Το να παρακολουθεί σήμερα ένας κινηματογραφόφιλος το σύγχρονο ελληνικό σινεμά – πέρα από τις ταινίες των πολύ γνωστών σκηνοθετών, τις ‘’λαϊκές’’ κωμωδίες και κάποιες μεγάλες παραγωγές που διαφημίζονται αναλόγως – είναι μια θλιβερή εμπειρία… Ελάχιστο έως ανύπαρκτο κοινό, απογοητευτικός απολογισμός εισιτηρίων, αδιαφορία ακόμη και από τους θεατές που κυνηγούν τον λεγόμενο ‘’ποιοτικό’’ κινηματογράφο. Μιλώ για τις ελληνικές ταινίες που γυρίζονται με τεράστιες θυσίες των συντελεστών τους και ανελλιπώς καλούνται και διακρίνονται στα διεθνή φεστιβάλ. Οι Έλληνες σκηνοθέτες παίζουν τον ρόλο του καλού πρεσβευτή μιας χώρας, στην οποία η τέχνη υποβαθμίζεται και απαξιώνεται όλο και περισσότερο και ο κινηματογράφος αποτελεί έναν από τους πιο ευπαθείς τομείς της. Ποιος είναι ο υπόλογος; Η πολιτεία αντιμετωπίζει το σινεμά περίπου ως χόμπι πολυτελείας, με συνέπεια να ενισχύει ελάχιστα τους δημιουργούς, τη στιγμή που όλα σχεδόν τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν επενδύσει στην εθνική τους κινηματογραφία. Αρκετοί κριτικοί προβάλλουν τις σύγχρονες ελληνικές ταινίες, αν και κάποιες φορές τις εκθειάζουν μέχρι υπερβολής, αλλά ούτε αυτό αρκεί . Οι Έλληνες έχουμε στην πλειοψηφία μας ανύπαρκτη κινηματογραφική παιδεία, έχουν φροντίσει γι’ αυτό η εκπαίδευση, η τηλεόραση κλπ Οι υποψιασμένοι θεατές καταλήγουν κι αυτοί καχύποπτοι και όχι άδικα, μια και έχουν ίσως να καταλογίσουν αρκετές αμαρτίες στο ελληνικό σινεμά των προηγούμενων δεκαετιών. Οι Έλληνες σκηνοθέτες της τελευταίας δεκαετίας κάνουν ένα σινεμά με αξιοπρόσεκτη δυναμική, που αναζητά μια νέα γλώσσα, μια νέα φυσιογνωμία. Έχουν, κατά τη γνώμη μου, κατορθώσει να ξεπεράσουν σε μεγάλο βαθμό τη βαριά σκιά του Αγγελόπουλου και το σύνδρομο ‘’Λάνθιμος’’, και οι περισσότεροι δε νιώθουν να τους αφορά η ταμπέλα ‘’greek weird wave’’, έχουν όμως λίγο- πολύ αφομοιώσει δημιουργικά τις πολύτιμες παρακαταθήκες όχι μόνο αυτών των σκηνοθετών αλλά και άλλων σημαντικών που προηγήθηκαν. Έχουν αφήσει πίσω τους την εσωστρέφεια και την ομφαλοσκόπηση που χαρακτήριζαν παλιότερες ταινίες. Ανοίγονται προς ένα σινεμά εξωστρεφές, που εστιάζει στην κοινωνική πραγματικότητα, στη θέση του ατόμου σε αυτήν και στις συνέπειες της στον ανθρώπινο ψυχισμό και στις ανθρώπινες σχέσεις. Ένα σινεμά που, παρά την ευαισθησία του απέναντι στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας, απευθύνεται σε ένα κοινό διεθνές. Η οικογένεια εξακολουθεί και σήμερα να βρίσκεται στο στόχαστρο του κινηματογραφικού φακού – πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά; Η οικονομική και αξιακή κρίση πλήττει την ίδια τη δομή της, επιτείνει τον υποβόσκοντα θυμό και την επιθετικότητα των μελών της, το ασφυκτικό συχνά κλίμα της, φέρνοντας στην επιφάνεια τη δυσλειτουργικότητα, που, σε μεγάλο βαθμό, κρύβει, παρά την εξωραϊσμένη εικόνα που επιμένουμε να διατηρούμε. Η ενηλικίωση στη δεκαετία αυτή με την ανεργία και την ανασφάλεια, μετά την πλαστή ευημερία που προηγήθηκε, αποδίδεται κινηματογραφικά με γλώσσα, όπως είναι φυσικό, πολύ πιο σκληρή, ωμή θα έλεγα, που μαρτυρά την τραγική της διάσταση. Οι ιδεολογικές αγκυλώσεις, ο μικροαστικός φασισμός με τη βουβή βία του, η άχρωμη ζωή της επαρχίας, η αντιπαράθεση με συστήματα εξουσίας, οι αντιφάσεις της μπάσταρδης ‘’δυτικής’’ ελληνικής κοινωνίας, ενδιαφέρουν πολύ σχεδόν όλους τους έλληνες κινηματογραφιστές. Οι ‘’παραδοσιακές’’ αξίες μας ως κοινωνίας μοιάζουν μέσα στην κρίση να διαψεύδονται, οι αδυναμίες μας μεγεθύνονται, τα προσωπεία πέφτουν. Ο ρατσισμός με τις πολλαπλές εκδοχές του και με την εκκωφαντική του βία γίνεται καθημερινή πρακτική. Αναμφισβήτητα αρκετές ελληνικές ταινίες παρουσιάζουν τρωτά σημεία. Τα περισσότερα εντοπίζονται, νομίζω, στον τομέα του σεναρίου: παρόλο που οι σύγχρονοι σκηνοθέτες επιλέγουν να διαχειρίζονται πλοκές πιο σύνθετες σε σχέση με το παρελθόν, αρκετά συχνά οι πλατειασμοί, η έλλειψη κορυφώσεων, τα κενά του σεναρίου ή το μετέωρο άνευ λόγου τέλος, μειώνουν τη γενική εικόνα της ταινίας. Η άρτια γνώση του μέσου, η προσωπική σκηνοθετική οπτική, το υψηλό επίπεδο της φωτογραφίας και σκηνογραφίας και η εξαιρετική ερμηνεία των, θεατρικών κυρίως, ηθοποιών, που χαρακτηρίζουν την πρόσφατη κινηματογραφική παραγωγή, δε μπορούν κατά τη γνώμη μου να αναδειχθούν όσο τους αξίζει, αν δεν πατούν σε γερά σεναριακά θεμέλια. Παρόλα αυτά, προσωπικά βρίσκω τις ελληνικές ταινίες πολύ πιο ενδιαφέρουσες από πολλές ξένες που κυκλοφορούν και διακρίνονται στα ελληνικά φεστιβάλ και στις αίθουσες και είναι κρίμα που οι φίλοι του σινεμά γυρίζουν σε πολλές την πλάτη. Αν μη τι άλλο, αποτελούν ένα καθρέφτη πρόσφορο για αυτοκριτική και αυτογνωσία, που τόσο έχουμε ανάγκη ως κοινωνία, αλλά και τόσο φοβόμαστε… * Οι ταινίες που στηρίχτηκε η μικρή αυτή έρευνα (προφανώς πολλές αξιόλογες έμειναν απ’ έξω):
– Άδικος Κόσμος 2011 Φίλιππος Τσίτος
– Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού 2012 Εκ. Λυγίζος
– Η Κόρη 2012 Θ. Αναστόπουλος
– Miss Violence 2013 Aλ. Αβρανά
– Luton 2013 Μ. Κωνσταντάτος
– Η Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά 2013 Ελ.Ψύκου
– Το Μικρό Ψάρι 2014 Γ. Οικονομίδη
– Ξενία 2014 Π. Κούτρα
– Στο Σπίτι 2014 Α. Καρανικόλας
– Νορβηγία 2014 Γ. Βελσεμές
– Τετάρτη 4.45 2015 Α. Αλεξίου
– Όχθες 2015 Π.Καρκανεβάτος
– Suntan 2016 Α. Παπαδημητρόπουλος
– Park 2016 Σ. Εξάρχου
– Πλατεία Αμερικής 2016 Γ. Σακαρίδης
– Ο Γιος της Σοφίας 2017 Ελ. Ψύκου
– Η Δουλειά της 2018 Ν. Labot
– The Waiter 2018 Σ. Κρικρή
– Winona 2019 Α. Βούλγαρης
– Απόστρατος 2019 Ζ. Μαυροειδής
– Το Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών 2019 Σ. Τζουμέρκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου