13.10.20

Κωνσταντίνος Μπούρας: «Διατηρώ μια έμφυτη αίσθηση του συμπαντικού Δικαίου και την καλλιεργώ συστηματικά»


Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
Και ο ποιητής, συγγραφέας, θεατρολόγος και κριτικός, Κωνσταντίνος Μπούρας, είναι ποταμός. Γράφει και διαβάζει και δουλεύει ακατάπαυστα, σχεδόν δεν τον προλαβαίνεις: «Όταν γράφω ακούω τον ρυθμό της καρδιάς μου, το αίμα να κυλάει στις φλέβες μου, τον αναστεναγμό των άστρων, την δίψα των φυτών, την πείνα των ζώων, τον έρωτα των μελλοθανάτων… Αφουγκράζομαι το Άρρητο και ερωτεύομαι το Ασύλληπτο. Όλα τα άλλα έρχονται μετά. Ή δεν έρχονται…» εξομολογείται στο Liberal.gr και μας αποκαλύπτει γενναιόδωρα όλα τα μυστικά της γραφής του. «Υπάρχω. Κι αυτό είναι ποιητικό εξ ορισμού, αρκετό, όχι για μία, αλλά για περισσότερες ζωές…». Ο Κωνσταντίνος των “Φάος”, “Αγαύης έρως”, “Στυλίτης”, “Αφθονία Μπουρέικ”, 30 βιβλίων και παραπάνω μέχρι στιγμής, επιμένει, και μας ανοίγει τα χαρτιά του. -Κύριε Μπούρα, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς; Η γραφή είναι μύηση. Τελετουργία. Δέος. Κοπετός. Σπαραγμός ψυχής. Κραυγή αρχετυπική μέσα από τα σπλάχνα, εκεί που είναι η ρίζα του πόνου για τη χαμένη Εδέμ. Το λεγόμενο «ωκεάνιο συναίσθημα» δεν χαρίζεται. Κατακτάται με πολλή και σκληρή δουλειά. Βεβαίως και χρειάζομαι τον χώρο μου, τον χρόνο μου, την ανάσα μου, την καθαρότητα του μυαλού… Την καθαρότητα της ψυχής την έχω προ πολλού εξασφαλίσει εκ γενετής… Ανήκω στην κατηγορία των αγγελιασμένων. «Βλέπω» τα αόρατα πεδία. Συνομιλώ με το Άρρητο. Κονταροχτυπιέμαι με το Άφατο. Η σκέψη Ναός κι εκεί δεν έχει χαριεντισμούς, δικαιολογίες και επικλήσεις του υποτιθέμενου ταλέντου. Εκεί είτε συλλειτουργείς με τους Μεγάλους Μύστες είτε πλένεις τα χαλιά. Και τα δύο όμως είναι απαραίτητα για να έρθει το Πνεύμα εν είδει φλεγομένης περιστεράς και να επικαθήσει επί της κεφαλής μας. Δεν μιλώ για «έμπνευση», όχι. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Μήτε ταλέντο. Μήτε κλίση, έφεση ή τάση προς τη γραφή. Η γραφή είναι «φύσις». Έτσι γεννιόμαστε. Σαν το ψάρι έξω από το νερό, σαν την μέδουσα, σαν το χέλι που σπαρταράει… Γεννιόμαστε σε ένα ειδικό Σύμπαν γεμάτο Ιδέες και μόνον έτσι ξεδιψάει η ψυχή μας. Τα άλλα είναι βιοπορισμός, ματαιοδοξία, φιλοδοξίες, προφάσεις εν αμαρτίαις. Γράφω κυρίως σπίτι μου, στο φρούριό μου, στον πύργο. Συνήθως εμπνέομαι έξω, στη Φύση, αλλά μόνον εδώ μεταμορφώνεται ο μεταβολισμός της Ύλης σε Φως υψίσυχνο, εις το Ομηρικόν Φάος. -Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση; Συνήθως γεννιέται ένας ρυθμός σωματικός, ολάκερη η ύπαρξή μου πάλλεται. Έμβρυον ιδέας. Ναι, αυτή είναι μια καλή φράση, που αποτυπώνει το αιθερικό. Σπανίως λέξη. Και σχεδόν ποτέ εικόνα. Δόνηση μουσική και χορός ρυθμικός. Διονυσιακή βακχεία. Μετά τα άλλα έρχονται μόνο τους. Ή δεν έρχονται. Κάποτε σε αφήνουν στη μέση του δρόμου, στα κρύα του λουτρού. Τότε επιστρατεύεις την τεχνική. Σημειώνεις, σημαδεύεις, κρατάς, αποθηκεύεις και περιμένεις την επόμενη ευλογημένη ώρα. Ακόμα και στα μεγάλα πεζά μου, στα δοκίμια, στα μυθοπλαστικά μου έργα, θεατρικά ή μυθιστορηματικά, αφήνω τις αρχικές φράσεις να αναβλύσουν σαν το νερό. Δεν το πιέζω. Δεν υπάρχει λόγος. Καμία ανάγκη. Χρεία ουδενός. Βιοπορίζομαι ως διπλωματούχος μηχανολόγος μηχανικός του Μετσόβιου για να μπορώ να ανήκω στο Αόρατο, ολοκληρωτικά. Είμαι παντρεμένος με την γραφή μου. Κι αλίμονο αν μου τη θίξουν. Γίνομαι θηρίο. Κυριολεκτικά. Ο ζεν Κωστάκης πάει περίπατο και αναδύεται βλοσυρός, ετοιμοπόλεμος ο αυστηρός Κωνσταντίνος, με τα μαχαίρια και τα σπαθιά ακονισμένα… Δεν βασίζομαι στις λέξεις, στις εικόνες, στις εμπνεύσεις. Δεν αντιγράφω άλλους. Δεν μεταγράφω κανέναν. Υπάρχω. Κι αυτό είναι ποιητικό εξ ορισμού, αρκετό, όχι για μία, αλλά για περισσότερες ζωές… 
 -Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο; Ναι, αυτό θα σας το πω, γιατί ήρθε η ώρα του. «Ο θάνατος του Ευριπίδη» (δραματικός μονόλογος – νουβέλα), εκδόσεις Δωδώνη, Παρίσι-Αθήνα 1999 (δεύτερη έκθεση βελτιωμένη – θα σας πω γιατί «βελτιωμένη»). Ήμουνα στο Παρίσι. Στην αετοφωλιά μου της Μονμάρτης. Στη γειτονιά με τους μποέμ ζωγράφους, με τους άστεγους ποιητές και με τους άνεργους καλλιτέχνες που κοίταγαν όλη την ημέρα τον ουρανό περιμένοντάς τον να ανοίξει και να τους καταπιεί, να αναληφθούν στον ουρανό, ουχί «ΕΝ ΠΛΗΡΕΙ ΔΟΞΗ», αλλά ταπεινοί, όπως έζησαν… να πάνε σε άλλα χωροχρονικά συνεχή εκεί όπου «το μίσος ουκ έστιν έτι». Ήταν η ολική έκλειψη ηλίου, ορατή στο Παρίσι, γύρω στις 12 το μεσημέρι. Θείος Αύγουστος Μην, όπως θα έλεγε ο μεγάλος Αλεξανδρινός ποιητής. Είχα αποφασίσει να μην γράψω εκείνο το καλοκαίρι. Το μεταπτυχιακό θεατρολογίας στη Νέα Σορβόννη είχε τελειώσει από την προηγούμενη χρονιά, επεισοδιακά… γιατί η τύχη και οι εχθροί μου, η ζωή και περιστάσεις, το κάρμα, ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας μου δεν μου επέτρεψαν να συνεχίσω το διδακτορικό μου εκεί και το τελείωσα είκοσι χρόνια μετά, πέρυσι. Δεν είχα πάρει μαζί μου λάπτοτ, κομπιούτερ, τετράδια, στυλό, πένες, χρωματιστά μολύβια, μαρκαδόρους, τίποτα. Δεν διάβαζα ούτε εφημερίδες. Δεν έβλεπα ειδήσεις… Ήθελα να αποτοξινωθώ και να χαράξω τη ζωή μου από την αρχή. Κάτι που δυστυχώς δεν τόλμησα. Πήγα λοιπόν να δω την έκλειψη ηλίου στον ζωολογικό κήπο. Τα λιοντάρια έφαγαν βραδινό, οι τίγρεις δείπνο και οι πάνθηρες κουλουριάστηκαν ράθυμα να κοιμηθούνε χορτασμένοι νομίζοντας πως νυχτώνει… Τα παρατηρούσα υπνωτισμένος. Τα μάτια τους θαρρείς και με διαπερνούσαν. Θα ήθελα να είμαι μαζί τους. Ακόμα και μέσα στο κλουβί. Έστω. Ούτως ή άλλως σαν φυλακισμένος έζησα. Δουλειά-σπίτι. Με ελάχιστες αποδράσεις, εξαιρέσεις. Μετά από μισή ώρα άρχισε να φωτίζει πάλι όπως πριν. Τα αιλουροειδή ξύπνησαν κι άρχισαν να τρώνε πρωϊνό! Δεν ξέρω τι συνέβη μέσα μου εκείνη τη στιγμή. Συνειδητοποίησα ίσως πως ζούμε σαν υπνωτισμένοι, τραγικά αυτόματα, κωφάλαλα ζώα που ακολουθούν τη σειρά των προηγουμένων με μια τυφλή υπακοή, πειθήνια. Τότε θυμήθηκα τον Ευριπίδη. Που τον φάνε κάποια κακιά σκυλιά στην αυλή του παππού του Μεγαλέξανδρου. Πήγα στο σπίτι μου, σαν περιστερώνας έμοιαζε, είχα βρει στο μετρό κάτι πεταμένες, τσαλακωμένες εφημερίδες και περιοδικά, ιλλυστρασιόν. Κάποιο παιδί είχε ξεχάσει το μαρκαδοράκι του. Μισοτελειωμένο. Άρχισα να γράφω από τις δύο το απόγευμα μέχρι τις δύο μετά τα μεσάνυχτα. Χωρίς διακοπή. Χωρίς σταματημό. Δεν έφαγα, δεν ήπια, δεν πήγα στη στενάχωρη τουαλέτα μου. Η ώριμη μπανάνα μαύριζε περισσότερο, όμως εγώ δεν είχα μάτια για αυτήν. Ήθελα να τελειώσω το έργο μου, το έργο της ζωής μου, όπως ο Ευριπίδης τις μαγικές «Βάχκες» του. Βγήκα αλλόφρων στους δρόμους και έψαχνα μολύβι και χαρτί. Σαν μανιακός με την γραφή. Σαν αλλοπαρμένος. Μέχρι που ξημέρωσε κι ένα περίπτερο με εφοδίασε με τα απαραίτητα. Συνέχισα σα να περνούσε ηλεκτρικό ρεύμα από μέσα μου. Κεραυνός. Από τότε δεν μου ξανασυνέβη κάτι τέτοιο. Ευτυχώς ή δυστυχώς. Γύρισα στην Ελλάδα και το έδωσα αμέσως να τυπωθεί. Με τρία λάθη, που όταν όμως διορθώθηκαν στην δεύτερη έκδοση (την «βελτιωμένη») του αφαίρεσαν μεγάλο μέρος της μαγείας του.
 -Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε; Ναι. Η κλασική Αρχαιότητα. Η Αθήνα. Και η Ρώμη και ο ελληνορωμαϊκός κόσμος. Ο ελληνισμός της Αιγύπτου… Αλλά και οι Mayas, το Θιβέτ, το Mount Shasta στο Όρεγκον και το Άγιον Όρος, ο Άθωνας… Είμαι βαθιά θρήσκο άτομο, ανοικτό όμως σε όλες τις θρησκείες. Αγαπώ τα ταξίδια και είμαι παθιασμένος με τα μεγαλιθικά μνημεία, που τα θαυμάζω και ως μηχανικός. Κάποτε ο Έρωτας ήταν βασικός άξονας της ποιητικής μου, ως αντίπαλον δέος του θανάτου. Όχι πια. Ποτέ ξανά. Πικράθηκα και πρόδωσα τόσο πολύ που κάθε προδοσία μού αξίζει. Όχι, δεν θέλω να τον ξαναζήσω. Όχι, σε αυτή τη ζωή. Όσο για τον Θάνατο, θα είναι το ευπρόσδεκτο επιστέγασμα μιας επώδυνης διαδικασίας. Αυτό είναι όλο. Δεν τον φοβάμαι. Μήτε τον νοσταλγώ. Ξέρω ότι είναι εκεί και υπομονετικά με περιμένει. Δεν χάνω χρόνο όμως με το να ανησυχώ. Όποτε και να έρθει θα με βρει προετοιμασμένο. Γι’ αυτόν γράφω τόσο πολύ και δεν αφήνω τίποτα για αύριο, αν μπορώ να το τελειώσω σήμερα. Δεν είναι γραφομανία, αλλά μια άλλη αντίληψη του χρόνου, διεσταλμένη. Η 25η ώρα. – Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας; Έναν άνθρωπο που πάσχει, ήρωα ή θύμα των περιστάσεων. Ένα ον που δεν συμβιβάζεται, αλλά παλεύει, ενάντια σε όλους και σε όλα, δεν φοβάται, δεν υπαναχωρεί, δεν βάζει νερό στο κρασί του, δεν συνθηκολογεί, αλλά ουρλιάζει μέχρι η φωνή του να φτάσει στα πέρατα της οικουμένης. Αυτό είναι το ιδανικό μου, αυτό είμαι εγώ κατά βάθος. Ένας δια Δικαιοσύνην σαλός. Διατηρώ μια έμφυτη αίσθηση του συμπαντικού Δικαίου και την καλλιεργώ συστηματικά. – Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας; Να είναι Ήρωας ή Ηρωΐδα κυριολεκτικά. Κανονικά. Με το ήθος και την αλήθεια του. Με το πάθος και τον καημό του. Με το παρελθόν αλλά και το μέλλον του. Να μην φοβάται τον θάνατο. Να ερωτεύεται με αδιαφορία. Να είναι σαν την φουρτουνιασμένη θάλασσα που παραμένει ήρεμη στο βάθος. Να μην μισεί, αλλά να εκδικείται. Έζησα μια ζωή γυρνώντας το άλλο μάγουλο για να με χαστουκίσουν. Τώρα άλλαξα λίγο. Μετά την κλιμακτήριο σαν να κουράστηκα. Στη χώρα μας η ευγένεια θεωρείται αδυναμία, ενώ δύναμη, μεγίστη ισχύς, κραταιά ως Θάνατος. Έτσι άρχισα να εκτιμώ τους ανθρώπους που διεκδικούν, που μάχονται, που δεν περιμένουν να δουν το πτώμα του εχθρού τους να το σέρνει το ποτάμι του παππού Ηράκλειτου. Κυνηγήθηκα γιατί ήμουν διαφορετικός, ταλαντούχος, δημιουργικός, ασυμβίβαστος. Ακόμα και η παραγωγικότητά μου παρεξηγήθηκε, η εργατικότητά μου λοιδορήθηκε, προσπάθησαν να με απαξιώσουν, να με σβήσουν, όμως δεν γίνεται να κρύψεις το φως κάτω από το χαλί. Τώρα πια θεωρώ ήρωες αυτούς που μάχονται για το δίκιο τους πάση θυσία. Ελευθερία ή θάνατος. Δεν αγαπώ τους φοβισμένους, απλώς τους λυπάμαι. Και η ταπεινότητα έχει τα όριά της. Δεν γίνεται να περιμένεις από τον αχάριστο να καταλάβει και ο ηλίθιος δεν διδάσκεται όσο σάλιο, όσο μελάνι κι αν χαλάσεις. Η βλακεία είναι ανίκητη. Το ζω καθημερινά. Η στενομυαλιά των ορισμένων μικροαστών ασύλληπτη. Διαβάζουμε και γράφουμε ιστορίες προκειμένου να τελειώσει αυτό επιτέλους, κάποτε… 
 -Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο; Η «Νανά» του Ζολά και ο Ντόριαν Γκρέϊ του Όσκαρ Ουάϊλντ, όταν ήμουνα στην τρίτη δημοτικού. Πεταμένα βιβλία γύρω από μια σβησμένη φωτιά σε ένα ποίημα που καφτρίζανε. Τα ξεκοκκάλισα μέχρι που μου έμεναν οι σελίδες στο χέρι! -Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε; «Η φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, στον δερματόδετο τόμο των Απάντων του που δανείστηκα από την βιβλιοθήκη της εκκλησίας της κωμόπολης που μεγάλωσα. Θα ήθελα να μπορώ να γράφω έτσι… Τραγωδία. Αρχαία, σύγχρονη, διαχρονική… 
 -Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε; Ναι. Ο Καζαντζάκης, ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Βίλχεμ Ράϊχ, οι αρχαίοι λυρικοί ποιητές, οι τραγικοί, όλα τους… Μα πάνω απ’ όλα οι μυστήριες «Βάκχες» του πολυαγαπημένου μου Ευριπίδη. Αξεπέραστο, ανεπανάληπτο, ανεξάντλητο. -Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές; Όλοι όσοι δεν γράφουν για τους άλλους μήτε για τον εαυτό τους, αλλά για την Αιωνιότητα… 
 -Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα; Όλα αυτά μαζί και τίποτα από αυτά. Όταν γράφω ακούω τον ρυθμό της καρδιάς μου, το αίμα να κυλάει στις φλέβες μου, τον αναστεναγμό των άστρων, την δίψα των φυτών, την πείνα των ζώων, τον έρωτα των μελλοθανάτων… Αφουγκράζομαι το Άρρητο και ερωτεύομαι το Ασύλληπτο. Όλα τα άλλα έρχονται μετά. Ή δεν έρχονται… 
 -Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα; Ναι. Μόλις τέλειωσα την «Ατλαντίδα» μου από τις εκδόσεις Νίκας. Τώρα ήρθε θαρρώ η ώρα να γράψω τη συνέχεια ενός άλλου κρυπτικού βιβλίου μου με τον παράξενο τίτλο «Αφθονία Μπουρέικ». Βασισμένο στα μαθήματα ρέϊκι που διδάσκω. Έχω πολλούς μαθητές, ανήσυχους και φιλοπερίεργους. Από αυτούς βγαίνουν κατά διαστήματα μυθιστορηματικές ξεναγήσεις σε ενεργειακούς χώρους της Ελλάδας και του εξωτερικού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: