7.10.20

Γιώργος Χριστοδουλίδης: ένας κοινωνικός και υπαρξιακός ποιητής. Σχόλια στη συλλογή «Μυστικοί άνθρωποι» (Κύμα, 2019

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

57cd0e5d-8d51-473c-90ab-4ec0169a4f0aΜε την έβδομη, πιο πρόσφατη, αλλά σημαντικότερη και ωριμότερη, κατά την άποψή μου, ποιητική συλλογή Μυστικοί άνθρωποι (Κύμα, 2019), ο ποιητής και δημοσιογράφος στο επάγγελμα Γ. Χριστοδουλίδης αξιοποιεί μεν τις κατακτήσεις της προηγούμενής του διαδρομής, αλλά δεν επαναπαύεται ούτε εφησυχάζει. Αντίθετα επιχειρεί και επιτυγχάνει ξεκάθαρα ένα εκφραστικό άλμα  -ιδιαίτερα στα μεγαλύτερα σε έκταση ποιήματα της ανά χείρας συλλογής που αποτελούν χωρίς καμμιά αμφιβολία ποιητική κατάκτηση- δίνοντας πάντα ποίηση δροσερή, ευφάνταστη,

πρωτότυπη, διαποτισμένη από γνήσιο ποιητικό αίσθημα και ανατρεπτικό βλέμμα. Ένας ακόμη σημαντικός λόγος που τεκμηριώνει την κομβική θέση της παρούσας συλλογής στο σύνολο της ανοδικής του ποιητικής διαδρομής είναι ότι, ενώ στα προηγούμενά του βιβλία και ειδικότερα στο προηγούμενο Πληγείσες περιοχές τα κυρίαρχα θέματα της ποίησής του (π.χ. έρωτας, ποίηση, εισβολή-κατοχή, παιδική ηλικία, φθορά-θάνατος, κοινωνικός προβληματισμός, υπαρξιακή αναζήτηση κ.ά.) συνυπάρχουν ισότιμα, τώρα όλα τα επιμέρους, οικεία θέματα ενορχηστρώνονται και υποτάσσονται σε δύο δεσπόζουσες θεματικές: τον κοινωνικό και τον υπαρξιακό προβληματισμό· γεγονός που μας επιτρέπει πλέον με ασφάλεια να τον χαρακτηρίσουμε ως κοινωνικό και υπαρξιακό ποιητή.

Τρίτο σημαντικό στοιχείο που αποδεικνύει την ποιητική εγρήγορση και τη συνεχή μέριμνα του Χριστοδουλίδη για πειραματισμό και συνεχή ανανέωση είναι η πιο έντονη και ώριμη πια παρουσία του εξωλογικού στοιχείου στην ποίησή του, το οποίο εντοπίζεται με σαφήνεια για πρώτη φορά στην προηγούμενή του συλλογή.[1] Το σαγηνευτικό εξωλογικό στοιχείο στην ποίηση του Χριστοδουλίδη δεν αφορμάται από μια θεωρητική ή μια επιπόλαια μιμητική στάση, αλλά εκκινεί από μια καίρια βιωματική παρατήρηση, η οποία σταδιακά σχηματοποιείται σε βαθιά πεποίθηση ότι το χάος και το παράλογο βρίσκονται παντού, ότι η λογική και ο ορθολογισμός, δηλαδή, δεν δύνανται να εξηγήσουν ικανοποιητικά τον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι το στοιχείο αυτό σχετίζεται άμεσα με την ανάγκη μεταστοιχείωσης και επαναδημιουργίας του κόσμου, με τις ελευθερίες και τις απεριόριστες δυνατότητες που παρέχει η ποιητική φαντασία.[2] Το εξωλογικό στοιχείο συνδέεται, επίσης, έντονα με τις υπαρξιακές αναζητήσεις του ποιητή και αποτελεί στήριγμα στην προσπάθειά του να συγκολλήσει τα θραύσματα μιας πάσχουσας συνείδησης, λειτουργώντας έτσι ως στοιχείο παράπλευρο και συμπληρωματικό προς τον κατακτημένο ρεαλισμό του.[3] Παράλληλα, συνυφαίνεται και με τον έντονο κοινωνικό προβληματισμό του ποιητή, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα σύνθετο ποιητικό σύμπαν με αλλεπάλληλες εικόνες και πολλαπλές αντιθέσεις, το οποίο εντείνει την πολυσημία και ενισχύει την προσπάθεια του να εισχωρήσει στα μύχια της ύπαρξης.[4] Η εισβολή, με άλλα λόγια του εξωλογικού στοιχείου στην ανά χείρας συλλογή τροφοδοτεί με ποιητικό οξυγόνο τις κυρίαρχες θεματικές του βιβλίου προσδίδοντας μιαν ευφάνταστη εκφραστικότητα στην ποίησή του.

Πιο συγκεκριμένα η συλλογή αποτελείται από 49 μικρά, αλλά και μεγάλα σε έκταση ποιήματα τα οποία εκκινούν από την καθημερινότητα, τροφοδοτούνται από τις οικείες και ταπεινές όψεις της, για να αναχθούν όμως πάντα στο επίπεδο της υπαρξιακής ή ποιητικής εμπειρίας, εκεί όπου ο φθαρτός κόσμος μεταμορφώνεται μέσα από το φαντασμαγορικό πρίσμα της ποιητικής αίσθησης. Όπως αποδεικνύει η ανάγνωση του συνόλου του έργου του Χριστοδουλίδη, ο ποιητής γράφει τους ισχυρότερους του στίχους όταν εκκινεί από τα προσωπικά του βιώματα και γίνεται εξομολογητικός. Συνήθως σε μια τέτοια εκκίνηση, το εγώ φτάνει πολύ μακρύτερα από το σημείο που όριζε η αφετηρία του και συναντά το εμείς. Τα περισσότερα από τα ποιήματα της συλλογής καταδεικνύουν με σαφήνεια μια δραματική και, ας το καταθέσω προκαταβολικά, ποιητικά δραστική στροφή του ποιητικού υποκειμένου προς τον εσώτερο βιωματικό του πυρήνα, εκεί όπου μονίμως αναθρώσκουν μνήμες ζωογονητικές (π.χ. ερωτικές, παιδικές), αλλά και πολλές λύπες, ματαιώσεις, διαψεύσεις και οδυνηρές διαπιστώσεις. Συγκλίνουν, με άλλα λόγια, προς ένα ζεύγμα αποσταγμένης πείρας ζωής, πικρίας για τις συντελεσμένες απώλειες και καρτερικού φόβου για τα επικείμενα.

Στα κοινωνικά και βιωματικά ποιήματα της συλλογής ο Χριστοδουλίδης φαίνεται να αρνείται τον ρόλο του απομονωμένου ποιητή, δεν ικανοποιείται με τον ρόλο του θεατή σε μια τραγωδία, αλλά στρέφει το βλέμμα του στα σκοτεινά κελιά των ατομικών δραμάτων της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης και στα στενά σοκάκια της περιθωριοποιημένης κοινωνίας, διεκδικώντας έναν ενεργό ρόλο για την ποίηση που να συνδέει το αισθητικό αποτέλεσμα με τον κοινωνικό βίο. Αναζητά, με άλλα λόγια, την υπερβατική δύναμη της ποίησης μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο που τη γεννά, είτε μιλά για τις ασχήμιες και τα βάσανα, είτε για τις χαρές της ζωής. Η ποίηση, επομένως, για τον Χριστοδουλίδη δεν είναι απλώς ένα καταφύγιο, αλλά μία μαχητική τέχνη που βιώνει τα δικά της πάθη μαζί με τους ανθρώπους. Παράλληλα ο ευαίσθητος ψυχισμός του, με την ειδική υφή της ενηλικίωσής του, μεταφέρει στο παρόν έργο έναν υπόγειο θρήνο· την ίδια την εύθραυστη υφή της υπαρκτικότητας που διαρκώς συνδιαλέγεται με το αναπόφευκτο όριο του θανάτου, δίνοντας έτσι στο βιβλίο την υπαρξιακή δύναμη και το βάθος του.

Θρύμματα

Εκείνη τη στιγμή
που το φλιτζάνι πέφτει στο πάτωμα
και θρυμματίζεται σε εκατό κομμάτια
καταλαβαίνεις τη σημασία της ακεραιότητας
ότι αυτό που λέμε ακέραιο
είναι αυτό που αντιστέκεται να μην σπάσει
αυτό που δεν αφήνεται να πέσει
και να γίνει εκατό κομμάτια
αλλά επιμένει να συγκρατεί
ό,τι το αποτελεί
αποφασισμένο να μην δείξει
ότι είναι τόσο εύθραυστο
όσο ένα φλιτζάνι·
ότι είναι ακριβώς αυτό:
εκατό κομμάτια που κρατιούνται γερά
μεταξύ τους για να δείχνουν ένα.

Λαμβάνοντας τα πιο πάνω υπόψη, ο τίτλος Μυστικοί άνθρωποι αλλά και το ομώνυμο ποίημα της συλλογής, υποδεικνύουν πλαγίως και εξαρχής την ορίζουσα της συλλογής και μετατρέπονται ξεκάθαρα σε σημαντικό ερμηνευτικό κλειδί ολόκληρου του βιβλίου. Κι αυτό γιατί ο πρώτος όρος του τίτλου, το επίθετο δηλαδή «μυστικοί», προσδιορίζει πολύσημα τον δεύτερο όρο, το ουσιαστικό «άνθρωποι», φορτίζοντάς τον νοηματικά και αφήνοντας στο στόμα μια λεπτή γεύση περιέργειας, θλίψης και ειρωνείας. Με άλλα λόγια, ο τίτλος αποτελεί ένα ειρωνικό, αυτοσαρκαστικό, ίσως, μα κατά βάθος τραγικό σχόλιο τόσο απέναντι σε έναν ορθολογιστικό, τεχνοκρατικό, υλιστικό και καταναλωτικό κόσμο που υπνώττει ή αδιαφορεί για την κοινωνική ανισότητα και τον ανθρώπινο πόνο και δη σε μια περίοδο κρίσης όσο και ειδικότερα απέναντι στον ίδιο μας τον παθητικό, βολεμένο και κοινωνικά αναίσθητο εαυτό που με τις δεύτερες σκέψεις ή τις όποιες ορθολογιστικές μεταμέλειες και προσχήματα απώλεσε μαζί με τον ανθρωπισμό του και το πραγματικό νόημα της μοναδικής και αναντικατάστατης αξίας κάθε ανθρώπινης ζωής.

Κι είναι για τούτο που στο ομώνυμο ποίημα «Μυστικοί άνθρωποι», ακόμη και η ποιητική ιδιότητα και η συγγραφή, οφείλεται σύμφωνα με τον Χριστοδουλίδη σε όλους αυτούς τους «μυστικούς», αφανείς και άγνωστους ανθρώπους που βιώνουν την αιώνια κοινωνική αδικία και καταπίεση, η οποία φαίνεται να στοιχειώνει τα υπόγεια στρώματα της μελάνης του.[5] Η ποίηση, λοιπόν, σύμφωνα με τον ποιητή, δεν οφείλεται στην έμπνευση, ούτε στην ιδιοφυία του ποιητή ούτε καν στην ευαισθησία του, αλλά σε όλους αυτούς τους «μυστικούς», άσημους μα όχι ασήμαντους ανθρώπους που ζουν στην καταπονημένη και υπανάπτυκτη οικονομικά μεριά του πλανήτη ή ακόμη στην ίδια την πατρίδα μας. Αυτοί οι οποίοι έτυχε να ζουν στο μαύρο μισό του κόσμου και όχι στο δικό μας λευκό. Γιατί αν τα πράγματα ήταν αντίστροφα κι ήμασταν εμείς στο περιθώριο, τότε εμείς και όχι αυτοί θα ήμασταν εκείνοι που θα γινόντουσαν το υλικό για ποιήματα από πιο άνετες, εύρωστες και ανεπτυγμένες οικονομικά κοινωνίες.

Εκτός από τους μετανάστες και τους κοινωνικά και οικονομικά ασθενέστερους, «Μυστικοί άνθρωποι» για τον ποιητή είναι επίσης οι ασθενείς, οι νοσηλευόμενοι, οι άνθρωποι με ειδικές ικανότητες και αναπηρίες, οι ζητιάνοι, οι ηλικιωμένοι και οι τρελοί· όλοι εκείνοι που παραμένουν «μυστικοί» και αόρατοι, έξω δηλαδή από το οπτικό πεδίο μιας σκληρόπετσης, αλλοτριωμένης και καταναλωτικής κοινωνίας.[6] Ο ποιητής, λοιπόν, δηλώνει εξαρχής ότι δεν τον ενδιαφέρουν οι άνθρωποι του προσκηνίου και της επικαιρότητας, των αξιωμάτων, της δημοσιότητας, της ανηθικότητας και των καταχρήσεων, οι οποίοι οδηγούν με τις πράξεις τους την πατρίδα τους, αλλά και γενικότερα τον πλανήτη σε καταστροφή, αλλά οι «μυστικοί», οι αφανείς άνθρωποι, αυτοί που ζουν στο περιθώριο, που είναι δίπλα μας, αλλά εμείς δεν τους προσέχουμε ποτέ, δεν έχουμε ούτε τον χρόνο ούτε τα μάτια, κι έτσι περνούν απαρατήρητοι και παραμένουν «μυστικοί», πέρα από το τρυφερό βλέφαρο μιας κοινωνικής ευαισθησίας και μιας ποιητικής αγκαλιάς. Πέρα από τις ευαίσθητες κοινωνικές προεκτάσεις, λοιπόν, που ενεργοποιεί αυτή η επιλογή του ποιητή, σηματοδοτεί παράλληλα και μια δυναμική ποιητική ηθική που λειτουργεί διττά: από τη μια αντιμάχεται μια τέχνη κοινωνικά αδιάφορη, η οποία συγκαλύπτει το φαύλο και λειτουργεί εκμαυλιστικά, και από την άλλη υπονομεύει το καθιερωμένο και κατεστημένο σύστημα κοινωνικών αξιών, προτείνοντας όχι φωναχτά, αλλά υπόγεια την ανάγκη μιας κοινωνικής ανατροπής που θα οδηγήσει σε ένα δικαιότερο κόσμο.

Μυστικοί άνθρωποι είναι επίσης και οι απλοί άνθρωποι της καθημερινότητάς μας, οι οποίοι όμως, επειδή παραμένουν καθηλωμένοι και προσκολλημένοι στις μικροπρέπειες και στα συμφέροντα του μικρού κόσμου τους μεταμορφώνονται αιφνίδια ή ανατρεπτικά. Τρανταχτά παραδείγματα στη συλλογή αποτελούν η γηραιά κυρία που εκστομίζει με σκληρότητα και ικανοποίηση στην επίσης γηραιά και μονήρη φίλη της ότι θα την αφήσει γιατί είναι καλεσμένη·[7] η καθωσπρέπει γειτόνισσα που κάθε Κυριακή πήγαινε εκκλησία, αλλά ωστόσο παραπλάνησε τα παιδιά της γειτονιάς να πνίξουν τα γατάκια, προσφέροντάς τους μετά το φονικό βελγικά σοκολατάκια·[8] ή αυτοί που παραμένουν σε μια συμβατική σχέση, ενώ παράλληλα διατηρούν μυστικούς, εξωσυζυγικούς δεσμούς.[9] Κάποιες άλλες φορές, ωστόσο, αυτοί οι «μυστικοί», αλλά κοινωνικά στιγματισμένοι άνθρωποι της καθημερινότητας, επιτυγχάνουν να ξεπεράσουν το πλήγμα της ζωής, να βγουν έξω από το προκαθορισμένο κοινωνικό περιθώριο και να μετατρέψουν το μαύρο σε λευκό. Όπως ακριβώς ο γιος της πόρνης που έγινε αργότερα ο δάσκαλος του παιδιού του ποιητικού υποκειμένου.[10]

Σε αντιδιαστολή τώρα προς τους «μυστικούς» ανθρώπους (ποιητές, ανθρώπους απλούς, ανθρώπους με ειδικές ανάγκες, φτωχούς, μετανάστες, ηλικιωμένους, αγνοούμενους, νεκρούς περιπτεράδες, ζητιάνους, λεωφορειατζήδες κ.ά.), αυτούς με άλλα λόγια που βρίσκονται στο περιθώριο της ζωής, αλλά είναι οι αληθινοί, αυθεντικοί αποδέκτες του πόνου, της ομορφιάς και της απλότητας που αυτό συνεπάγεται, προβάλλονται οι φανεροί, οι διάσημοι, οι γνωστοί, οι σεσημασμένοι με μαύρο πια της κοινωνίας μας: οι σάπιοι βουλευτές, οι ιεράρχες, οι δημοτικοί σύμβουλοι, οι δήμαρχοι, οι κομματάρχες, οι τραπεζίτες με τα κολλαριστά εσώψυχα και οι παπάδες με τα χρωματιστά εσώρουχα, οι οποίοι  κατακρατούν το φως της δημόσιας ζωής, την αίγλη του χρήματος και της επιτυχίας, αλλά είναι, ωστόσο, ολοζώντανοι νεκροί, καθώς έχουν οριστικά απωλέσει την ανθρωπιά και το νόημα της ζωής.[11] Για τούτο παρά τον πλούτο και την εφήμερη δόξα στην οποία διακαώς προσβλέπουν επενδύοντας αλόγιστα τα πάντα, στο ποίημα «Ανάσταση» παρουσιάζονται αμήχανοι, ανεπαρκείς και γυμνοί, ωσάν νεκροί μπροστά στη βαθιά συγκίνηση που προσφέρει η έσχατη απλότητα και η αγνή ομορφιά.

Ανάσταση

Πήγαμε και χθες σε κηδεία
και ήταν υπέροχα.
Οι μαυροφορεμένοι μαυροφορεμένοι
οι περισσότερο πενθούντες
οι ελαφρώς θλιμμένοι
οι σοβαροί με τα μαύρα γυαλιά
οι επί του καθήκοντος παρευρισκόμενοι
ο παπάς με τα γυναικεία εσώρουχα
ο στρωτός δήμαρχος ο στρογγυλός κοινοτάρχης
ο αξιότιμος βουλευτής
με τον τραπεζικό του λογαριασμό
τα μαύρα πουλιά οι νυχτερίδες- αυτά τα θαυμάσια κατοικίδια-
και ο πεθαμένος στη θέση του
ξαπλωτός με ραμμένα βλέφαρα
φορούσε το καλό του κοστούμι
γαλήνιος, μέχρι την ώρα
που το άρωμα μιας άγνωστης γυναίκας
πλημμύρισε ξαφνικά τον ναό
μιας γυναίκας όλο ψυχή και σάρκα
μιας αχαλίνωτης γυναίκας
κατά λάθος ζωντανής μες στους νεκρούς
έκανε να σηκωθεί ο πεθαμένος
αλλά κανείς δεν του άνοιγε το φέρετρο κανείς περίλυπος
δεν άνοιγε το φέρετρο στον πεθαμένο.

2-ce93ce99cea9cea1ce93ce9fcea3Όπως διαφαίνεται σε αρκετά ποιήματα της συλλογής, ο πραγματικός ποιητής πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή σύγκρουση με όλους αυτούς που προσβλέπουν στο χρήμα ή στην εφήμερη δόξα και επιτυχία. Κι αυτό γιατί ο ποιητής σε αντίθεση με τους πιο πάνω επενδύει σε βάθος χρόνου, στο χρηματιστήριο του μέλλοντος, εκεί όπου ό,τι ψεύτικο, πρόσκαιρο και σάπιο φέρνει μαζί του το εφήμερο διασκορπίζεται στην άβυσσο.[12] Σε αντίθεση, λοιπόν, με τους κοινωνικά και οικονομικά επιτυχημένους και γνωστούς, ο «μυστικός» ποιητής μας γνωρίζει καλά ότι όσο διαρκεί ένα ποίημα, είτε για εκείνον που το γράφει είτε για εκείνον που το διαβάζει, μπορεί κανείς να διαρρήξει για λίγο την θνητότητα της ύπαρξής του και να αγκαλιάσει την ασύλληπτη, για τον ανθρώπινο νου, έννοια της αιωνιότητας. Αρκετά ποιήματα της παρούσας συλλογής είναι, λοιπόν, όπως έχω επισημάνει πιο πάνω, συνυφαίνουν άρρηκτα τον ποιητικό μαζί με τον υπαρξιακό και τον κοινωνικό προβληματισμό. Ο ποιητής εκκινεί από τον εαυτό του για να φτάσει στο κοινωνικό σύνολο και σε ορισμένα ποιήματα κινείται ακριβώς αντίστροφα, από το κοινωνικό σύνολο στον εαυτό του, εκφράζοντας προσωπικές αγωνίες και προβληματισμούς, οι οποίοι γίνονται πανανθρώπινοι. Θεματικά, επομένως, τα περισσότερα ποιήματα του βιβλίου κινούνται συνεχώς σε ένα εκκρεμές μεταξύ κοινωνικής και υπαρξιακής ποίησης, με τα δύο αυτά χαρακτηριστικά στοιχεία συχνότατα να συναιρούνται, προβάλλοντας την υπέρτατη αξία της αγάπης για τον άνθρωπο, την τέχνη και τη ζωή. Όσοι, λοιπόν, χαρακτήρισαν στο παρελθόν ή θα χαρακτηρίσουν στο μέλλον τον Χριστοδουλίδη εύκολα ως ποιητή της κοινωνικής επικαιρότητας και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, εστιάζοντας παραμορφωτικά στις ταξικές του καταβολές, ακρωτηριάζουν έναν τραγικό άνθρωπο που συναισθάνεται τη ζωή και που αγωνιά μπροστά στα έσχατα ερωτήματα.

Κεντρική θέση στο φιλοσοφικό σύμπαν του Χριστοδουλίδη είναι πως τούτος ο κόσμος, αλλάζει μόνο επιδερμικά, στην ουσία όμως όλα εξακολουθούν να παραμένουν τα ίδια κι απαράλλαχτα, οι άνθρωποι και οι θεοί τους, τα λάθη και οι ζωές τους, η κοινωνική αδικία και ο φόβος του θανάτου.[13] Και μέσα σ’ αυτή την προβληματική, ο ποιητής θα αναμετρηθεί πολλές φορές σε τούτη τη συλλογή με τον Ηράκλειτο. Ο θάνατος, ως η ακραία έκφραση διαχωρισμού και διάκρισης, συνιστά το απευκταίο και αναπότρεπτο εμπειρικό φαινόμενο. Μοναδικός και αναμφισβήτητος, ιδιωτικός αλλά και πανανθρώπινος, καθολικός, κοινός μα και συνάμα ανερμήνευτος, επιδρά πάνω στον εφήμερο άνθρωπο, τον συγκινεί, τον συγκλονίζει και τον πληγώνει όσο κανένα άλλο γεγονός της ζωής του, από το οποίο όμως καμία εγκόσμια δύναμη δεν μπορεί να τον απαλλάξει. Η φθορά του χρόνου και ο θάνατος, μυστήρια άλυτα για την πεπερασμένη ανθρώπινη λογική, αντιμετωπίζονται από τον ποιητή ως έννοιες ή φυσικά φαινόμενα, τις περισσότερες φορές άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τόσο ο άνθρωπος όσο και ο ποιητής Χριστοδουλίδης προσπαθεί να αντισταθεί στην καταλυτική και αμετάκλητη επίδρασή τους, να μην καταστεί έρμαιό τους, και μέσα από τη δημιουργική του κατάθεση να στίξει τον χρόνο και να τον σημαδέψει με τις λέξεις του. Η άλλοτε τραχιά κι άλλοτε τρυφερή αισθαντικότητά του φτιάχνει ένα πολυποίκιλτο ποιητικό πλέγμα με λέξεις που αναζητούν και που εντέλει οδηγούν το ποιητικό υποκείμενο προς τη συνεχή μεταμόρφωση και την υπαρξιακή αυτογνωσία.

Εξαίρετο παράδειγμα, αποτελεί το, κατ’ εμέ, καλύτερο και πιο συγκλονιστικό ποίημα της συλλογής «Η περίπτωση της λέξης πάντα στη λίμνη Τάμπο», στο οποίο το εξωλογικό στοιχείο κορυφώνεται. Στο ποίημα αυτό, μια εικόνα απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς, ένα κέδρο που αντανακλάται στα ήρεμα νερά της φανταστικής λίμνης Τάμπο, υποδηλώνει με τρόπο λειτουργικό, λεπτουργικό  όσο και λεπταίσθητο την υποδόρια, αρχετυπική, υπαρξιακή αγωνία, την οποία και σταδιακά ο ποιητής απαλύνει και καθαγιάζει, προσδίδοντάς της ένα ρευστό και βαθύ νόημα. Για να κατανοήσουμε, λοιπόν, το συγκεκριμένο ποίημα πρέπει να εστιάσουμε σε μια δεσπόζουσα, δραματική αντίθεση· αφενός στην κοινή και ενστικτώδη ανθρώπινη επιθυμία μας να συνεχίσουμε τη ζωή, που είναι βαθιά γραμμένη μέσα στο πρωτόπλασμά μας και αφετέρου  στην τραγική διαπίστωση ότι η παροδικότητα είναι αιώνια και ότι όλες οι απόπειρες να διατηρήσουμε την προσωπική μας ταυτότητα μετά θάνατον είναι μάταιες. Το ποίημα, επομένως, φαίνεται να προβάλλει την πεποίθηση ότι ένας άνθρωπος μπορεί να εξακολουθήσει να υπάρχει, όχι στην ατομική προσωπική του διάσταση, αλλά μέσα από αξίες, πράξεις και έργα που συνεχίζουν να αγγίζουν με τους κυματισμούς τους τις μελλοντικές γενιές. Η λυτρωτική, με άλλα λόγια και αναδημιουργική φύση του νερού, καθώς και η όμορφη εικόνα των κυματισμών της λίμνης καταπραΰνουν την οδύνη της παροδικότητας, υπενθυμίζοντάς μας ότι κάτι δικό μας διαρκεί, ακόμα κι αν εμείς δεν το γνωρίζουμε ή δεν το αντιλαμβανόμαστε.

Το πρόσωπο, πάντως, στο οποίο φαίνεται να απευθύνεται, αλλά και να απευθύνει τον λόγο ο ποιητής, λειτουργεί ως καταλύτης για να ανακαλύψει το δικό του αληθινό πρόσωπο, περνώντας, ωστόσο, πρώτα μέσα από ποιητικά μαεστρικές αφηγήσεις πολλαπλών φυσικών μεταμορφώσεων και αντανακλάσεων σε δρόμους διασταυρωμένους πάνω και κάτω από τη γη, τον ουρανό, τα ποτάμια και τη θάλασσα. Μέσα σε αυτό το ρευστό πλαίσιο, ο άνθρωπος μετά τον θάνατο ή την ολοκληρωτική καταστροφή του δεν χάνεται οριστικά, αλλά μεταστοιχειώνεται σε φύση, και συνεπώς δεν  μπορεί πια να βλάψει ούτε τη φύση ούτε τον συνάνθρωπό του. Όπως ακριβώς η ανθρώπινη εμπειρία και ζωή όταν περατωθεί και βιωθεί, μεταστοιχειώνεται σε ποίημα· σε κάτι, με άλλα λόγια, που ενώ υπερβαίνει τη φθορά και τον θάνατο, εντούτοις μεταμορφώνει το βίωμα σε λέξεις, οι οποίες και αντανακλούν νοηματικά και ηχητικά κάτι από την πραγματική του μορφή. Και η μαγεία αυτών των αλλεπάλληλων υπαρξιακών και λεκτικών μεταμορφώσεων και αντανακλάσεων επιτυγχάνεται ήδη από τον τίτλο του ποιήματος με την αντεστραμμένη λεκτική παρήχηση «πάντα-Τάμπο». Το ίδιο το ποίημα, με άλλα λόγια, ως ον που ζει εκτός χρόνου, σε ένα γλωσσικό και ηθικό επέκεινα, αποτελεί για τον ποιητή λυτρωτικό σημείο εναντίωσης και προς τον χρόνο και προς τον θάνατο. Αυτή ακριβώς η πραγματικότητα, αφαιρεί διαμιάς το σκότος.

Η περίπτωση της λέξης πάντα στη  λίμνη Τάμπο

στον Παναγιώτη Νικολαΐδη
Ένα κέδρο κλαίει στις όχθες
της παγωμένης λίμνης Τάμπο
κοιτάζει απελπισμένα τη λίμνη και κλαίει
από τα κλαδιά του στάζουν αναφιλητά
ανατριχιάσματα σχηματίζονται
στην επιφάνεια της λίμνης
η λίμνη τα επιστρέφει
ως ευμετάβλητους ανασασμούς λυγμών
το κέδρο περισσότερο αναστατώνεται
η λίμνη βουρκώνει, οι πάγοι τρίζουν.
Ένα κέδρο κλαίει στις όχθες της λίμνης Τάμπο
επειδή κάποτε ήταν άνδρας που έχασε το φύλο του,
το όνομά του
επειδή η λίμνη ήταν η γυναίκα που αγάπησε
αλλά είχε έρθει η ώρα oι άνθρωποι να μετατραπούν
αφού πρώτα απωλέσουν το φύλο τους
να γίνουν δέντρα, να γίνουν λίμνες
οι πιο σκληροί να γίνουν βουνοκορφές
αυτοί με τις πιο αποπνικτικές μελωδίες
να λιώσουν μέσα στους ωκεανούς
κι οι πιο χοντρόπετσοι υποστήλια
και τοιχώματα ορυχείων
και κανείς πια δεν θα συναντά κανένα
αλλά και κανείς δεν θα μπορεί να βλάψει κανένα
ούτε θα μπορούν σε περιόδους μεγάλης οδύνης
να παρηγορούν ο ένας τον άλλο
για την απώλεια του φύλου,
για τη διαρροή της μορφής
όπως τώρα
το κέδρο που κλαίει
η λίμνη που θέλει
ανήμποροι να πλησιαστούν
με την αμετακίνητη λέξη πάντα
ανάμεσά τους.

Έχουμε, λοιπόν, μπροστά μας έναν άνθρωπο και έναν ποιητή που, ανατρέποντας συνεχώς οποιεσδήποτε οριστικότητες και βεβαιότητες και έχοντας παράλληλα αποδεχτεί το αναπότρεπτο του χρόνου και της φθοράς, δηλώνει «βαθύτατα ανέτοιμος για όλα».[14] Για αυτό επιχειρεί να διανοίξει τα όρια του χρόνου με την ποίηση, χωρίς έπαρση ή μεγαλοστομία, αλλά με βαθιά γνώση των ανθρώπινων ορίων και της ματαιότητας. Είμαστε παροδικά όντα και η ζωή θα συνεχίσει μετά από μας ατάραχα, ωστόσο μόνο η τέχνη μπορεί να κρατήσει για λίγο μέσω της μνήμης μια νίκη κατά του χρόνου. Λαμβάνοντας τα πιο πάνω υπόψη δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο ποιητής χρησιμοποιεί ως μότο της συλλογής τη φράση «Θέλω οι στίχοι μου να μπορούν να καρφώνονται στον άνεμο», ούτε βεβαίως ότι στο ποίημα «Η μαγική στιγμή» γράφει:

[…]
Τα ποιήματα με συμφιλιώνουν
με τον νόμο που κι ένα τσογλάνι γνωρίζει
ότι μετά από μένα
όλα θα συνεχίσουν ατάραχα.
Είναι η μαγική στιγμή η στιγμή
του ντυμένου με λευκό χιτώνα Ελπήνορα
που μουσκεύει την οπτασία του
με δάκρυα από χιλιάδες προηγούμενα μάτια
του άγριου ζώου που κουρασμένο
εκλιπαρεί για έλεος το θήραμά του.

Είναι μια παράξενη ισορροπία.
Αν ήταν να τρίψω το λυχνάρι του Αλαντίν
δεν θα ζητούσα τίποτα από το εμβρόντητο τζίνι.
Οτιδήποτε περισσότερο
θα μου αφαιρούσε τα πάντα.

Συχνά στη συλλογή είναι και τα ποιήματα ποιητικής τα οποία, πέρα από την άμεση σύνδεσή τους με την προαναφερθείσα κοινωνική ή την υπαρξιακή θεματική, αναδεικνύουν αφενός τις λογοτεχνικές προτιμήσεις του ποιητή και αφετέρου τονίζουν εμφατικά τη λυτρωτική δράση της ποίησης που φαίνεται να μπορεί να αντέξει το φάντασμα της φθοράς. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μνημονεύονται νεκροί και ζώντες ποιητές: ο Βασίλης Μιχαηλίδης, ο Κώστας Βασιλείου, ο Γιώργος Καλοζώης, ο Φίλιπ, Λάρκιν, η Κάρολ Αν Ντάφι, ο Τράνστρεμερ, ο Ρεταμάρ,  ο Μπουκόφσκι και άλλοι. Εξαίρετο και παιγνιώδες ποίημα ποιητικής που ξεχωρίζει στην εν λόγω συλλογή και στο οποίο, μάλιστα, ο ποιητής χρησιμοποιεί εξωλογικά και παραμυθιακά στοιχεία είναι το ποίημα «Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι μου κλέβει το βιβλίο του».

 Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι μού κλέβει το βιβλίο του

Μια μέρα κεραυνοβόλα
ανακάλυψα
πως έχασα τα «70 χρόνια φαγούρα»
έκανα άνω κάτω τις βιβλιοθήκες και τα ντουλάπια
μέχρι και στις τεράστιες μπότες του φίλου μου
του γίγαντα έψαξα
τον έσυρα έξω από το παραμύθι και του τις έβγαλα
και ήταν γυμνός
και ήταν φοβισμένος
και ήταν πληγιασμένος
με σπασμένα κόκκαλα
πέφτοντας σε κάθε εξιστόρηση από τη φασολιά
πήγα σε μέρη που σύχναζα παλιά
στις καφετέριες
στις σπηλιές με τα φωτορυθμικά
στα τρυφερά μου αγάλματα
που μεγαλώνουν ασυντρόφευτα
στις περιφερειακές πλατείες
ρώτησα τον προπονητή μου
όταν ήμουνα μικρός και φέρελπις
τον βρήκα στο φανταστικό μας γήπεδο
η σπορά του χορταριού του
είναι λόχμες, στριγγλοβότανα και βρωμόχορτα
πήδηξα μέσα σε άδειους κορμούς δέντρων
όπου κατά καιρούς είχα χάσει την πίστη μου
τρύπωσα σε χαμηλές δομές
ρώτησα πράγματα που πάνε κι έρχονται
τη σκόνη
την ευτυχία
τη μελωδία
την πείνα
τη θλίψη
τον πόλεμο
τους αδέσποτους φθόγγους
που ερωτεύτηκαν ανεκλάλητες λέξεις
ξαναπήρα απένταρος την πτήση Λάρνακα-Μαδρίτη
όταν παίρνεις το ίδιο δρομολόγιο
ψάχνοντας κάτι πολύτιμο
οι τιμές αυτόματα αυξάνονται
έψαξα κάτω από το κάθισμα του παιδιού που έκλαιγε
κατά τη διάρκεια της πτήσης
ρώτησα τις αναταράξεις
τους πλάγιους ανέμους
και τα υπερπτητικά πουλιά
γύρισα άπραγος
πήγα μια βόλτα στα δικά του μέρη
στα σκοτεινά καταγώγια, τα μπουρδέλα
στο σπίτι που μεγάλωσε
με τις βουρδουλιές, τους δαίμονες, τα τρελόχαρτα
βρήκα εκείνο το ποτήρι με το κρασί
ήταν άδειο και στο χείλος του
η τροφαντή μύγα χαχάνιζε
και υποψιάστηκα τότε
πως ήρθες και μου το πήρες
πως σηκώθηκες από τον τάφο σου
Τσαρλς Μπουκόβσκι
και μου έκλεψες το βιβλίο σου.

cache_1050x3000_Analog_medium_616087_1142606_26112018Εκφραστικά τώρα, ο Χριστοδουλίδης έχει ήδη διαμορφώσει το δικό του προσωπικό ύφος με τον τρόπο που πραγματεύεται τα θέματα και τους ρητορικούς του τρόπους. Η συνομιλία με την ιστορία, η διεθνής επικαιρότητα, η κοινωνική κριτική, η έντονη στοχαστική και φιλοσοφική διάθεση σε υπαρξιακά ζητήματα, η μνήμη, η ειρωνεία και ο σαρκασμός ορισμένες φορές, η επανάληψη και η αμφισημία είναι χαρακτηριστικά της ποίησής του.[15] Ωστόσο, σε τούτη τη συλλογή, ιδιαίτερα στην προσπάθειά του να ολοκληρώσει μεγαλύτερα σε έκταση ποιήματα, χαρακτηρίζεται από μια εκφραστική αφθονία. Επίθετα, επιρρήματα και μετοχές διανθίζουν τους στίχους του δίνοντας μια νέα και αισθητικά δικαιωμένη εικονοπλαστική και νοηματική διάσταση. Για τούτο μέσα στο χειμαρρώδες ύφος που διακρίνει τα περισσότερα από τα πολύστιχα ποιήματά του βιβλίου εντοπίζουμε μία διαυγή αμεσότητα και τρυφερότητα, μια γλωσσική και μία ειλικρινή ευαισθησία, καθώς και μια εκφραστική αρτιότητα και δροσιά, παρά την όποια σκληρότητα κρύβουν ενίοτε οι εικόνες του. Μερικές φορές, ωστόσο, το ευρηματικό λεξιλόγιο και η γλωσσοπλασία δε γίνονται χωρίς απώλειες. Η οικειωτική, όμως, και συνεχής από την άλλη δύναμη του στίχου του, οι ευφάνταστες ποιητικές του συλλήψεις και ο ποιητικός του ρεαλισμός αποδεικνύονται σε κάθε ποίημα εξαιρετικά όπλα γραφής, καθώς τον προφυλάσσουν από τις παγίδες του ποιητικού ναρκισσισμού, ενώ παράλληλα του επιτρέπουν να ψηλαφεί τραγικά βιώματα με την έσχατη λεκτική απλότητα.

Συνοψίζοντας, η πρόσφατη ποιητική κατάθεση του Γιώργου Χριστοδουλίδη Μυστικοί άνθρωποι εγγράφεται μέσα σε έναν άξονα ατέρμονης (αυτό)στοχαστικότητας, καθώς συμβαδίζει με μία δυναμική θεώρηση της πραγματικότητας, σύμφωνα με την οποία η ζωή του ανθρώπου βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου και ο ίδιος ο άνθρωπος στο κέντρο της ζωής του. Διαμορφώνεται, έτσι, η συνολική φιλοσοφική άποψη πως ο βίος του ανθρώπου έχει πραγματικό νόημα μόνο όταν ο τελευταίος είναι ελεύθερος αφενός να τον επιλέξει έναντι του θανάτου και, αφετέρου, να τον διαμορφώσει με οποιονδήποτε τρόπο διασφαλίζει τη συνειδητότητα της επιλογής αυτής. Έχουμε, λοιπόν, ενώπιόν μας ποίηση εμπλουτισμένη με βαθύ συναισθηματικό ήχο, και επιπλέον, χαμηλόφωνη, αλλά ταυτόχρονα εκκωφαντική όπως είναι η απλή, καθημερινή ζωή. Τέλος, ο Χριστοδουλίδης υπενθυμίζει εμφατικά μέσω της ποίησης μια σπουδαία κατάκτηση: τη συνειδητοποίηση πως η ανθρώπινη ζωή για να έχει αξία, πρέπει να έχει νόημα και πως το νόημα είναι πάντοτε προσωπικό, υποκειμενικό και μύχιο· δεν χρειάζεται να είναι απολύτως κατανοητό ούτε εμφανώς ερμηνεύσιμο, αρκεί να είναι αυθεντικό.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ


[1] Λεωνίδας Γαλάζης, «Ποίηση του ουσιώδους», Νέα Εποχή, τχ. 326 (Καλοκαίρι 2016), 85-89 [= Λ. Γαλάζης, Κείμενα, τρόποι, σημασίες. Θέματα λογοτεχνίας, Αθήνα, Ίαμβος, 2018, σ. 149-156]: «Προφανώς, το εξωλογικό στοιχείο είναι έκφανση του υπαρξιακού στοχασμού στις Πληγείσες περιοχές και συνδέεται με τη διπολική αντίθεση ζωή-θάνατος, που επίσης διαπερνά πολλά ποιήματα της συλλογής».

[2] Βλ. το ποίημα «Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι μου κλέβει το βιβλίο του».

[3] Βλ. το ποίημα «Η περίπτωση της λέξης πάντα στην Λίμνη Τάμπο».

[4] Βλ. το ποίημα «Φτερά και πούπουλα».

[5] Βλ. επίσης τα ποιήματα «Δυο κορίτσια στο πρατήριο βενζίνης», «Σκληραγωγημένο είδος», «Ο θάνατος του κοινωνικού λειτουργού».

[6] Βλ. ενδεικτικά τα ποιήματα «Φτερά και πούπουλα», «Αναπάντεχο» και «Πέντε γαρύφαλλα».

[7] Βλ. το ποίημα «Δυο κυρίες στην παλιά Λευκωσία».

[8] Βλ. το ποίημα «Επισπεύδοντας».

[9] Βλ. το ποίημα «Αγαπημένοι».

[10] Βλ. το ποίημα «Ο καθηγητής».

[11] Βλ. το ποίημα «Ιστορίες αποκαθήλωσης».

[12] Βλ. το ποίημα «Χριστουγεννιάτικη χορωδία».

[13] Βλ. ενδεικτικά το ποίημα «Ο καρπουζάς».

[14] Στίχος από την εξαίρετη συλλογή του Γιάννη Πατίλη «Ζεστό μεσημέρι» (1984): Ταξίδια στην ίδια πόλη [Ποιήματα 1970-1990], Ύψιλον, Αθήνα 2000, σ. 176.

[15] Βλ. ενδεικτικά Γιώργος Κεχαγιόγλου-Λευτέρης Παπαλεοντίου, Ιστορία της νεότερης κυπριακής λογοτεχνίας, Λευκωσία, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2010, σ. 733· Αιμίλιος Σολωμού, «Γιώργου Χριστοδουλίδη, Μεταξύ ουρανού και γης, Αθήνα, Φαρφουλάς 2013», Άνευ, τχ. 48 (Καλοκαίρι 2013), 82-84· Λευτέρης Παπαλεοντίου «Μια ματιά σε πρόσφατες εκδόσεις ποιημάτων» που εστιάζει στη συλλογή του Χριστοδουλίδη Δρόμος μεταξύ ουρανού και γης (Φαρφουλάς 2013), Άνευ, τχ. 50 (Χειμώνας 2014), 104· Παναγιώτης Νικολαΐδης, «Στο σκοτεινό βάθος των ανθρώπων και των πραγμάτων: σχόλια πάνω στην ποιητική συλλογή του Γ. Χριστοδουλίδη Πληγείσες περιοχές. Γυμνές ιστορίες», Διόραμα, τχ. 5 (Μάρτιος-Απρίλιος 2016), 47-50· Λεωνίδας Γαλάζης, «Ποίηση του ουσιώδους», ό.π.

 

https://neoplanodion.gr/2020/02/16/%ce%b3%ce%b9%cf%8e%cf%81%ce%b3%ce%bf%cf%82-%cf%87%cf%81%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%b4%ce%bf%cf%85%ce%bb%ce%af%ce%b4%ce%b7%cf%82-%ce%ad%ce%bd%ce%b1%cf%82-%ce%ba%ce%bf%ce%b9%ce%bd%cf%89%ce%bd%ce%b9/?fbclid=IwAR0cCF_NIsu8iXGfFk4_h8iTIuVQ9R3ZKnGdt_ANnxVCstUx_Xrt7C21BCQ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: