση των παιδικών χρόνων της γιαγιάς της ηρωίδας) η γοητευτική γραφή της Μαρούτσου μετασχηματίζει την όποια αδυναμία σε προτέρημα (καθώς αυτές ακριβώς οι σελίδες είναι από τις πλέον θελκτικές στον αναγνώστη). Στην υπόθεση του βιβλίου δεν θα αναφερθώ καθόλου σε αυτό το σημείωμα· ανέκαθεν μου προκαλούσαν δυσφορία οι βιβλιοκριτικές που αποστερούν από τον αναγνώστη τη χαρά της έκπληξης, την ικανοποίηση της ανακάλυψης (όποιος αναγνώστης άλλωστε το επιθυμεί εύκολα μπορεί να την αναζητήσει στο οπισθόφυλλο ή στις πολλές βιβλιοπαρουσιάσεις που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο)· αίσθησή μου επίσης είναι πως η υπόθεση του έργου, η ιστορία των ηρώων του, αποτελούν απλώς το πρόσχημα της Μαρούτσου για να μιλήσει για όσα ζητήματα την απασχολούν (χωρίς όμως τούτο να σημαίνει πως η υπόθεση είναι διεκπεραιωτική ή σχηματική – κάθε άλλο): ο έρωτας, ο ερωτισμός, η ερωτική αφύπνιση, ο ερωτικός προσανατολισμός, οι ερωτικές πρακτικές, οι σχέσεις εξουσίας σε μια ερωτική σχέση, το ζήτημα της εμπιστοσύνης σε μια σχέση, της βίας, της ζήλιας, της γονιμότητας και της υιοθεσίας, το ζήτημα της αγάπης, της στοργής και της αποστέρησής της, η (ερωτική ή βιολογική) ταυτότητα, το θέμα του θανάτου (και σε σχέση με τον έρωτα), της μνήμης, της λήθης, του πόνου, της εκδίκησης και της συγχώρεσης, οι σχέσεις θύτη και θύματος, Ιστορίας και μικροϊστορίας, οι θηριωδίες, οι θηριόμορφοι άνθρωποι, η ζωώδης φύση του ανθρώπου, τα ζώα και τα πουλιά, η φύση, η λειτουργία των αισθήσεων, η ακοή, η όσφρηση και η όραση, ο λόγος, η ομιλία και η επικοινωνία, οι παραβολές και οι αλληγορίες, η τέχνη, ο ρομαντισμός, ο συμβολισμός, ο (μαγικός) ρεαλισμός, το μοντέρνο και το μεταμοντέρνο, η εναλλαγή οπτικών κ.ά. είναι οι βασικοί (θεματικοί και αισθητικοί) άξονες του βιβλίου της Μαρούτσου πολλοί από τους οποίους λειτουργούν αντιστικτικά σε ζεύγη π.χ. αρσενικό vs θηλυκό, έρωτας vs θάνατος, θύμα vs θύτης κ.ο.κ. Καταληκτικά το εγχείρημα της Μαρούτσου, με την πολυπλοκότητά του, φαντάζει δικαιωμένο τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά το πέρας της ανάγνωσης. Κι επειδή έχει υποστηριχθεί κατά καιρούς από διάφορους πως πολλά μπορεί να καταλάβει κανείς για την ποιότητα, το ύφος και το κλίμα ενός βιβλίου από τις εναρκτήριες ακόμη φράσεις του, παραθέτω την αρχή από τους Θηριόμορφους, προτρέποντας όποιον αναγνώστη το επιθυμεί να συνεχίσει την ανάγνωση στο ίδιο το βιβλίο: Αυτή η ιστορία, η ιστορία μιας εκδίκησης, αρχίζει από τη μέση. Τη μέση μιας γυναίκας, αλλά και τη δική μου. Είχα σκύψει στην κλειδαρότρυπα, παρόλο που δεν ήταν συνετό: από τότε που είχα πάθει κήλη δίσκου ο γιατρός με είχε συμβουλέψει να μη σκύβω, μου είχε επισημάνει με τεντωμένο το δάχτυλο τους κινδύνους μιας απότομης πρόκυψης, όμως κανείς δεν με είχε προειδοποιήσει για τους κινδύνους που εγκυμονεί ένα βλέμμα. Ένα βλέμμα που θα καρφωθεί με φόρα σε μια γυναικεία μέση μπορεί να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις, ένα ντόμινο από καταστροφές που θα ήταν αδύνατο να αναχαιτιστούν. Ας μην προτρέχω όμως κι ας είμαι σαφής. Ας μιλήσω γι’ αυτήν. Για τη μέση της. info: Έλενα Μαρούτσου, Θηριόμορφοι, φωτο: Laura Makrabeskou, Πόλις 2020
https://www.oanagnostis.gr/dikaiomeni-polyplokotita-toy-christoy-daniil/?fbclid=IwAR12PPaxbnwwATbq8MiC-MD_2TsXxqbKE5ePEjwzXUIQzvR3R8Vn5BMbTy8
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου