Ο Χούλιο Κορτάσαρ σε συνεντεύξεις του συνήθιζε να λέει πως ο «λογοτεχνικός ήρωας» δεν υφίσταται πια και πως, στην ουσία, οι σύγχρονοι πρωταγωνιστές λογοτεχνικών έργων είναι είτε «συνεργοί» του συγγραφέα είτε «μάρτυρες» της εκάστοτε συγγραφικής προσπάθειας και αφήγησης. Για την εποχή εκείνη, η άποψή του θεωρήθηκε ριζοσπαστική.
Μια τέτοια περίπτωση, κατά τη γνώμη μου, είναι ο συγγραφέας Πέτρος Φούρναρης, ο οποίος, μετά το θεατρικό του έργο με τίτλο Γρύπες που υπακούει σ’ αυτήν τη συνθήκη, επανέρχεται με τη συλλογή διηγημάτων Οι Γρίλιες από τις εκδόσεις Βακχικόν, στην οποία οι ήρωες είναι χαρακτηριστικοί μάρτυρες ή συνεργοί της συγγραφικής του πρόθεσης.
Θα ξεκινήσω την προσέγγισή μου με ένα απόσπασμα από το διήγημα «Αποχαιρετισμός», που θεωρώ πως είναι αντιπροσωπευτικό όλης της συλλογής: «Κι εκείνος ο τύπος που του έμοιαζε; Ο αγγελιοφόρος; Δεν είχε σχολιάσει τίποτα για αυτόν ούτε για το μήνυμα που κουβαλούσε. Μόνο στην αρχή είχε πει πως θα μπορούσε να ήταν κάτι περισσότερο από ένας σωσίας. Μια ρωγμή στον χρόνο είχε πει κι ο Σωτήρης είχε γελάσει. Τώρα που το σκεφτόταν γιατί όχι; Μια ρωγμή στον χρόνο που ένωνε το παρόν με το παρελθόν. Μια σπάνια στιγμή που, αν την έχανες, δεν θα επέστρεφε ποτέ. Ίσως κι αυτός να βρισκόταν τώρα σε μια ρωγμή του χρόνου, αφού δεν μπορούσε να θυμηθεί αυτό το μέρος όσο κι αν του ήταν γνωστό.» σελ.112
Οι ήρωες των περισσότερων διηγημάτων κοιτούν μέσα από τις γρίλιες της πραγματικότητας πασχίζοντας να διακρίνουν και να οικειοποιηθούν το μεταφυσικό, το άρρητο, το απερίγραπτο ή το καλά κρυμμένο στο ατομικό και συλλογικό ασυνείδητο. Χάρη στην συγγραφική δεξιότητα του Π.Φ. η μεταιχμιακή κατάσταση των ηρώων παρουσιάζει μεγάλο αναγνωστικό ενδιαφέρον. Tους τοποθετεί στη ρωγμή του χρόνου, στην αόρατη μα πυκνή μεταφυσική λωρίδα, όπου ο διαχωρισμός της φαντασίας από την πραγματικότητα είναι σχεδόν ανέφικτος.
Ο συγγραφέας στηρίζεται στα σύμβολα για να εισαγάγει τον αναγνώστη στις διεργασίες αναζήτησης της ουσίας ακόμη και των άψυχων πραγμάτων. Έτσι ανακαλύπτουμε όσα μπορούν οι πέτρες και τα κτήρια να μαρτυρήσουν, ψηλαφούμε το ανάγλυφο μιας πόρτας που δεν ανοίγει ποτέ, διαισθανόμαστε τον απόηχο μιας παλιάς μελωδίας από την κιθάρα που κάποτε χρησίμεψε για να ξεδιψάσει ένα κυνηγημένο παιδί στον πόλεμο. Η θάλασσα, τα δέντρα, οι γέφυρες, μια κουρούνα, ένα βυσσινί μπουφάν, μια σκάλα που οδηγεί σε λησμονημένα υπόγεια της μνήμης, μα προπάντων εκείνη η λέξη που αναζητά ο ποιητής, συνθέτουν το αφηγηματικό σύμπαν του βιβλίου αυτού και προσφέρουν στον αναγνώστη τη δυνατότητα να βρει τις δικές του κλίμακες τις δικές του μελωδίες, καθώς θα μετουσιώνεται η αναγνωστική εντύπωση.
Ας επανέρθουμε στους ήρωες οι οποίοι κινούνται σ’ ένα αγωνιώδες και μελαγχολικό περιβάλλον, μα δεν εγκαταλείπουν την πίστη στα ιδανικά τους, την αγάπη για τη ζωή, την ανάγκη ν’ αγαπηθούν και ν’ αγαπήσουν, να θυμηθούν, να αισθανθούν την ανθρώπινη επαφή, όπως η ηλικιωμένη ποιήτρια που αναζητά τον γάτο της μα στην πραγματικότητα αναζητά δυο κουβέντες ή ο ήρωας με τη μάσκα οξυγόνου που θα αξιωθεί δυο θαλασσινές ανάσες. Οι ήρωες του Πέτρου Φούρναρη υπάρχουν, κινούνται και ανασαίνουν σαν «μια κόκκινη πινελιά σ’ ένα μαύρο πίνακα» καθώς συναντούν τον άλλο τους εαυτό, κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Με το γνώριμο λιτό ύφος και την αφηγηματική ευχέρεια ο Π.Φ. μας χαρίζει διηγήματα που πραγματεύονται την ετερότητα μέσα στην ταυτότητα. Αναιρούν έτσι την έννοια της συνειδητής εμπειρίας του υποκειμένου και εστιάζουν στο αρχέγονο στοιχείο της ετερότητας, αμφισβητώντας την πρωτοκαθεδρία ενός αυτόνομου, σαφώς οριοθετημένου σταθερού εγώ, προκαλώντας, ταυτόχρονα, την αίσθηση του Ανοίκειου, που πηγάζει από την συνάντηση με τον ίδιο τους τον εαυτό και το φόβο του θανάτου.
Στον «Αποχαιρετισμό» ο ύπαρχος συναντά τον σωσία του:
«“Ο σωσίας σου», λέει ο Σωτήρης με βραχνή φωνή χωρίς να κουνηθεί από τη θέση του. “Αυτοπροσώπως! Με ένα βυσσινί μπουφάν. Πρόσεξε την λεπτομέρεια. Δεν είχε χάσει μόνο τη γυναίκα του, αλλά φορούσε και βυσσινί μπουφάν. Δυο σημεία! Κι εγώ φορούσα βυσσινί μπουφάν τότε μετά το συμβάν. Και ξέρεις γιατί; Γιατί δεν ήθελα να πενθήσω… Δεν ήθελα να εξευτελίσω αυτό που ένιωθα. Να το εξευτελίσω με το συμβατικό πένθος των άλλων.»
“Δεν σε καταλαβαίνω».
«Τι να καταλάβεις; Μετά κι από αυτές τις συμπτώσεις ταυτίστηκα απόλυτα με κείνο το νεαρό, αλλά το βυσσινί μπουφάν ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Ο τύπος ήταν σαν μια κόκκινη πινελιά σε ένα μαύρο πίνακα… Εγώ!»
“Και πάλι δεν σε καταλαβαίνω», απόρησε ο Σωτήρης, που είχε αρχίσει να έχει ζωηρό ενδιαφέρον για την όλη ιστορία κι έβγαλε ξαφνικά και τα δυο χέρια από τις τσέπες.
“Όταν είσαι εικοσιπέντε χρονών, Σωτήρη, ακούς τι σου λέει η καρδιά σου όχι η μάνα σου. Όταν ο θάνατος χτυπάει την πόρτα σου δεν θέλεις να τον αναγνωρίσεις. Του λες: δρόμο. Όταν μπαίνει και παίρνει αυτόν που αγαπάς δεν το παραδέχεσαι. Απλώς λες: δεν μπορεί να έχει γίνει κάτι τέτοιο. Δεν συμβιβάζεσαι με την ιδέα. Δε λες: αυτά έχει η ζωή. Λες: εγώ θα τη φέρνω πίσω, έστω με τη μνήμη μου με την αγάπη μου. Δεν ξέρω πως αλλά σίγουρα θα βρεις τον τρόπο. Ξέρεις ότι είναι κει μαζί σου. Τη θυμάσαι κάθε στιγμή. Δεν ξέρεις ακόμα πως ο χρόνος θα σου αφαιρέσει κάθε στοιχείο της. Ότι στο τέλος δεν θα μείνει τίποτα να στην θυμίζει. Ότι αυτό που θυμάσαι δεν έχει καμιά σχέση με το πρωτότυπο. Αυτό που ήξερα εγώ αυτός θα το μάθαινε μετά από χρόνια κι αισθάνθηκα την ανάγκη να του μιλήσω. Αισθάνθηκα ξαφνικά πως θα τον έσωζα από αυτόν τον μπελά της αμφιβολίας. Ήμουν έτοιμος να σηκωθώ και να του μιλήσω, σαν ένα χρέος προς τον εαυτό μου. Θα του έλεγα: μη τρέφεις μάταιες ελπίδες φίλε μου, ξέρω ποιος είσαι και τι περιμένεις! Θρήνησε φίλε μου! Θρήνησε! Μόνον αυτό θα σε λυτρώσει! Αλλά αυτός πέρασε φευγαλέα ανάμεσα από τους μαυροφορεμένους και εξαφανίστηκε στο βάθος του διαδρόμου. Μια κόκκινη πινελιά σε ένα μαύρο πίνακα….». Με την βοήθεια του διαλόγου και της έμμεσης αφήγησης χτίζονται δυο διηγήματα το ένα εγκιβωτισμένο μέσα στο άλλο. Ο αναγνώστης μαθαίνει την ιστορία του ύπαρχου, μέσα από την ιστορία του σωσία που δεν απέχει και πολύ από την ιστορία κάθε ανθρώπου που πενθεί.
Οι αφηγηματικές τεχνικές του Πέτρου Φούρναρη διαφέρουν από διήγημα σε διήγημα. Στα περισσότερα διηγήματα έχουμε ομοδιηγητικό αφηγητή, ενώ σε κάποια άλλα έχουμε ετεροδιηγητικό παντογνώστη αφηγητή. Ο διάλογος είναι από τους αγαπημένους αφηγηματικούς τρόπους του Π.Φ. ο οποίος δίνει στο κείμενο τη δυναμική της αμεσότητας, της έντασης των γεγονότων και συναισθημάτων των ηρώων.
Ο χωροχρόνος των διηγημάτων παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς οι ιστορίες διαδραματίζονται από τη Λέρο μέχρι την Αγγλία, από το παρόν στο παρελθόν, από το σμίλεμα της πέτρας στο ψάρεμα καθώς ένα ερειπωμένο σπίτι μαρτυρά χωρίς λέξεις την ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, και μια κιθάρα κρατά μέσα της όλη τη ματαιότητα των πολέμων, των εμφύλιων σφαγών και την αξία της αληθινής αλληλεγγύης των ανθρώπων.
Πολύ σημαντικό ρόλο παίζουν τα υλικά στα διηγήματα αυτά. Η πέτρα, το ξύλο οι τοίχοι έχουν ψυχή και μέσω της γραφής μιλάνε τη γλώσσα της ιστορίας, εκβάλλουν τους ψιθύρους, τα ερωτόλογα, τα αγκομαχητά των ανθρώπων που τα κατοίκησαν, γίνονται ήρωες στο διήγημα μαζί με τους ανθρώπους.
«Η τυφλή έβαλε τα ακροδάχτυλα της πάνω από τον καινούργιο πίνακα κι άρχισε να τα ταξιδεύει σιγά –σιγά στις αιχμές του. Τα χέρια της άρχισαν να κινούνται πιο αργά στην επιφάνεια του σαν να απολάμβαναν τις συμμετρίες της πόρτας, σαν να «έβλεπαν» το φεγγίτη, το ρόπτρο, το σανίδωμα, το ξεφλούδισμα του υποτιθέμενου χρώματος, ίσως ακόμα και την παλαιότητα του ξύλου, λεπτομέρειες που σίγουρα θα της άφηναν μια άλλη, βαθύτερη αίσθηση από αυτήν που έδινε το ανθρώπινο μάτι κάτω από την επίδραση του φωτός. Ο άνδρας κοίταζε τώρα στον τοίχο. “Πόρτες», είπε, σαν να μιλούσε στο αόρατο ακροατήριο μιας μεγάλης αίθουσας. “Πολλές πόρτες. Όλες είναι κλειστές, ακόμη κι αυτές που δεν έχουν μπάρες, κι αν καμιά είναι μισάνοιχτη δεν φαίνεται παρά το σκοτάδι. Δεν είναι περίεργο που μόνο ένας πίνακας έχει τις πόρτες του ορθάνοιχτες;”» (σ. 56).
Με υπαινικτική, χαμηλόφωνη γραφή μιλά για την ιστορική μνήμη, το συλλογικό τραύμα από τον εμφύλιο και τα βασανιστήρια, όπως στο διήγημα «Η συμφιλίωση» όπου η συγκρουσιακή σχέση βασανιστή-θύματος μεταφέρεται μέσω της διήγησης του θύματος στον ειρηνικό, φιλικό χώρο που είναι το καφενείο του χωριού. Με το εύρημα ενός πικρού τελετουργικού, ο ήρωας βάζει τις σταγόνες στο καλό και στο βγαλμένο από τον βασανιστή του μάτι, κάνοντας δύσκολη για λίγο, κάθε πρωί, τη ζωή του καφετζή, στον οποίο προβάλλει τον βασανιστή του.
Ένα παραμύθι που αλλάζει συνεχώς, μεταπλάθεται και λειτουργεί σαν το κυρίαρχο στοιχείο της αγάπης του εγγονού με την γιαγιά, εγκιβωτίζεται στο διήγημα με τίτλο «Ο άδειος» με τρόπο αριστοτεχνικό και μεταφέρει στον αναγνώστη όλη την ιστορική συνθήκη μιας εποχής που έχει παρέλθει μα τα τραύματά της υπάρχουν ακόμη.
«Το παραμύθι που άλλαζε συνεχώς ήταν “Ο Μπουκαλάκης”. Μια φιάλη κρασιού που την “άδειαζαν” και την “ξαναγέμιζαν”, ώσπου o παππούς μου –και πιθανός κατασκευαστής της– μαζί με μια παρέα εργάτες από τα Γυαλάδικα την έριξαν στα νερά του Πειραιά.
Εγώ δεν ήξερα τι ήταν τα Γυαλάδικα, τα πυρίμαχα, η φυματίωση, ούτε πως ο παππούς είχε δουλέψει στη παραγκούπολη μαζί με τους πρόσφυγες πριν από τον πόλεμο. Πως τον είχανε διώξει στην απεργία του ‘47 κι ότι είχε φύγει στη θάλασσα κυνηγημένος για τα πολιτικά του πιστεύω. Σημασία για μένα είχε ότι ο Μπουκαλάκης ήταν όμορφος, κομψός, φτιαγμένος από φυσητό γυαλί, με μακρύ λαιμό που ιρίδιζε στον πρωινό ήλιο και ότι ζούσε μες στην περιπέτεια.
“Χρόνια σκαμπανέβαζε στις μεγάλες θάλασσες για να μπορέσει να γίνει σοφότερος” έλεγε η γιαγιά μου, έχοντας στο νου τον άντρα της. “Προσέγγιζε τα μεγάλα πλοία και τα ακολουθούσε, μαθαίνοντας έτσι τους τόπους και τα λιμάνια”.
“Μα δεν φοβόταν μην βουλιάξει;” την ρωτούσα.
Η γιαγιά με κοίταζε σοβαρή, τα γαλανά της μάτια πετούσαν σπίθες. ”Ουφ!”Αστεία πράγματα! Πλάσμα που γεννήθηκε στην φωτιά και να φοβάται!”
Όταν αργότερα, στην επταετία, συνέλαβαν τον παππού και τον στείλανε εξορία, η εισαγωγή του παραμυθιού άλλαξε πάλι και η φωνή της, πάντα νεανική, ακουγόταν σκληρότερη στα αυτιά μου.
“Χρόνια σκαμπανέβαζε στις ίδιες θάλασσες, αλλά δεν είχε γίνει και σοφότερος”, έλεγε χαϊδεύοντας μια στοίβα γράμματα λες κι από κει αντλούσε με μαγικό τρόπο την συνέχεια. “Ούτε είχε αποχτήσει το βασικό ένστιχτο: να αποφεύγει τις ψηλές πλώρες, τους γιγαντιαίους έλικες “. Και ούτω καθεξής…» (σ. 27-28).
Ιδιαίτερη αναφορά θέλω να κάνω στο τελευταίο διήγημα που παραπέμπει στη Νέκυια της Οδύσσειας (ραψωδία λ). Ο Π.Φ. δημιουργεί μυστηριακή ατμόσφαιρα και χτίζει ένα εκτενές διήγημα γεμάτο ποίηση, ανθρωπιά, συγκίνηση, συνομιλώντας με το παράδοξο και το φανταστικό.
Οι φευγαλέες εντυπώσεις, η αίσθηση που προκαλεί μια φωτογραφία ή ένα τραγούδι, η υγρασία της απύθμενης νύχτας, η αγωνία του εφιάλτη, η αναπόληση και η παραμυθία αιχμαλωτίζονται με προσοχή και τρυφερότητα, γίνονται λέξεις και φτάνουν στον αναγνώστη με τρόπο αβίαστο και φυσικό, χωρίς πομπώδεις φράσεις, χωρίς ίχνος διδακτισμού, χωρίς καμία συγγραφική αλαζονεία.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Harold Ancart. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]
https://frear.gr/?p=29058&fbclid=IwAR2AMPLS1i7fgU3DW2dK0TP_ON0LEf_Mag_hMN4L9e4OH4pKIdCZpxcn16s
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου