14.10.20

Απόσπασμα από τη μετάφραση της νουβέλας η «Επιτροπή», του Βραβευμένου με το βραβείο Καβάφη για το 2017 Aιγύπτιου συγγραφέα Σονάλλα Ιμπραήμ.


Μετάφραση- επιλογή: Πέρσα Κουμούτση
Έφτασα στο κτίριο της Επιτροπής στις οκτώ και μισή το πρωί, μισή ώρα νωρίτερα από το προκαθορισμένο ραντεβού. Δεν δυσκολεύτηκα να βρω την αίθουσα, όπου διεξάγονταν οι ακροάσεις. Βρισκόταν σε ένα μακρόστενο διάδρομο, σε μια από τις πλαϊνές, ήρεμες και μάλλον σκοτεινές πτέρυγες του κτιρίου. Έξω από την αίθουσα καθόταν σιωπηλός ένας ηλικιωμένος άνδρας, φορώντας τη στολή του – ένα καθαρό ωχροκίτρινο σακάκι. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του απέπνεαν ηρεμία, εκείνη που αποκτούν οι άνθρωποι, όταν υψώνουν τη σημαία της παραίτησης, ενώ βαίνουν προς το τέλος του βίου τους. Όταν το ’χουν πια αποφασίσει να αποσυρθούν από τους θορύβους της ζωής, τον ατέρμονο αγώνα για τα φθαρτά και πεπερασμένα φαινόμενά της. Όταν ο γέροντας με ενημέρωσε ότι τα μέλη της Επιτροπής δεν εμφανίζονται ποτέ πριν τις δέκα το πρωί, δεν εξεπλάγην. Το βρήκα φυσιολογικό, παρότι ενοχλήθηκα. Μετάνιωσα, όμως, που ήμουν υπέρ το δέον συνεπής στο ραντεβού ξυπνώντας πολύ νωρίς το πρωί, κι αποστερώντας τον εαυτό μου από λίγο περισσότερο ύπνο. Δεν υπήρχε άλλο κάθισμα πέρα από την ξύλινη καρέκλα, πάνω στη οποία καθόταν ο ηλικιωμένος επιστάτης, έτσι στάθηκα δίπλα του αφήνοντας στο έδαφος τον χαρτοφύλακά μου, μάρκας Samsonite, που κρατούσα στο δεξί μου χέρι. Του πρόσφερα ένα τσιγάρο κι άναψα ένα για του λόγου μου. Διότι, παρότι προσπάθησα πολύ να ελέγξω τα συναισθήματα και τη νευρικότητά μου, η καρδιά μου δεν σταμάτησε στιγμή να κτυπά δυνατά. Επανέλαβα πολλές φορές στον εαυτό μου ότι η ταραχή μου αυτή δεν είχε νόημα και ότι θα τίναζε στον αέρα την ευκαιρία που μου δινόταν, αν διατηρούσα την ψυχραιμία μου, την απόλυτη νηφαλιότητά μου. Όφειλα στον εαυτό μου να είμαι απολύτως ψύχραιμος, προκειμένου να αντιμετωπίσω την επερχόμενη συνάντηση με τα μέλη της Επιτροπής. Λίγο αργότερα άρχισα να κουράζομαι, έτσι πήρα πάλι τον χαρτοφύλακα στα χέρια και περπάτησα ως το τέλος του διαδρόμου γυρίζοντας κάθε τόσο το βλέμμα μου στην κλειστή πόρτα της αίθουσας. Φοβόμουν μήπως τα μέλη της Επιτροπής κατέφθαναν νωρίτερα και με ζήταγαν αλλά ο επιστάτης καθόταν ακόμα ατάραχος και σιωπηλός και κοιτούσε επίμονα το κενό μπροστά του. Κάπου κάπου κουνούσε το άδειο στόμα του σαν να μασουλούσε κάτι αόρατο. Συνέχισα να οργώνω πάνω κάτω τον μακρύ διάδρομο κοιτάζοντας κάθε τόσο το ρολόι μου. Οι δείκτες του ρολογιού κόντευαν δέκα και μισή, όταν είδα τον επιστάτη να πετάγεται όρθιος και να αφήνει το τσιγάρο του στο πάτωμα κάτω από την καρέκλα. Αμέσως μετά τον είδα να γυρίζει το πόμολο της πόρτας, να την ανοίγει με προσοχή κι έπειτα να χάνεται γρήγορα πίσω της. Άνοιξα το βήμα μου και μόλις έφτασα έξω από την αίθουσα σταμάτησα, περιμένοντας τον γέρο να βγει έξω και να με καλέσει να μπω στην αίθουσα. Αλλά δεν το έκανε. Μόνο γύρισε στη θέση του και, αφού πήρε το τσιγάρο από το πάτωμα, συνέχισε να το καπνίζει σιωπηλά. Μάζεψα το κουράγιο μου και επιτέλους κατάφερα να τον ρωτήσω με προσποιητή ηρεμία αν τα μέλη της Επιτροπής είχαν καταφθάσει. «Μόλις ένας από αυτούς» απάντησε. «Όμως εγώ δεν είδα κανένα να μπαίνει στην αίθουσα». «Υπάρχει κι άλλη πόρτα, εσωτερική. Από εκεί μπαίνουν όλοι». Στάθηκα δίπλα του για μισή ώρα ακόμα. Στη διάρκεια αυτής της μισής ώρας τα μέλη της Επιτροπής κατέφθασαν, ο ένας μετά τον άλλο, προφανώς από την εσωτερική είσοδο της αίθουσας, για την οποία μου είχε μιλήσει ο επιστάτης. Το κατάλαβα, διότι είδα τον γέροντα να πηγαίνει πολλές φορές στο κυλικείο της πτέρυγας του κτιρίου και να φέρνει έναν έναν τους καφέδες για τον καθένα τους ξεχωριστά. Κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα, προσπαθούσα να ρίξω μια φευγαλέα ματιά στο εσωτερικό της, αλλά ο γέροντας ήταν πάντοτε πολύ προσεκτικός. Την άνοιγε μόλις για να περάσει και έπειτα την έκλεινε πάλι πίσω του γρήγορα. Έτσι, δεν κατάφερα να δω τίποτα. 
 Photo credit: The Daily Beast

Δεν υπάρχουν σχόλια: