30.10.20

«Ένα ευαγγέλιο κι ένα κοτσύφι» – γράφει ο Αντώνης Καρτσάκης

Νίκος Καζαντζάκης, Άγιον Όρος. Ν/βρης -Δ/βρης 1914. Ημερολόγιο. Επιμέλεια-Εισαγωγή-Σχόλια: Χριστίνα Ντουνιά – Παρασκευή Βασιλειάδη Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη, Ηράκλειο 2020. 

 Αν το ενδιαφέρον για πολλούς συγγραφείς είναι παλιρροϊκό, «φουσκώνει», δηλαδή, υπερβολικά, «ζαρώνει, ξαναφουσκώνει και έρχεται τελικά στο σωστό μέγεθος», η κριτική εκτίμηση για τον Νίκο Καζαντζάκη, όπως παρατηρεί ο έγκριτος μελετητής Πήτερ Μπην [1], δεν καταστάλαξε ακόμα. Αρκετά χρόνια μετά το θάνατό του, διεθνώς γνωστός ως διανοούμενος, μεταφρασμένος σε πολλές γλώσσες, διαβασμένος από πολλές γενιές, ο Καζαντζάκης συνεχίζει να απασχολεί τους μελετητές, όπως προκύπτει από το άρτι εκδοθέν «Ημερολόγιό» του για το Άγιον Όρος. Η υποδειγματική έκδοση του σημαντικού αυτού τεκμηρίου γραφής του συγγραφέα, από την εγνωσμένου κύρους ερευνήτρια Χριστίνα Ντουνιά, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, γνωστή για το λαμπρό ερευνητικό και συγγραφικό της έργο, και την πολλά υποσχόμενη υποψήφια διδάκτορα Παρασκευή Βασιλειάδη, ανοίγει νέους δρόμους και προάγει αναμφισβήτητα τις καζαντζακικές σπουδές. Το καλαίσθητο βιβλίο (εκδοτική φροντίδα της Βαρβάρας Τσάκα) αρχίζει με το ενήμερο προλογικό σημείωμα του καθηγητή και προέδρου του Μουσείου Καζαντζάκη Μιχάλη Ταρουδάκη. Συνεχίζει με την περιεκτική «Εισαγωγή» των δύο ερευνητριών, την μεταγραφή του σημειωματαρίου και τον γενναίο υπομνηματισμό του (425 σχόλια!) και κλείνει με το «Παράρτημα», όπου παρουσιάζονται επιλεγμένες σελίδες του Ημερολογίου, σημαντικά τεκμήρια από το Μουσείο Καζαντζάκη που σχετίζονται με την επίσκεψη του συγγραφέα στο Άγιον Όρος, ψηφιακές ανατυπώσεις του Αγιορείτικου Ημερολογίου του Σικελιανού και άλλα. Από την πυκνή «Εισαγωγή» πληροφορούμαστε για την ιστορία και την αξία του σημειωματαρίου. για το μακρύ οδοιπορικό των Καζαντζάκη – Σικελιανού στο Όρος και σε άλλες ελληνικές πόλεις, από τον Νοέμβριο του 1914 ως τον Απρίλιο του 1915. για την ατμόσφαιρα του βυζαντινού μυστικισμού την οποία βιώνουν οι δυο στοχαστικοί οδοιπόροι. για τη σημασία που είχε το κοινό αυτό ταξίδι στη ζωή και το έργο του κρητικού συγγραφέα. για την κομβική θέση την οποία κατέχει η εμπειρία του Όρους στη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας του. για την αξιοποίηση της εμπειρίας του ταξιδιού σε μεταγενέστερα έργα του (Αναφορά στον Γκρέκο, Νικηφόρος Φωκάς, Χριστός και άλλα)· για τη σχέση του με το εκδοθέν ήδη (από το Ίδρυμα Ουράνη) «Ημερολόγιο» του Σικελιανού και άλλα πολλά [2]. Από την πρώτη σελίδα της «Εισαγωγής» γίνεται φανερό ότι οι Ντουνιά-Βασιλειάδη εποπτεύουν ολόκληρο το έργο του Καζαντζάκη, αλλά και συνολικά την εκτενή βιβλιογραφία του, και εντοπίζουν επιδράσεις και αναφορές. Υιοθετούν την ιστορική-γενετική προβληματική (με παραλληλισμό βίου, έργου, ιστορικών γεγονότων), ενώ η μέθοδός τους διέπεται πάντα από μια λογική ερμηνευτικής. Αξιοποιούν κάθε εσωτερική ένδειξη του κειμένου -πρόκειται για «παλίμψηστο διαφορετικών γραφών»-, προκειμένου να τεκμηριώσουν ερμηνευτικές υποθέσεις. Το επιμελώς μεταγραμμένο κείμενο μας παρασύρει σε μια συναρπαστική αναγνωστική οδοιπορία: παρακολουθούμε τη διαδρομή του Καζαντζάκη στις είκοσι μονές του Όρους. μπαίνουμε σε Σκήτες και Μονές. χαιρόμαστε σπάνια χειρόγραφα, αγιογραφίες και εικονογραφήσεις βιβλίων. διαβάζουμε αποσπάσματα πατερικών κειμένων. βιώνουμε το μοναστικό ήθος, το θάμβος της αγιορείτικης φύσης, το κάλλος της τέχνης. Παρατηρούμε ότι ο συνοδοιπόρος- ξεναγός μας προσηλώνεται όχι τόσο στα λείψανα των αγίων όσο στους θησαυρούς και στα κειμήλια. Και μεθά με το άρωμα της ανθισμένης μουσμουλιάς. Στο μαγευτικό αυτό οδοιπορικό παρακολουθούμε, επιπλέον, την ιδιότυπη σχέση Καζαντζάκη Σικελιανού, τους προβληματισμούς τους, προσωπικά βιώματα του Καζαντζάκη και μπορούμε τώρα -μετά την επισήμανση των διακειμενικών σχέσεων με τα μυθιστορήματα- να αναπορευθούμε και να χαρούμε περισσότερο το λογοτεχνικό έργο. Να ψηλαφίσουμε, κυρίως, την περιπέτεια των ιδεών του συγγραφέα, την αγωνία του γύρω από το νόημα της ύπαρξης, τη σχέση του με τον Θεό, μετά την νεανική του αμφισβήτηση [3] και τον μετέπειτα συγκερασμό αντιφατικών φιλοσοφικών-ιδεολογικών τάσεων. Αλλά, το σημαντικότερο, ακολουθώντας ο αναγνώστης το νήμα της σκέψης του συγγραφέα, μπορεί, όπως εύστοχα σημειώνεται, «να ανασυνθέσει το περιεχόμενο μιας μεγάλης δημιουργίας εν τη γενέσει της, αυτό που [ο ίδιος] ονομάζει ‘το Έργο μου’». Πρόκειται για την ιδέα που έχει συλλάβει ο Καζαντζάκης, από το 1915, να ενώσει τα τρία ιστορικά στρώματα του ελληνικού γένους, την αρχαιότητα, το Βυζάντιο και τη νεότερη Ελλάδα, τα οποία ταυτίζει με τις τρεις συμβολικές μορφές: τον Διόνυσο, τον Χριστό και τον αινιγματικό Θα. Ο αναγνώστης «μπορεί να διακρίνει το φιλόδοξο σχέδιο μιας εν τω γίγνεσθαι δημιουργικής στρατηγικής» [4]. Η «αποκατάσταση» του κειμένου, με τις σκοτεινές περιοχές και τις πολλές βραχυγραφίες, ήταν βέβαια μια ελκυστική πρόκληση, απαιτούσε όμως εμπειρία και βαθιά γνώση. Επιπλέον, η τεκμηρίωση αποσπασμάτων, τα οποία αντιγράφει ο Καζαντζάκης από λειτουργικά βιβλία του Όρους ή παραθέτει από μνήμης, ήταν μια επίμοχθη διαδικασία που απαιτούσε ευρυμάθεια και επιμονή. Οι φιλέρευνες μελετήτριες διαθέτουν τα στοιχεία αυτά και, κυρίως, σεβασμό στον συγγραφέα και στο έργο του. Διατηρώντας στην έκδοση στοιχεία του αρχικού κειμένου, μεταφέρουν στον αναγνώστη την αίσθηση της ημερολογιακής γραφής. Σέβονται και αξιοποιούν τα πάντα: υπογραμμίσεις, διαγραφές, σκιτσαρίσματα, ακόμα και τα χρώματα της μελάνης. Στις σελίδες του νέου κειμένου αποτυπώνεται και μια άλλη εκπληκτική ικανότητα: εκείνη της δημιουργικής φαντασίας με την οποία οι μελετήτριες συμπληρώνουν και αναστηλώνουν λέξη-λέξη το κείμενο, όπως θα έκανε προσεκτικός αρχαιολόγος για τα σημαντικά σπαράγματα που ανέσκαψε. Η φαντασία τρέφεται από τη βαθιά γνώση όχι μόνο του συγκεκριμένου αντικειμένου, αλλά και της πατερικής θεολογίας, των εκκλησιαστικών κειμένων, της αγιογραφίας και της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Αυτό προκύπτει από τον πλούσιο υπομνηματισμό του απαιτητικού αυτού κειμένου. Είναι εκπληκτικός ο όγκος και το εύρος των στοιχείων που παρέχονται εδώ: λεπτομερή σχόλια για το αγιορείτικο τυπικό, για την εκκλησιαστική τέχνη της αγιογραφίας, τα πατερικά κείμενα (η πολύτομη Πατρολογία του Migne αναγράφεται σε κάθε σχεδόν σελίδα), για την εκκλησιαστική υμνολογία, για τους θησαυρούς του Όρους. Πλήθος ονομάτων (Δαμασκηνός, Πανσέληνος, Ρωμανός ο Μελωδός, Δάντης, Σάθας, Σικελιανός, Πρεβελάκης κ.ά.) που δείχνουν την πολυεπίπεδη προσέγγιση του κειμένου. Αλλά και αποσπάσματα από έργα του Καζαντζάκη καθώς και από τη Φιλοκαλία, το Άσμα Ασμάτων, τους Ψαλμούς του Δαυίδ, τις εκκλησιαστικές ακολουθίες, γνώσεις ειδικές, που εκπλήσσουν τον αναγνώστη και φωτίζουν κάθε πτυχή του κειμένου. Έχεις την αίσθηση ότι πεζοπορείς σε έναν ομαλό πλέον δρόμο, όπως η καζαντζακική αφήγηση έχει αποκατασταθεί, και απολαμβάνεις ταυτόχρονα τα κατάφυτα με γνώσεις πεζοδρόμια που καταυγάζουν το δρόμο. Ωστόσο, παρά τον πλούσιο αυτό σχολιασμό, που θα μπορούσε να αποτελέσει μια αυτόνομη μελέτη για το καζαντζακικό έργο, το κείμενο δεν επιβαρύνεται. ο λόγος του Καζαντζάκη ποζάρει καθαρός στην κάθε σελίδα, ενώ οι πληροφορίες συνωθούνται στις σημειώσεις. Μας παραδίδεται μια έκδοση χρηστική που δεν «όζει λυχνίας». δεν μαρτυρεί το εργώδες του έργου. Άφησα τελευταία μια σπάνια αρετή: την ευγένεια, την επιστημονική εντιμότητα και την ηθική της γραφής. Οι λέξεις «πιθανόν», «πιθανότατα», «μάλλον» και άλλες συνώνυμες συναντώνται συχνά στον σχολιασμό και εκπλήσσουν θετικά σε μια τόσο εξονυχιστική έρευνα. Τέλος, οι καθαρές λύσεις που υιοθετήθηκαν σε εκδοτικά ζητήματα είχαν ως αποτέλεσμα την παράδοση ενός κειμένου αναγνώσιμου, κατανοητού, χωρίς περικοπές (προσωπικά, το διάβασα απνευστί), με τις αναγκαίες επεμβάσεις οι οποίες δηλώνονται πάντα με εύγλωττα κριτικά σύμβολα. Κάθε αναγνώστης μπορεί πλέον να χαρεί το Ημερολόγιο. Κάθε ερευνητής μπορεί να προστρέξει στην έκδοση όπου λεπτομερώς αποτυπώνονται όλα τα στοιχεία. Και, βέβαια, η σαρωτική αυτή εργασία θα μπορούσε να αποτελέσει εκδοτική πρόταση για την έκδοση αντίστοιχων κειμένων του Νίκου Καζαντζάκη. Το δυσανάγνωστο λοιπόν προσωπικό σημειωματάριο του 1914, επιμελώς ασφαλισμένο ώς τώρα στο Μουσείο, μάς παραδίδεται ως μια καλαίσθητη υπομνηματισμένη έκδοση. Ένα κείμενο που λάμπει αποκαθαρμένο και δροσερό. Σαν το χοχλάδι μέσα στο νερό [5]. Το πολυκαιρισμένο χειρόγραφο -μείγμα ρεαλισμού και ποιητικού μυστικισμού-, γίνεται ένα θελκτικό ανάγνωσμα που αιχμαλωτίζει στην επιφάνειά του σπάνιες ταξιδιωτικές εμπειρίες και περιέχει στο βάθος του περιπέτειες ιδεών, αγωνίες για την ύπαρξη και οπτικές του κόσμου. «Ένα ευαγγέλιο κι ένα κοτσύφι» [6], όπως συναιρεί την εμπειρία του ο στοχαστικός ταξιδευτής. Ο χριστιανισμός και ο παγανισμός. Η τέχνη και η φύση. Ο Πανσέληνος και ο αρκουδόβατος. Η Γλυκοφιλούσα και η μουσμουλιά. Μια πέρδικα στο χειρόγραφο που ξύνει με το κόκκινο πόδι της το ράμφος [7]. Ένα κυπαρίσσι γερό που νικά την ομίχλη [8]. Κύματα ανταριασμένα (του χειρογράφου) που γαληνεύουν κάτω από την ψύχραιμη και γυμνασμένη ματιά της Χριστίνας Ντουνιά και της Παρασκευής Βασιλειάδη. Που αποκαλύπτουν έναν Καζαντζάκη λογοτέχνη, διανοούμενο, οραματιστή. εκφραστή όχι μιας αλλά πολλών εποχών. Μια έκδοση -σημαντική συνεισφορά στο ταμείο του πνευματικού μας πολιτισμού- που αναθερμαίνει το εξαιρετικά πολύπλοκο φαινόμενο «Καζαντζάκης» και το κρατά ανοιχτό στην έρευνα. 
 Σημειώσεις 
 1. Πήτερ Μπην, Οκτώ κεφάλαια για τον Νίκο Καζαντζάκη, επιμ. Σ.Ν. Φιλιππίδης, Πανεπιστήμιο Κρήτης & Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 2007, σ. 17. 2. Βλ. Νίκος Καζαντζάκης, Άγιον Όρος. Ν/βρης – Δ/βρης 1914. Ημερολόγιο. Επιμέλεια-Εισαγωγή-Σχόλια, Χριστίνα Ντουνιά – Παρασκευή Βασιλειάδη, Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη, Ηράκλειο 2020, «Εισαγωγή», σ. xi – xxxvii. 3. Βλ. Ευαγγελία Δαμουλή-Φίλια, Μεθώντας μ’ ένα κρασί αγιονορείτικο. Το ταξίδι στον Άθωνα στην Νέα Ελληνική λογοτεχνία από τον 19ου αιώνα έως τις μέρες μας, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2017, σ. 142. 4. Νίκος Καζαντζάκης, ό.π., «Εισαγωγή», σ. xxv. 5. «Το πρόσωπό μου λάμπει σαν το χόχλακα που τον δροσερεύει όλος ο γιαλός», σημείωνε ο Καζαντζάκης (ό.π., σ. 50). 6. Ό.π., σ. 58. 7. Ό.π., σ. 65 8. Ό.π., σ. 41. 
 [Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: