Σελίδες για τον πολιτισμό, την ποίηση, τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη ζωγραφική. email: poets2015@gmail.com
13.10.20
Κριτικά φύλλα (22): Γιώργος Βέης, “Βράχια”, ΥΨΙΛΟΝ/βιβλία, Αθήνα 2020.
Ι]. ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ. Με την πρόσφατη ποιητική συλλογή Βράχια ο Γιώργος Βέης (γεν. 1955), πρέσβης της ελληνικής ψυχής ανά τον κόσμο, αισίως συμπληρώνει 30 βιβλία σε ποιητική, πεζογραφική και μεταφραστική κατάθεση από το 1974, αν και για πρώτη φορά δημοσίευσε ποίημα το 1970 στο περιοδικό Εστία, ενώ ήταν μαθητής της «Ιωνιδείου Σχολής» του Πειραιά. Ποιητής με ιδιάζουσα φωνή και συνεχιστής ενός λόγου που ποτέ δεν πρόδωσε, αλλά απεναντίας εμπλούτισε, ζώντας ανάμεσα σε λαούς του παγκόσμιου χάρτη[1] σε ΗΠΑ, Αφρική και κυρίως στην Ανατολή, της οποίας κατά προτεραιότητα, το θάμπος της κληρονομιάς κανείς άλλος δεν απέδωσε σε σειρά βιβλίων ταξιδιωτικής λογοτεχνίας – όρος τόσο αδόκιμος για έργα τέτοιας σύλληψης, όπου η ποιητική ματιά αναπαρέστησε στα μάτια μας τόσο μαγικά τον ζωντανό παλμό ενός κόσμου επί χρόνια βιωμένου. Η φράση σε συνέντευξή του «Ο κάθε ποιητής είναι ένας μεσάζων, ένας πρέσβης αν θέλετε, ανάμεσα στο φαντασιακό και το πραγματικό», δηλώνει πως στην εναλλαγή των δύο επιπέδων γνώσης που συνέχει τον άνθρωπο, το ποιητικό βλέμμα είναι το μόνο ικανό να εξηγήσει τέμνοντας βαθιά και δικαιολογώντας την ύπαρξη του σύγχρονου, συσκοτισμένου, αλλά τόσο χαώδους κόσμου μας. ΙΙ]. Η ΣΥΛΛΟΓΗ ΒΡΑΧΙΑ: Ένας υπότιτλος από τον Κρατύλο[2] του Πλάτωνα κοσμεί τη συλλογή: «….παλαιά παροιμία ὃτι χαλεπά τά καλά εστίν ὃπῃ ἒχει μαθεῑν καί δή καί τό περί τῶν ὀνομάτων οὐ σμικρόν τυγχάνει ὂν μάθημα».[3] Στα Βράχια, είναι διάχυτο το Φως, τόσο της φύσης, όσο και της Ιστορίας του τόπου. Η Ψυχική Γεωγραφία (Τοπογραφία) είναι κι εδώ παρούσα, εν είδει ίσως ενός απολογισμού για τη σημασία της ποιητικής τέχνης και τα φιλοσοφικά της μυστήρια, χρησιμοποιώντας εικόνες και σκηνές συμβόλων. Το ποίημα 1]. Το ποίημα «Προαύλισμα», με το οποίο ανοίγει η συλλογή, μοιάζει με την πάροδο, το άσμα που άδει ο χορός πριν αρχίσει η αρχαία τραγωδία στην ορχήστρα του θεάτρου. Η φράση «οι νεοσύλλεκτοι της βάρδιας» είναι οι ποιητές και τα όσα αναφέρει η «τρίλια τρελή από το πάθημα» για τον «κορυδαλλό» (τα πτηνά εδώ αντιπροσωπεύουν την Ποίηση, που συχνά ξεφεύγει από τα δίχτυα της δημιουργίας) είναι οι μάταιες προσπάθειες μιας γλώσσας που συχνά αποτυχαίνει να σχηματίσει ποιητικό ιστό. 2]. «Το προνόμιο»: Ισοδυναμεί με τη «λαχτάρα» του ξημερώματος, όπως καλείται από το μονότονο τραγούδι των τζιτζικιών με την επιθυμία να τα αγκαλιάσει χαρίζοντάς του συνάμα «σκεπή». Η αυγή με τον πόθο για τη σύνθεση. 3]. «Τα δαχτυλίδια των αρραβώνων»: Εδώ μιλάει ο αέρας με μάρτυρα την Πάρνηθα, κάνοντας μια σύμπραξη-αρραβώνα, για την πορεία προς την απόκτηση της ποιητικής, ένα χάρισμα «στον κόσμο». 4]. Στα «Ιδιαίτερα μαθήματα», το «εγώ» του ποιητή συντρίβεται μέσα σε μια εικόνα με τα δυο σύννεφα που παρατηρεί ένας «σκίουρος» μέσα στο «φιλικό φως». Η ποίηση ίσως είναι ένα παίγνιον κίνησης, ίδιο με την κίνηση του τόσο περίεργου αυτού ζώου των δένδρων, που προκύπτει με τη συντριβή του «εγώ». 5]. «Η επίσκεψη» ενός κρασοπουλιού με το φτέρωμά του «η απαραίτητη περισπωμένη» (από τις πιο πετυχημένες αποδώσεις για το πέταγμα ενός πουλιού), «κι ας αργεί λίγο ακόμα η άνοιξη», τη στιγμή που η μουσική του «Μοντεβέρντι» είναι ήδη γνωστή στο πτηνό. Η ποίηση γεφυρώνει αντιθέσεις, αυτόν τον σκοπό έχει, επειδή έρχεται από το άγνωστο και σε ανύποπτη στιγμή. 6]. «Στους θάμνους με τα μύρτιλα»: «ό,τι γλιτώνει από τα όνειρα» αυτό και πρέπει να διασώζεται για να διατηρηθεί με τη γραφή ως πολύτιμο, ως γνώση αναντικατάστατη. 7]. «Ξεκαθάρισμα λογαριασμών»: Εδώ ο αγώνας του «κάστορα» με την ορμή του ποταμού, του «κορακιού» με το σκιάχτρο, της «μύγας» με τη ζάχαρη, το παραμέρισμα των «ύβρεων» παρομοιάζονται με πράξεις ενός «ζητιάνου» που πασχίζει να βρει και να επιλέξει τις κατάλληλες λέξεις για την έκφραση. 8]. «Προοπτική»: Η πείνα της ποιητικής κατάθεσης ζωγραφίζεται άρτια με «περίστροφο όρθιο» με τον «Χάρο» να αναμένει για το τέλος. Ο θάνατος περιέχει και προϋποθέτει τα πάντα: τη ζωή που προηγήθηκε μέσα στην απόγνωση και το νόημά της αφού αυτή χαθεί. 9]. Στη «Γονιμότητα του παρελθόντος», όλα τα σημάδια του σώματος, όπως «η ουλή» από παλιά πάλη με τη δημιουργία, «μια τάφρος από πείσμα και οράματα», όλη αυτή η κληρονομιά δεν πήγε χαμένη και «το αεράκι που κατεβαίνει από την πλευρά του Ταΰγετου» του δίνει ώθηση να συνεχίσει. 10]. «Η μαρμαρυγή»: Αυτή η αρχαία λάμψη που φτάνει από το αστρικό ταξίδι γίνεται έρωτας, η ίδια «η Αφροδίτη των τελευταίων σπασμών» ̶ κάπως έτσι πρέπει να είναι η χαρμόσυνη ελπίδα της αποστολής του ποιητή. 11]. «Χάρτφορντ Κονέκτικατ»: Εικόνα υπέροχη με τις «φωνές των παιδιών», με «κρανιές, λιόπρινα» και «η γυμνή σημύδα» μετουσιώνεται σε μουσική, τοπίο μάλλον γνωστό, «όλ’ αυτά τα δέντρα τα φυτά ο αέρας / χάρτης τ’ ουρανού ν’ αυξάνει συνεχώς το μέτωπό μου» σε χώρα με σπουδαίο πολιτιστικό παρελθόν, όπως το τρίπτυχο των ονομάτων «Χόθορν Ουίτμαν Μέλβιλ», ώθηση για δημιουργία. 12]. «Η γέρικη γλυσίνα» είναι ένα «παλίμψηστο» «για να διαβάζουμε εκεί το παρελθόν», όλη εκείνη την πείρα της αισθητικής, εφόδιο ικανό για τον τεχνίτη. 13]. «Ξινομηλιές»: η απουσία ενός τέτοιου δέντρου «δέντρο φευγάτο» μήπως απαιτεί την «επιστροφή στην Αρκαδία» ή υφίσταται «της μεταμόρφωσης το αίνιγμα»; Η αμφιταλάντευση ή η καταφυγή σε αρχέγονες καλλιτεχνικές αξίες. 14]. «Οι τσίχλες το σούρουπο»: «Ασίγαστοι μάρτυρες δομής είναι» μπροστά στο φθινοπωρινό τοπίο με τους τρυγητές. «Πόθοι και Βεβαιότητες μαζί» για το ζητούμενο της έκφρασης. «Ιστορίες τρυγητών» και «ειμαρμένη των καρπών». Εδώ, ο ποιητής ως «τρυγητής». 15]. «Στη γέρικη φτελιά», με τις πολλές φωλιές των πουλιών. Συκοφάγοι και άλλα πουλιά προτιμούν τον γέρικο κορμό της ποίησης; «αλλά μια διδασκαλία σωτηρίας και φυγής / θα είναι και πάλι ο τρόπος». Οι λέξεις σωτηρία και φυγή πρωτοστατούν στην ποιητική δημιουργία. Όμως «Το πρωί, καθώς βγαίνει ο ήλιος / νιώθεται η ορμή / η δικαιοσύνη της τρίλιας» (Εδώ η σημασία της τρίλιας[4] είναι διττή: α) Η πολύ γρήγορη επανάληψη δύο συνεχόμενων φθόγγων που βρίσκονται σε απόσταση τόνου και ημιτόνου και β) τρόπος κελαηδήματος που μοιάζει με τη μουσική τρίλια, όπως το αηδόνι που κάνεις τρίλιες. Η σημασία της μουσικής. 16]. «Οι παρηχήσεις τώρα»: Από τα πιο σπουδαία σονέτα, γραμμένα σε 15σύλλαβο, όπου εικόνες φίλων και εχθρών, άγριες σκηνές, αδιέξοδες, τα πάντα μέσα σε μια άψογη περιγραφή υλικών, τάσεων, «έφτασαν εδώ ικέτες, του Χάρου μελίσσι / οι βάρκες τρύπιες, παντού βλέπουν αγγέλους και θύτες / δίχως δόντια, τρέμει το μυαλό, σαν από μεθύσι», μια δοκιμασία που πρέπει να αποτολμά ο δημιουργός ασχέτως από το αποτέλεσμα. 17]. Στην «Πάλη», με την εικόνα «πορτοκαλιές κατάφορτες να σκύβουν όλες μαζί / να μου πάρουν την ανάσα / να τη γυρίσουν σε χρυσάφι θέλουν», αποζημιώνει το προηγούμενο ποίημα ως ευλογία συγκομιδής των καρπών της ποίησης που προβάλλουν «… μέσα στα ερείπια υποσχέσεις ελπίδας / χάος». Εδώ, η λέξη «χάος» αντηχεί ως κατάληξη αβέβαιη. 18]. «Μαθήματα Ανθρωπολογίας»: «Η ώρα τροχόσπιτο κολλημένο στη λάσπη», δηλ. ο χρόνος από τη μια ως εμπόδιο που πρέπει να προσπελαστεί και από την άλλη η «γλώσσα» «ένα ακόμα οικόπεδο Χιροσίμα η γλώσσα μας», «κι αυτό το υπέροχο γράμμα Α» συνθέτουν και συνάμα αποδομούν την καλλιτεχνική κατάθεση «όλων των αλκοολικών του κόσμου», όπου οι «αλκοολικοί» εξομοιώνονται με τους ποιητές. 19]. «Επικαιρότητα»: Ο πρώτος στίχος με τη θαυμάσια, βιβλική εικόνα του σκύλου «…. που επιστρέφει πάντα στον εμετό του»[5] είναι η ίδια τακτική των ποιητών, που η αναγκαιότητα της Τέχνης τούς κάνει να επιστρέφουν στις παλιές πληγές «όχι για να τις καθαρίσουμε / αλλά για να τις κάνουμε ακόμα βαθύτερες». Ακολουθούν τέσσερα ποιήματα της Λαογραφικής Ιστορίας του τόπου, ως πολιτιστική σφραγίδα του 19ου αιώνα, τα: 20]. «Επίχρυσο νυφικό γιορντάνι λαιμού», (Αττική, Μεσόγεια) 21]. «Ασημένια βραχιόλια», (Αττική, Μεσόγεια), 22]. «Χρυσή καρφίτσα», (χελώνα και σκουλαρίκια από νυφική φορεσιά Κέρκυρας) 23]. «Φεσάκι με παράδες και συρταρωτό ρόδακα» (Μέγαρα): Στο 20], από την αρχέγονη ευχή «με γειά σου» εξαρτάται «η παράδεισος», στο 21], τα βραχιόλια μετατρέπονται σε «παιδιά μνήμης ηχηρά / αναζητώντας τα χέρια», στο 22] η χελώνα είναι «θρύλων έμβλημα /…. δόση τύχης / και σοφίας / της απαντοχής η μαρτυρία» και η ποιητική ματιά φτάνει ως την Κίνα, η οποία «… ξεχωρίζει τον κίνδυνο δυο αιώνες μπροστά», ενώ τέλος, στο 23] ο ρόδακας είναι σαν να συλλέγει «αδελφωμένα τα ενάντια», όπως «η αγορά, η θέα / η αγωνία του χρήματος / η σύγχυση που λέγεται ζωή». Τέσσερα ποιήματα-ερωτήματα ως κατάθεση της συλλογικής δημιουργίας. 24]. «Αναγνωστικό Δημοτικού»: «οι θημωνιές, οι συλλαβές των μυστικών μας», η αρχέγονη ύλη των λέξεων, συγκεντρωμένη στο «λιβάδι» ευθυγραμμίζεται με τα πρώτα χρόνια της σχολικής ζωής, όταν μυστηριωδώς κάθε λέξη είχε από μόνη της μια άλλη βαρύτητα. 25]. Στην «Ξεριζωμένη ιτιά», «Τα χέρια απλωμένα στον ουρανό / κλαδιά λέξη της λύτρωσης / ή ανανέωση ερώτων με το χώμα;» όπου τα χέρια=κλαδιά=λέξη λύτρωσης (σχήμα άρτιας ποιητικής αντιστοιχίας), ενώ στο στίχο που ακολουθεί «Συλλαβές που χάραξαν οι περαστικοί», η λέξη «περαστικοί» υπονοεί τους κύριους εκπροσώπους της ιστορίας της ποίησης. 26]. «Κορυφογραμμές»: ένα όντως σπουδαίο ποίημα. «Οι στέγες (ως κορυφογραμμές) είναι της ζωής μας / απόμακρες…», αλλά ορίζοντας πάντα προνοεί. Οι «νομάδες» δεν θα μείνουν στο τέλος «απόκληροι» επειδή έχουν ικανά εφόδια, όπως «τα άστρα», «το πηδάλιο», «το σιτάρι», «τα βρύα», που σκεπάζουν κάθε «κρίμα-αίμα», την ίδια την αποτυχία έκφρασης που ομολογείται από «τα (ποιητικά) χείλη». 27]. «Απάνεμο»: Από τα κορυφαία ποιήματα της συλλογής. Εδώ ο «αγρός» εξομοιώνεται πετυχημένα με τον «άνθρωπο». Το ποίημα αποτελεί κανόνα ποιητικής τέχνης. «Ναι, κανένα όνειρο / μα κανένα όνομα (λέξη) στην τύχη». Οι τελευταίοι στίχοι είναι όντως εξαιρετικοί: «Κι όπως κάθε χωράφι έχει τα όριά του / μα και τα πουλιά που έρχονται / το ένα μετά το άλλο να το τρυγήσουν / όποτε ο καιρός φιλέψει τα γλυκά τα φρούτα / έτσι κι εμείς μαθαίνουμε ξανά / ξεχνάμε και μαθαίνουμε πάλι από την αρχή / ισότητα, γαλήνη και μουσική». Τα «πουλιά» είναι οι ποιητές, που, γράφοντας, είναι σαν να πρωτομαθαίνουν ή παλεύουν για ισότητα,[6] γαλήνη (κάθαρση) και μουσική (ρυθμός). 28]. «Αιάντειο Σαλαμίνας»: Ακόμη ένα θαυμάσιο ποίημα. «Φυρονεριά, η σταθερή υπόμνηση των αλλαγών / η έλλειψη να γεμίσει από το άλλο τοπίο». Εικόνες που παρασύρουν μια συναισθηματική έκρηξη με άλλες εικόνες-σκηνές από έναν τόπο ιστορικό, που κι αυτός φέρει βαρύ αντίτιμο στον σχηματισμό μιας ερμητικής στιχοποιίας. «να διαβάζω στο μεταξύ το ποίημα που μου χάρισες / σαν να ήταν το χειρόγραφο του νερού» και στο τέλος η σημαίνουσα φράση ως επίκληση σε άνθρωπο ή σε κάλεσμα-προσφορά δημιουργίας: «μήπως κι έρχεσαι». 29]. «Καρλόβασι Σάμου»: Επίσκεψη στην πατρογονική γη «η ελευθερία είναι κι αυτή / μια υπόθεση του απογεύματος» που συνδέεται με εναργείς εικόνες. Στην αρχή, πρωτοστατούν τα άνθη, μα στο τέλος, μία ημερομηνία σαν να ταράζει την ίδια τη μνήμη, αυτή της 5ης Αυγούστου του 1824, όταν μια ιστορική ναυμαχία έλαβε χώρα στη θαλάσσια περιοχή της Σάμου, μεταξύ των δύο συνασπισμένων στόλων των ελληνικών νήσων Ύδρας και Σπετσών κατά του οθωμανικού στόλου, με περιφανή νίκη του τότε ελληνικού ναυτικού. Όλα ζωντανεύουν ξαφνικά πέραν του τοπίου. Στο τέλος, ο ποιητής, αποφαίνεται για τον ρόλο των μυστικών της ζωής, αλλά κυρίως σε ό,τι αφορά αυτά της τέχνης: «κι όλα τα μυστικά γίνονται ξαφνικά / κι αληθινά όμως», «μήτε αλλοιωμένα από τον καιρό» 30]. «Καθώς νυχτώνει»: Η εικόνα του γλάρου που κυλά στον αέρα. «Ο γλάρος στα βαθιά πάλι ξέμεινε», για το ζητούμενο την αναζήτηση τροφής, «δεν κρίνει ποτέ», «δεν μετρά τις αποστάσεις» ̶ ένα μάθημα κι αυτό για την παράταιρη ίσως αλλά τόσο άστοχη αναζήτηση του ποιητή που ως στόχο έχει τη δημιουργία. 31]. Στα «Κουμέικα Σάμου», η προφορά της ονομασίας του χωριού αυτού από τον πατέρα του ποιητή «Κου-μέ-ι-κα» που τη συλλαβίζει κι ο ίδιος, οδηγεί τον Γιώργο Βέη στη μνήμη του σημαντικού ποιητή και Σαμιώτη, Δημήτρη Παπαδίτσα, που γεννήθηκε σ’ αυτό το χωριό: «σαν περιστέρι όνομα σε χαμηλή πτήση / να με αγγίζει στο φτερό η πατρίδα». 32]. «Στον αυχένα της μέρας», η σουσουράδα «μέσα στα φύλλα της συκομουριάς» θέλει να ξεφύγει από τους ανθρώπους, που «την έχουν βάλει στο μάτι», αλλά στο τέλος κατακτά την αρετή διατηρώντας την απόσταση, κάτι σαν αποστασιοποίηση του ποιητή από το κάλεσμα της Τέχνης. 33]. «Στον ουρανό της Σαγκάης», η μεταφορά γίνεται στην τερπνή Ανατολή. Εικόνα: Οι χαρταετοί των παιδιών σκεπάζονται από το «ιδεόγραμμα σύννεφο», «το σημάδι της διπλής ευτυχίας», «το αδιάφθορο», ως ύψιστο και αιώνιο ιδανικό. 34]. «Τα γενέθλια» της 18/10 αποτελεί «σταθερή επέτειος του σώματος» που «ίσως θα καταρριφθεί κάποτε» από τη ρομφαία της σωματικής έξαψης. 35]. «Πίστη»: Εδώ το εφήμερο «είναι σημάδι του αγαθού» ακόμη «και αν όλα του αντιστέκονται». 36]. Στην «Επίκληση», οι κάμπιες που τρέφονται από το έλατο είναι μοιραίο να φαγωθούν από τα πουλιά: «Είναι τα πουλιά ο φόβος τους». Η πάλη του δημιουργού με τις αστοχίες της γλώσσας. 37]. «Ο πειρασμός της σαφήνειας»: Εδώ, «το λουλούδι του Κάτω Κόσμου», ο υάκινθος, βγαίνει μαζί με το νερό από το πηγάδι, έναυσμα της άνοιξης, για να ταυτιστεί με «το θάρρος του θανάτου». Η αληθινή δημιουργία είναι συνώνυμη με τον θάνατο, το κρυφό και το δυσκόλως ανείπωτο που πρέπει να σύρει ο τέχνης έξω από το υποσυνείδητο. Ο δημιουργός οφείλει να πεθάνει κατά κόσμον. 38]. Η «Ειλικρίνεια» είναι το ζητούμενο-η αποστολή στην ποίηση, «υπόσχεση διαρκείας», έστω και αν χαράσσεται στα δέντρα, στο μέτωπο, στα αρχαία ερείπια ή στο στερέωμα, κάτι σίγουρα ερίτιμο, που δεν έχει καμία σχέση με τον παρασυρμό της ζηλόφθονης «νύχτας». 39]. Στην «Περίληψη», η εικόνα του γείτονα που με ένα πιρούνι ξετρυπώνει «τίποτα κοχλιούς» στην ακτή, ταυτίζεται με την ποιητική αγωνία σε μέρη απροσπέλαστα, σχεδόν απάτητα για τον κοινό άνθρωπο. 40]. «Πρόνοια»: Το ποίημα αυτό ως συνεχές του προηγούμενου. Ο ποιητής «πλούσιος του λόγου» σε διαρκή βάσανο με τις λέξεις, για να αποδώσει το «Unzerstoerbarkeit» δηλ. το απερίγραπτο, το ερεβώδες και το μύχιο της πραγματικότητας. 41]. Στο «Αμετάφραστο», ο Γιώργος Βέης μιλά με μια θαυμάσια αλληγορία, ξεδιπλώνοντάς μας μια υπέροχη εικόνα από τον βαλτώδη τόπο του ποταμού Έβρου, όπου ο ποιητής «τώρα μόνο αγκίστρι χωρίς δόλωμα» μπλεγμένος επί χρόνια στη ματαιότητα της πάλης με την γλωσσική έκφραση είναι σαν «η αίσθηση της βανίλιας» «…λέει να τον φέρει / στον άγγελο που δεν τον περιμένει». 42]. «Εκκρεμότητες θνητών». Η φράση αυτή του Φ. Ντοστογιέφσκι από τους Αδερφούς Καραμαζόφ δεσπόζει στο ποίημα: «Ο καθένας από μας είναι ένοχος απέναντι σε όλους, / για όλους και για όλα».[7] Η μοναξιά του δωματίου με την ίδια την απουσία, στην οποία είναι έκθετος ο δημιουργός ανάμεσα στα έπιπλα – από τις πιο σπουδαίες εικόνες της ποιητικής του Γιώργου Βέη. 43]. Στην «Επάνοδο» η σκηνή του τοπίου, όπως «οι βράχοι της παραλίας, οι γλάροι / οι ψαραετοί», που αναγνωρίζουν την παρουσία που ξαναγυρίζει, αλλά μένουν εκστατικοί από την αλλαγή, «δεν σε αναγνώρισαν όμως τώρα / έχεις αλλάξει από τις στερήσεις / τις ενέσεις», από το τοπίο με τα σκουπίδια όπου «έψαχνες όλο τον χειμώνα» ̶ ψυχή της οποίας η αναζήτηση άγγιξε την αποτυχία κι όμως επανέρχεται στην ίδια τη ματαιότητα, κάτι σαν πρέζα, πιο συγκεκριμένη. 44]. «Το αίνιγμα», αφορά την πτώση του ουρανού σε ένα κρεβάτι με σπαταλημένο όλο το βράδυ, έχοντας για φόντο τον κόσμο «ένα γυαλάκι μόνο / μια μπίλια χρωματιστή» που καταπίνει «το πάντα βιαστικό κοτσύφι της αυλής της». Το αίνιγμα μέσα σε ένα άλλο σκηνικό εύρημα-αίνιγμα και αυτό, το ίδιο, συγκεχυμένο τοπίο της Ποίησης. 45]. «Άθραυστη»: Κι εδώ ο τίτλος, όπως και στην Επάνοδο, αποδίδεται στο θηλυκό γένος και αφορά τη δημιουργία το χτίσιμο της Ποίησης. Όλο το ποίημα πραγματεύεται την πάλη με τις λέξεις, τα λάθη, τις «συλλαβές από τσιμέντο και σίδερα», «εσύ όμως θα παραμείνεις ανέπαφη», κι ένα «δεντράκι μόνο του / κι ας είσαι απότιστο / μια νεραντζιά / στη μνήμη του αέρα για πάντα».46]. «Αρχαία Θήρα»: Η αρχαία κληρονομιά, αυτό το αιώνιο σύμβολο. «Ακούστηκε» το σβηστό ηφαίστειο της Σαντορίνης, αλλά στην ουσία «το κλάμα του ήταν όμως / που ήθελε να ξαναγίνει ήλιος / αστέρι καλόγνωμο». Στο τέλος όμως, «μαζί με τους υποψιασμένους γλάρους / ένα φτερό τώρα πετάει γύρω του / το έχουν πει ψυχή». Η ψυχή είναι αυτή που αντιστέκεται στα πάντα και αυτή δομεί, χαλά ή συμπληρώνει το νόημα της ύπαρξης. 47] «Ηραίον Σάμου»: Ποίημα σε τρία μέρη: α) Το αρχαίο φως «θέλει απλώς να σε φέρει / όσο πιο κοντά γίνεται / στο παν», στο πολιτιστικό Όλον. β) Ποιητική αναγέννηση πλάι στα φύκια και η θάλασσα «της κατανόησης των κυμάτων». Κι «αυτός ο σκουρόχρωμος πίνακας / με το χρυσάφι του εδώ κι εκεί / είναι πλέον το βιβλίο σου / η ανανέωση των συνειρμών». γ) Στο τελευταίο ποίημα, «Αυτή η πάχνη η σιωπηλή / σε περιμένει με υπομονή να τη μάθεις». Η διεργασία και εναπόθεση της πάχνης πάνω στο έδαφος και η ίδια η πάχνη, ως προεργασία-αποτέλεσμα του καιρού (παγωμένοι υδρατμοί του εδάφους, κρυσταλλωμένοι πάνω στη χλόη) ταυτίζεται με τον Ποιητή. 48]. «Με τους ψαράδες», σε επτά μέρη. Ντόπια τοπογραφία που αφορά τη γλώσσα και τον ρόλο της. α) Η γλώσσα «πιασμένη στα λάθη της» παρομοιάζεται με το χταπόδι. β) «Αγωνίζεται να πιεί / ό,τι μπορέσει / ό,τι έχει μείνει από το βρόχινο νερό / στην ελάχιστη λακκούβα του τυχαίου». Το ανώνυμο πουλάκι «έχει χάσει το δρόμο του» «μια σταλίτσα αθανασία / τρέμει στο φτερό της λέξης: προδοσία». Για λίγη αθανασία, η ίδια η λέξη μπορεί να προδώσει. γ) «Η αλήθεια, μια γεύση είναι κι αυτή» αφορά εδώ τους φίλους «που έφυγαν και τους περιμένουμε ακόμα» για καφέ «διότι θέλουμε να πιστεύουμε στα μάτια τους». Η συμπαράσταση-υποστήριξη των φίλων στην ποιητική δημιουργία. δ) Ένα τρίστιχο ερωτικό τραγούδι ως ευχαριστία στη μνήμη κάθε λογής. ε) «Λουλούδι (:η ποιητική τέχνη ως ολοκλήρωση) μέσα από την πέτρα», «ασφαλώς αειθαλές», «δικό μας πρόκειται να μείνει», «περιουσία σίγουρη» ανεξαρτήτως καιρού. στ) Μουσικό κάλεσμα από μακριά, του Βραζιλιάνου συνθέτη, του Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ,[8] που καλύπτει τα πάντα και ως κατακλείδα, το ποίημα. ζ) η προτροπή «Ας σταματήσουμε λοιπόν εδώ / στην άκρη των κυμάτων» κάνοντας «ως τάματα στη νίκη», ένα «με τα άστρα των μηνυμάτων», ένα «με τα κήτη», ένα «με το καλοκαίρι του νου». 49]. «Βέροια»: Πολύ σπουδαίο ποίημα. Εδώ ο ήλιος μεταμορφώνει το Βέρμιο, τον Τριπόταμο, «κι έψαχνα με πείσμα να βρω τον δρόμο» – στόχος του ποιητή – με τη διαπίστωση πως ο γράφων βάδιζε «μέσα όμως στο όνειρο ενός παιδιού», που έβλεπε εικόνες της παιδικής του αθωότητας-αγνότητας, ικανά εφόδια της ψυχικής κατάθεσης. 50]. «Αρμενία»: (Πάσχα στο Ερεβάν). «Το ρυάκι κατεβαίνει χαμηλά / από το Χελιδονόκαστρο»,[9] «φτάνει ως εκεί που οι μνήμες έχουν γίνει λίμνες / ασπρόμαυρες, τσαλακωμένες φωτογραφίες», για να κλείσει το ποίημα με την αποτρόπαια εικόνα της Γενοκτονίας: «στη ρίζα του έλατου / στάζει ακόμη της γυναίκας / ο κομμένος λαιμός». Η απώλεια ή ο θάνατος συμπλέουν με την Ποίηση. 51], «Κιουστέκι[10] από γιορτινή φορεσιά της Καραγκούνας»[11] (Θεσσαλία, 19ος αιώνας), κάτι σαν συμπλήρωμα των ποιημάτων 20], 21], 22] και 23] της Ιστορικής Λαογραφίας, ποίημα σημαντικότατο. «Δώρο είναι που χάθηκε / και βρέθηκε ξανά στις βιτρίνες του μουσείου»…, «σα να θέλει ξαφνικά να το πάρω μαζί μου»…, αλλά στο τέλος, η συνταρακτική ομολογία: «γιατί τα καλοδουλεμένα γλυπτά του αέρα / είμαστε τελικά εμείς». Το δώρο που καταφθάνει μέσα από τον χρόνο, ως ταλέντο από το πουθενά, λαξεύει σώμα και ψυχή του ταγμένου ανθρώπου σε κάτι δια βίου ιερό. 52]. «Άδειοι περιστεριώνες»: Εδώ τα μάτια, τα πλέον σημαντικά που αίρονται πάνω από τα σκηνικά του περίγυρου της ζωής, «εικόνες», «τοπία», «τα θεάματα των ημερών» «υπάρχουν αποκλειστικά και / μόνο για τα όνειρα των παιδιών». Κι εδώ επανέρχεται η αθωότητα ως συστατικό της δημιουργίας. 53]. «Τα επινίκια»: Ό,τι καλύτερο για το τέλος-έξοδο της συλλογής. «πώς με ξεχώρισες ανάμεσα σε τόσους / που έτρεχαν και χάνονταν ο ένας μετά τον άλλον». Το βότσαλο μέσα στον νου θυμίζει «όχι μόνο ότι κάποτε μιλούσα / κι έγραφα διαρκώς για σένα», δηλώνοντας την αποστολή του ποιητή να ενσωματωθεί με σκέψη και λόγο «μέσα στο άπειρο της σοφίας σου / σώμα». ΙΙΙ]. ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ: Ο Γιώργος Βέης στη συλλογή Βράχια προσπαθεί, ως άλλος Στεφάν Μαλλαρμέ, να ανιχνεύσει τις Ρίζες και το Μυστήριο της Ποίησης, να μιλήσει με εικόνες για τις καταβολές της που ενυπάρχουν στο ανείπωτο ασυνείδητο, και, φέρνοντάς το στο φως, να το κάνει συνειδητό και οικείο. Χρησιμοποιεί σύμβολα (τοπία, ζώα, φυτά, πράξεις και κοσμήματα) που αποκρυπτογραφούν πετυχημένα το νόημά της. Το Φως στα ποιήματα αυτά είναι σαν να αντιστρατεύονται τον ίδιο τον Θάνατο, ο οποίος ενσαρκώνει τις δυσκολίες έκφρασης, τη ματαιότητα του εγχειρήματος, τη στιχουργική και την τελική κατάθεση. Στα ερμητικά αυτά ποιήματα που υιοθετούν μια άρτια ομολογουμένως γλώσσα, που μόνο ο ικανός τεχνίτης μπορεί να χειριστεί, υπολανθάνει και η διαπίστωση πως τα όρια της γλώσσας, μπορεί να είναι μεν περιορισμένα, αλλά η εμβάπτιση σ’ αυτήν είναι ηρωικό κατόρθωμα, αρκεί να συνοδεύεται από τον καταξιωμένο χειρισμό της έκφρασης. Ο Γιώργος Βέης, υιοθετώντας αρχικά το γνωστό απόφθεγμα του Αυστριακού φιλόσοφου Λούντβιχ Βιντγκεστάιν (1889-1951), «Τα όρια ενός ανθρώπου καθορίζονται από τα όρια της γλώσσας του», είναι σαν να απορρίπτει στη συνέχεια με τα Βράχια το άλλο σπουδαίο και κυριαρχικό απόφθεγμα του ίδιου του φιλοσόφου «για όσα δεν μπορεί να μιλά κανείς καλύτερα να σωπαίνει»,[12] γι’ αυτό και τολμά με τη πρόσφατη συλλογή να ορίσει εκ νέου το ζήτημα της ποιητικής δημιουργίας, συμφωνώντας με τον Μάρτιν Χάιντεγκερ (1889–1976), ο οποίος, το 1940 ύστερα από βαθιά τη μελέτη της φιλοσοφίας του Πλάτωνα και των προσωκρατικών, επιστρέφει στην ιδέα πως η αλήθεια είναι όχι μόνο μια αποκάλυψη, αλλά και πως αυτή γίνεται διαμέσου της γλώσσας του ανθρώπου και ιδιαίτερα του Ποιητή. Και ο Γιώργος Βέης, ικανότατος ποιητής, του οποίου η πορεία είναι αναμφίβολα αξιοσημείωτη, τολμά με τα Βράχια να μας διδάξει και να μας διαφωτίσει, ως δάσκαλος πια, αυτή την τόσο δύσκολη ατραπό. ________________________ [1] Τα βιβλία της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας-μαρτυρίας του Γιώργου Βέη καταγράφουν βιωματικές σκηνές από πόλεις, όπως Νέα Υόρκη, Ντόρτμουντ, Μελβούρνη, Χονγκ Κονγκ, Μακάο, Πεκίνο, Σεούλ, Καμερούν, Τσαντ, Γκαμπόν, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, Ισημερινή Γουϊνέα, Σουδάν, Σομαλία, Ινδονησία, Μαλαισία, Μπρουνέϊ και Ανατολικό Τιμόρ, έως την προαγωγή του από τον βαθμό του Πληρεξούσιου Υπουργού Α’ στον βαθμό του Πρέσβεως και την τοποθετησή του στο Παρίσι ως Μονίμου Αντιπροσώπου της Ελλάδας στην UNESCO. [2] Στον διάλογο Κρατύλος ή Περί Ονομάτων Ορθότητος, ο Πλάτωνας αποκαλύπτει τη φιλοσοφική δομή της ελληνικής γλώσσας, και ειδικά το σχέδιο κατασκευής της θεμελιώνοντας για πρώτη φορά τη «Φιλοσοφία της Γλώσσας». Θεωρείται ως το πρώτο έργο της παγκόσμιας γραμματείας Περί ετυμολογίας, το Ευαγγέλιο της Ετυμολογίας, της αναζήτησης δηλ. του ετύμου, του αληθούς περιεχομένου των λέξεων (ονομάτων) ακόμη και της ανάλυσης ενός ονόματος στα συστατικά του μέρη. Ο Σωκράτης στον διάλογο αυτό, συνομιλώντας με τον Ερμογένη και τον Κρατύλο, ερμηνεύει τη βαθιά σοφία των λέξεων, τις έννοιες και τα γράμματα της ελληνικής γλώσσας, αποδεικνύοντας την πανάρχαια προέλευσή τους. [3] Μφρ: «… μια παλιά παροιμία αναφέρει ότι “τα καλά πράγματα είναι δύσκολα”, όταν πρόκειται να μάθουμε τη φύση τους, και μάλιστα η μελέτη για τα ονόματα δεν τυχαίνει να είναι ασήμαντη δουλειά». [4] Η λέξη δεν έχει φυσικά καμία σχέση με την τρίτη ερμηνεία της λέξης, με το παιδικό παιχνίδι τρίλιζα. [5] «ὥσπερ κύων ὅταν ἐπέλθῃ ἐπὶ τὸν ἑαυτοῦ ἔμετον καὶ μισητὸς γένηται, οὕτως ἄφρων τῇ ἑαυτοῦ κακίᾳ ἀναστρέψας ἐπὶ τὴν ἑαυτοῦ ἁμαρτίαν». Μφρ: «όπως το σκυλί, που επιστρέφει και τρώγει το ξέραμά του είναι σιχαμερό και αποκρουστικό, έτσι σιχαμερός ενώπιον Θεού και ανθρώπων γίνεται ο ανόητος, ο οποίος επιστρέφει στις πονηρές και αμαρτωλές του συνήθειες». (Παροιμίες: 26.11). Βλ. και Επιστολή Β’ Πέτρου, 2.22: «συμβέβηκε δὲ αὐτοῖς τὸ τῆς ἀληθοῦς παροιμίας, κύων ἐπιστρέψας ἐπὶ τὸ ἴδιον ἐξέραμα, καί, ὗς λουσαμένη εἰς κύλισμα βορβόρου. Μφρ: «Έχει συμβεί σ’ αυτούς και το εξής, που η αληθινή παροιμία αναφέρει: “σκυλί που γύρισε πάλι στο ξέρασμά του” και χοίρος, που, αφού λούστηκε και καθαρίσθηκε, κυλίστηκε και πάλιν μέσα στη λάσπη». Εδώ φανερώνονται ορισμένες χαρακτηριστικές συνήθειες των ζώων, οι οποίες αποτέλεσαν αφορμή για να συνδεθούν τα ζώα αυτά με το κακό, τους δαίμονες, την αμαρτία και την απώλεια. [6] Η Ποίηση μπορεί να συμπυκνώσει με τρόπο μοναδικό αξίες, όπως την ισότητα, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την αλληλεγγύη και την κοινωνική δικαιοσύνη. [7] Η φράση είναι του γέροντα Ζωσιμά και αφορά τον «εξωτερικό νου», δηλ. τη λογική που θέλοντας να ερμηνεύει και να εξηγεί τα πάντα, σύμφωνα με το πεπερασμένο όριο του, καθιστά τον άνθρωπο ένοχο. Ο Νους μοιάζει σαν όλους εκείνους της εποχής του Χριστού, οι οποίοι λίγο πριν το Πάθος, Τον ενέπαιζαν και Τον ειρωνευόταν, λέγοντας: «ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς Ἰσραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν ἐπ᾿ αὐτῷ·» Ματθ. 27.42 Μφρ: «άλλους έσωσε, τον εαυτόν του όμως δεν μπορεί να σώσει. Εάν είναι πράγματι ο σταλμένος από τον Θεό βασιλεύς του Ισραήλ, ας κατεβεί από τον σταυρόν και θα πιστεύσουμε σ’ αυτόν». Εδώ, οι «άλλοι», είναι ο Ίδιος ο Χριστός. Και πως όταν ο Χριστός έσωζε και σώζει τους «άλλους», ελευθερώνοντας τους, από τα δεσμά του θανάτου και της αμαρτίας, σώζει τον εαυτό Του. Ο στάρετς είναι παράδειγμα ανθρώπου που έχει νικήσει το μεγάλο του πάθος και από τον δρόμο της ταπεινοφροσύνης οδηγήθηκε στην ελευθερία και τη θέωση. Εν ολίγοις, οι θεμελιώδεις αρετές κατά την διδασκαλία του στάρετς Ζωσιμά είναι α) η ανιδιοτελής αγάπη προς τον πλησίον, β) η χαρά του πνεύματος, γ) η ταπεινοφροσύνη και δ) η ακούραστη προσπάθεια στην αυτόβουλη προσφορά για το συμφέρον του πλησίον. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο θεοφιλής άνθρωπος, οδηγείται βαθμιαία προς την θέωση τονίζοντας συγχρόνως ότι κανένας στην πραγματικότητα δεν θέλει αν γίνει θεός, με την οντολογική έννοια, αλλά οφείλει ως θνητή φύση που είναι, να αντιμετωπίζει την προοπτική της αθανασίας και να μην οδηγείται μόνο προς τη θεώρηση θνητών πραγμάτων. Ο Πλάτων αναφέρει επίσης, ότι τόσο ο νους όσο και η ιδέα τείνουν προς το Αγαθό, τότε η κοσμική πραγματικότητα λαμβάνει τελεολογική μορφή και ολοκληρώνεται στον τελικό σκοπό του, το Αγαθό. Η Ελευθερία και το Πρόσωπο στο Έργο του Φ. Ντοστογιέφσκι τον καθιστά υπεύθυνο μπροστά σε όλη την ανθρωπότητα. Παράδοξο είναι ότι ένα τέτοιο βαρύ φορτίο δεν απολήγει σε καταστροφή για τον άνθρωπο που την ασκεί, αλλά μάλλον μεταστρέφεται σε ένα είδος πνευματικής απελευθέρωσης ή εξιλέωσης. [8] Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ (1927-1994), βραζιλιάνος συνθέτης, πιανίστας, παραγωγός και τραγουδιστής, που θεωρείται πατέρας της μπόσα νόβα. [9] Χελιδονόκαστρο (ծիծեռնակ-χελιδόνι, բերդ-κάστρο), το λεγόμενο Τσιτσερνακαμπέρντ (αρμενικά: Ծիծեռնակաբերդ). Ο γνωστός λόφος στο Γερεβάν με το ομώνυμο Μνημείο της Αρμένικης Γενοκτονίας πλάι στον ποταμό Χραζντάν (Հրազդան). Το ύψωμα πήρε το όνομά του από τα χελιδόνια που φώλιαζαν εκεί από τα παλιά τα χρόνια και, σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση, βοηθούσαν στο να επικοινωνεί ο θεός Βαχάγκν με την θεά Αστγκίκ. [10] Καραγκούνης, Καραγκούνα, Καραγκούνισσα < τουρκική kara + αλβανική gunë (: κάπα, επενδύτης)< λατινικό gunna. Η λέξη δηλώνει το μέλος της αρβαντοβλάχικης γλωσσικής κοινότητας της Ακαρνανίας, καθώς και τον Θεσσαλό γεωκτηνοτρόφο της περιοχής των Τρικάλων και της Καρδίτσας. [11] Κιουστέκια ή κουστέκια ή κιοστέκια, είναι οι πολλαπλές ασημένιες αλυσίδες που κρεμάγανε χιαστί στο στήθος με μια κεντρική ασημένια πλάκα τα παλικάρια του 1821, μαζί με άλλα κοσμήματα, όπως φλουριά και τιτριμίδια. Υπήρχαν όμως και κιουστέκια που φοριούνταν στη μέση. Η λέξη είναι δάνειο από τα τουρκικά, köstek, που σημαίνει τα δεσμά, την αλυσίδα του ρολογιού και το φρένο. [12] To Tractatus Logico-Philosophicus (Λογικο-Φιλοσοφική Πραγματεία) αποτελεί το μοναδικό έργο που δημοσίευσε ο Βιτγκενστάιν όσο ζούσε, και μέσα από αυτό εγκαινιάστηκε μία νέα κατεύθυνση στη φιλοσοφία που αφορούσε στην ανάλυση της γλώσσας. Ο τίτλος του προτάθηκε από τον Γ. E. Μουρ και παραπέμπει στο έργο του Σπινόζα Tractatus Theologico-Politicus. Το κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η διάκριση ανάμεσα στο λέγειν και στο δεικνύναι. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Βιτγκενστάιν, το έργο του αφορά στα προβλήματα της φιλοσοφίας και πώς αυτά δημιουργήθηκαν από την παρανόηση της λογικής της γλώσσας. Εκεί στηρίζεται και η δημοφιλής καταληκτική φράση του βιβλίου «για όσα δεν μπορεί να μιλά κανείς καλύτερα να σωπαίνει». Επιπλέον, με το Tractatus, εισάγεται η απεικονιστική θεωρία του Βιτγκενστάιν, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο σχηματίζοντας εικόνες των γεγονότων. Η δομή του έργου αποτελείται από αριθμημένες προτάσεις, συνήθως με τη μορφή αξιωμάτων χωρίς να δικαιολογούνται.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου