Ελενα Μαρούτσου
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
«Δεν είχα πάει ποτέ στη θάλασσα, την είχα δει μονάχα στην τηλεόραση, μα πάντα μου φαινόταν ψεύτικη∙ ήμουν σίγουρη πως στην πραγματικότητα θα ήταν αλλιώτικη, και τη φανταζόμουν πώς θα ’ταν άμα στεκόμουν μπροστά της. Ημουν ξυπόλητη άκρη άκρη, εκεί που έφτανε ο αφρός, και κοίταζα τα κύματα∙ μα δεν τολμούσα να φανταστώ τον εαυτό μου μέσα της. Με το που με τύλιγε το νερό στη φαντασία μου, πνιγόμουν και πολεμούσα να πάρω ανάσα, βουλιάζοντας σαν να μην ήμουν ξυπνητή
αλλά λες κι ονειρευόμουν». Στη χαμηλόφωνα λυρική νουβέλα, Η θάλασσα, του Μιχάλη Μακρόπουλου το κυρίαρχο σύμβολο όλο αλλάζει πρόσωπα. Στην αρχή φαντάζει απειλητική, κομμάτι μιας άγνωστης πραγματικότητας, μια που η νεαρή αφηγήτρια ως παιδί, αν και ζούσε κοντά στη θάλασσα, δεν την είχε δει ποτέ. Εντούτοις, στον νου του κοριτσιού η θάλασσα ήταν παρούσα, όπως όταν ξάπλωνε για να κοιμηθεί και φανταζόταν το νερό να φτάνει μέχρι τα πόδια του κρεβατιού, «συνάμα ανακουφιστικό και τρομακτικό». Η θάλασσα, η παλλόμενη μήτρα, είναι σκοτεινή αλλά και θελκτική. Καλεί σε εναγκαλισμό αλλά προοιωνίζεται και τον πνιγμό. Ως θηλυκό, μητρικό στοιχείο, θρέφει την οικογένεια της αφηγήτριας με τα πλάσματά της που φτάνουν κοκαλωμένα σε τελάρα, της στέλνει όμως και μυστικά δώρα, όπως μια πέτρα που ανακάλυψε κάποτε στο βουνό. Επρόκειτο για έναν αμμωνίτη, ένα απολιθωμένο προϊστορικό υδρόβιο ζώο. «Σε αντίθεση μ’ εκείνα τα κοκαλωμένα ψάρια με το θολό μάτι, που ποτέ δεν μου έλεγαν τίποτα για τη θάλασσα […] αυτή η πέτρα που δεν είχε καμιά δουλειά να βρεθεί εκεί, αλλά βρέθηκε, μου φάνηκε πως ήταν ένα μήνυμα αφημένο σ’ εμένα από τη θάλασσα, για να το βρω ύστερα από εκατομμύρια χρόνια». Αυτή την πέτρα έχει ακόμα μαζί της η αφηγήτρια είκοσι χρόνια μετά, στο αφηγηματικό παρόν, που έχει σφραγιστεί από μια τεράστια καταστροφή: μετά το λιώσιμο των πάγων φανερώθηκε ένας αρχαίος μετεωρίτης και μαζί με αυτόν η «νόσος του μετεωρίτη», ένας ιός που προκάλεσε την ερήμωση της ανθρωπότητας. Οι επιζήσαντες –ανάμεσά τους πλέον και η νεαρή γυναίκα- κατοικούν τώρα σε υπόγειες πόλεις καθώς η θάλασσα έχει καλύψει τα πάντα. Στην υπόγεια πόλη η αφηγήτρια πηγαίνει πρώτη φορά σε κινηματογράφο και οι εικόνες στην οθόνη πυροδοτούν αναδρομές στο παρελθόν, ανασύρουν εικόνες από την οικογενειακή της ζωή όταν ήταν ακόμη παιδί, πριν χαθούν οι γονείς, ο αδελφός, το σπίτι, οι γείτονες, το χωριό της. Ετσι, ένα ροδάκινο που καθαρίζει η μητέρα, ο παλιός μουσαμάς στο τραπέζι, τα βρόμικα νύχια του αδελφού της, περιβάλλονται την ιερότητα εικονίσματος, γίνονται τα πολύτιμα βότσαλα που ακολουθεί η μνήμη για να μη χάσει τον δρόμο προς τα πίσω, οι άγκυρες που κρατάνε την ταυτότητα της κοπέλας να μην την παρασύρουν τα νερά της σαρωτικής, υπερχειλίζουσας θάλασσας. «Τα πράγματα» είναι ο τίτλος του α' μέρους που περιστρέφεται γύρω από τα ταπεινά αυτά «πράγματα», τα σπαράγματα μνήμης, τα κουρελάκια από την παλιά φορεσιά της πραγματικότητας, παράξενα απολιθώματα που κάποτε είχαν ζωή, σαν τον αμμωνίτη, μα τώρα είναι μοναχά αποτυπώματα στον νου. Στο β' μέρος με τίτλο «Το ταξίδι» η θάλασσα ενδύεται το προσωπείο της ενηλικίωσης, της ερωτικής ωρίμανσης και της πνευματικής αφύπνισης. Η αφηγήτρια μαζί με την αγαπημένη της (μια γυναίκα που υπαινικτικά συνδέεται με τη μορφή της μάνας) αποφασίζουν να δραπετεύσουν από την υπόγεια πόλη, να βγουν στο φως, να ταξιδέψουν πίσω στο χωριό της ηρωίδας. Το τρίτο μέρος με τίτλο «Η θάλασσα» κινείται στα όρια του ονειρικού, του οράματος, με την πλοκή να εκβάλλει σε νερά αναζωογονητικά, ενδεχομένως και αισιόδοξα. Ο Μακρόπουλος, πρόσφατα βραβευμένος με το βραβείο του περιοδικού «Αναγνώστης» για τη νουβέλα του Μαύρο νερό, ιχνογραφεί κι εδώ μια δυστοπία. Κι όμως, ενώ πρόκειται για μια ελεγεία για το τέλος του κόσμου όπως τον ξέραμε, η λιτότητα και ποιητικότητα των εκφραστικών μέσων -στα οποία κυριαρχεί αξιοθαύμαστα ο συγγραφέας- καθώς και η ευρηματική εικονοπλασία προσδίδουν στο κείμενο μια αύρα φωτεινή, αποτίνουν φόρο τιμής στη ζωή, τη μνήμη, αλλά και την τέχνη, αφού το κείμενο έχει εμβαπτισθεί στην ατμόσφαιρα του έργου του Αντρέι Ταρκόφσκι (ο συγγραφέας έχει ενθέσει στη νουβέλα από μια σκηνή από τρεις ταινίες του, τον Καθρέφτη, τη Θυσία και τον Στάλκερ, ενώ στο τέλος της πλοκής παρουσιάζεται κι ένας άντρας ονόματι Αντρέι παραπέμποντας ίσως στον μεγάλο Ρώσο σκηνοθέτη). Με αυτή του τη νουβέλα ο Μακρόπουλος, χωρίς να απομακρύνεται από την οικεία θεματολογία του (τη μοναξιά, την πάλη του ανθρώπου με τη φύση, την καταστροφή του περιβάλλοντος, την απώλεια και αντίστοιχα τη νοσταλγία της χαμένης ενότητας, τη μαγγανεία των τόπων), μετατοπίζει ελαφρώς την οπτική του και εμπλουτίζει τα μέσα και τη θεματική του, με γοητευτικά αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου