12.10.20

Στέγκνερ: Άνθρωποι, ζώα, φύση


Της Άννας Λυδάκη (*) 
 «Στα μαγεμένα δάση του μυαλού του ηχούσαν οι σάλπιγγες των ξωτικών. Η ανάσα του συντονίστηκε με τη ρυθμική ελεγεία της φθοράς τους, πένθιμη σαν χιόνι που λικνίζεται απαλά ως το χώμα. Δεν ένιωθε πλέον το βάρος του ήλιου στην πλάτη. Η λαμπρότητα της φαντασίας του είχε μεταμορφώσει την αγροικία του πάνω στο γυμνό λιβάδι σε κάστρο όλο πύργους και κίονες ενώ σάλπιγγες ηχούσαν κι έσβηναν κατά τα Όρη της Σελήνης…», γράφει ο Ουάλας Στέγκνερ δίνοντας στο διήγημά του τον τίτλο του ποιήματος του Άλφρεντ Τένισον «Το τραγούδι της σάλπιγγας». Ωστόσο, ενώ ο ποιητής προτρέπει «Γροίκησε, αφουγκράσου!», ο Στέγκνερ μιλά χαμηλόφωνα και περιγράφει τόπους, δράσεις, σκέψεις και συναισθήματα που συγκλονίζουν. Οι αφηγήσεις του συναρπάζουν τον αναγνώστη και τον βυθίζουν στον κόσμο των ηρώων του βιβλίου, σε μια Δύση αλλιώτικη από αυτή που ξέρουμε: άγρια και τρυφερή ταυτόχρονα, γεμάτη βία αλλά και αγάπη. Ο Στέγκνερ έχει ζήσει στα άνυδρα, σκληρά εδάφη της Δύσης και προφανώς τα βιώματα και η μυθοπλασία εμπλέκονται στο έργο του δίνοντάς μας μικρά αριστουργήματα. Εκεί στις απέραντες εκτάσεις, στα χωράφια που εγκαταλείπονται ή που νιώθουν χέρια και εργαλεία να προσπαθούν, κάτω από έναν ήλιο που καίει, να αντλήσουν πόρους για την επιβίωση, η αλληλεξάρτηση ανθρώπου – τόπου είναι έντονη, και στο τέλος όλα, νομίζει κανείς ότι, μοιάζουν μεταξύ τους. Γι’ αυτό και θα λέγαμε πως στα διηγήματα του Στένγκνερ πρωταγωνιστεί η ίδια η ζωή με τις διάφορες μορφές της και τις αντιξοότητές της: άντρες, γυναίκες, παιδιά, ζώα, φυτά αγωνίζονται, καθένας με τον τρόπο του, μιας και όλα είναι δύσκολα. Ένα παιδί μαθαίνει τη ζωή και τον θάνατο, την αναπόφευκτη μοίρα, χωρίς συμπόνια, ενώ «η ζέστη έπεφτε στους ώμους του σαν καυτή ανάσα». Ένα άλλο παιδί ετοιμάζεται για το ταξίδι στην πόλη προς τον νότο, προς «το θαμπό κι απόμακρο αραβούργημα των βουνών, που φάνταζε για πρώτη φορά χειροπιαστό», και τα μάτια του λάμπουν από το όνειρο μιας μέρας εκστατικής. Η μητέρα με το λουλουδάτο φουστάνι και το καπέλο με τα σφιχτά και λαμπερά κεράσια πάνω του, ο πατέρας, το παιδί, τα άλογα, ο σκύλος, η παλιά ανοιχτή Φορντ ετοιμάζονται μέσα στο λιοπύρι. Ο «ξαφνικός ερχομός της άνοιξης» ήταν η αιτία που ο μικρός Μπρους ξέχασε έξω την ετοιμόγεννη φοράδα τους, τη Ντέιζι, και η ζωή του όλη γύριζε πια γύρω από τον Κάλτσα περιμένοντας να αναρρώσει το πεδικλωμένο και δέσμιο πουλάρι με το αργό πηδηχτό βάδισμα και τα τρυφερά χείλη που κορφολογούσαν το χορτάρι. Τον Οκτώβριο, «τον μήνα του λυκόφωτος, ο χλωμός ήλιος κλεινόταν όπως το σαλιγκάρι στο κέλυφος». Την άνοιξη όλα θα ήταν ξανά στη θέση τους εκτός από τη γουρούνα που δεν θα επέστρεφε· την ετοίμαζαν για κάτι άλλο, για το ανέκκλητο που επέρχεται αργά. Ένα ζευγάρι ταξιδεύει στη δασωμένη λοφοπλαγιά του Σάουθ Μέιντ. Το χωριό είναι έρημο, οι φάρμες εγκαταλειμμένες. Μόνο μια μάνα με την κόρη της έχουν μείνει σε μια αγροικία «με λοξό παράθυρο για να μη μπαίνουν οι μάγισσες». Τα μήλα πάνω στα αναιμικά κλαδιά των δέντρων ωριμάζουν δίχως να περιμένουν κανέναν να τα κόψει. Η Τζάνετ αρνείται να βάλει σε ίδρυμα τη μητέρα του άντρα της και αποφασίζει να την πάρει να ζήσει μαζί τους. Η φοβισμένη και καχύποπτη γιαγιά Γουόλντρον, που την πετούν σαν μπαλάκι εδώ κι εκεί και που είναι πια σαν μικρό παιδί, φθάνει στον σταθμό σφίγγοντας στην αγκαλιά της μια γάτα. Το ηφαίστειο με τη λάβα του έθαψε δυο χωριά στο Μεξικό. Εκεί που κάποτε φύτρωναν φασόλια και καλαμπόκι τώρα οι σιωπηλοί Ινδιάνοι ζουν στον γκρίζο ερημότοπο, μέσα στη στάχτη, στον αργό θάνατο, που πέφτει συνεχώς σαν ψιλόβροχο: «τούτη η βαθμιαία ασφυξία λύγιζε τα πεύκα, έφραζε τις φωλιές των μικρών ζώων, καταπλάκωνε τις στέγες κι έπνιγε τους δρόμους, το ετοιμοθάνατο χωριό με τα βουβά φαντάσματα». Εξοικειωμένοι με τον θάνατο, που τον περιμένουν καρτερικά, οι κάτοικοι προσεύχονται στη Σάντα Μουέρτε, την αγία που βοηθά στο πέρασμα για τη μετά θάνατον ζωή. Ο δεκαπεντάχρονος Έρνι ακολουθεί τους πριονιστές που ξεκινούν νωρίς, ενώ η μυρωδιά του Οκτωβρίου πλανάται στον αέρα που διατηρεί μια μεθυστική φρεσκάδα. Όταν ο ήλιος άγγιξε την κορυφή του λόφου πίσω από τα σφεντάμια στοίβες από ροκανισμένα και πληγωμένα έλατα είναι γύρω τους. Η Άλμα οδηγεί την Πλίμουθ στην ψηλή πλαγιά του Στάναρντ σ’ ένα ξέφωτο για να μαζέψουν βατόμουρα. Σ’ ένα καταστραμμένο από τον τυφώνα του 1938 τοπίο εκείνη κατάφερε να σώσει τη φάρμα ενώ ο Πέρλι ήταν στον στρατό. Νεαροί απόστρατοι και μελετηροί φοιτητές με τις συζύγους τους ζουν συντροφικά στη φοιτητική εστία, τη ζωσμένη από τα σκοτεινά νερά του Γουαγουασί κι από ακόμα σκοτεινότερα δάση, όπου καραδοκεί ο κίνδυνος. Εκεί, σε μια ατμόσφαιρα υγρή και αποπνικτική, η Λούσι Γκράχαμ οργανώνει ένα πάρτι με πολλά απρόοπτα. Οι χαρακτήρες του Στέγκνερ δεν μιλούν πολύ. Δεν έχουν καιρό για κουβέντες. Άνθρωποι, ζώα, φύση παλεύουν με στωικότητα ενάντια σε μια άδολη εχθρότητα που καλούνται ν’ αντιμετωπίσουν καθημερινά. Οι άντρες είναι τραχείς –ή τουλάχιστον έτσι θέλουν να δείχνουν- αλλά δεν μοιάζουν με τους σκληροτράχηλους ήρωες των γουέστερν. Ριζωμένοι στον τόπο που βρέθηκαν να ζουν, βοηθούν ο ένας τον άλλο και συχνά αφήνουν να φανεί η τρυφερότητα και η ευαισθησία τους. Οι γυναίκες παίρνουν πρωτοβουλίες και έχουν μια κρυφή δύναμη που αναδύεται στις δύσκολες ώρες. Τα παιδιά μεγαλώνουν σε τόπους άγονους που απαιτούν συνεχείς μάχες, και θητεύουν στη βία που συνυπάρχει με τη συμπόνια. Οι ποιητικές περιγραφές των τοπίων και της φύσης πρωταγωνιστούν σ’ αυτά τα σπουδαία διηγήματα που ευτύχησαν να μεταφραστούν εξαιρετικά από τον συγγραφέα Γιάννη Παλαβό. Ιδιαίτερα κατατοπιστική η εισαγωγή του μεταφραστή και σημαντικά τα σχόλιά του, ενώ την έκδοση συμπληρώνει ένα χρονολόγιο του έργου και του βίου του Στένγκλερ, που θεωρείται ως ένας από τους καλύτερους Αμερικανούς διηγηματογράφους. Στην Ελλάδα δεν είναι γνωστός ο Στένγκλερ, αν και το 1963 που επισκέφθηκε τη χώρα μας για διαλέξεις εκδόθηκαν δύο βιβλία του. Με Το τραγούδι της σάλπιγγας γνωρίζουμε ένα σπουδαίο συγγραφέα που το βιβλίο του διαβάζεται απνευστί. Μια άλλη Δύση που ζει και πεθαίνει, που πονά, αγαπά και θλίβεται εμφανίζεται σ’ αυτό και οι ήρωες των αφηγήσεων συνοδεύουν τον αναγνώστη για πολύ, και μετά το τέλος της ανάγνωσης. 
 (*) Η Άννα Λυδάκη είναι κοινωνιολόγος, καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο 
 info: Wallace Stegner, Το τραγούδι της σάλπιγγας και άλλα διηγήματα (ανθολόγηση – μετάφραση Γιάννης Παλαβός), Gutenberg, Αθήνα 2019.

Δεν υπάρχουν σχόλια: