Γράφει η Κούλα Αδαλόγλου //
Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, «Φιλιά στο κενό», εκδ. Μελάνι, 2020
Η ποιητική συλλογή Φιλιά στο κενό της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου έχει καταβολές στην προηγούμενη ποιητική συλλογή τα Μεταπλάσματα (εκδ. Σαιξπηρικό 2017). Αλλά προχωράει και βήματα παραπέρα, σε ύφος διαφορετικό, σε διαφορετικό τρόπο ποιητικής έκφρασης.
Συνοψίζω το άνοιγμα της έκφρασής της σε νέους δρόμους ως εξής: εμφανίζεται μια αυξανόμενη γείωση των ποιητικών αναφορών σε θέματα και σε πράγματα καθημερινά, που οδηγεί στην απελευθέρωση του συναισθήματος, ενός λυρικού συναισθήματος, το οποίο δίνει τον ιδιαίτερο τόνο στη συλλογή.
Να επισημάνω ότι η σύνδεση του ατόμου με το σύμπαν παραμένει ισχυρή και παραμυθητική, παρ’ όλη την ενδυνάμωση των γήινων αναφορών.
Η σύνδεση με τις φυσικές επιστήμες, τη φιλοσοφία και την ψυχολογία είναι παρούσα και σ’ αυτή τη συλλογή. Χωρίς σημειώσεις επεξηγηματικές στο τέλος – στην προηγούμενη συλλογή υπήρχε ένα Επίμετρο με σημειώσεις για θεωρίες και έννοιες. Εδώ ο αναγνώστης θα πρέπει να αναζητήσει μόνος του κάποιες πληροφορίες, αν νιώσει την ανάγκη. Και πράγματι, δεν είναι απαραίτητες οι σημειώσεις, γιατί η Παπαγεωργίου μεταπλάθει τις έννοιες και τις ενσωματώνει στου στίχους της. Όλα γίνονται γλώσσα ποιητική. Έγραφα και για την προηγούμενη συλλογή της:
Στο τέλος της συλλογής υπάρχει ένα επίμετρο με αρκετές πληροφορίες για τα διαβάσματα της συγγραφέως που επηρέασαν τη γραφή της. Όταν διαβάσει κάποιος τα ίδια τα ποιήματα, θα βρει έναν πολύ αφομοιωμένο απόηχο των διαβασμάτων.
Θα πρότεινα ότι μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει τα ποιήματα -και- χωρίς το επίμετρο, να το αφήσει δηλαδή στην άκρη μετά την ενημέρωσή του. Η ανάγνωση θα πάρει τους δικούς της δρόμους, και η ποίηση θα κερδίσει τις δικές της ερμηνείες.[1]
Υπάρχουν σταθερά σύμβολα στην ποίηση της Παπαγεωργίου: η Πανσέληνος, η θάλασσα, τα χρώματα ερυθρό και κυανούν.
Υπάρχει ο έρωτας,, που μετατρέπεται σε υπαρκαινοφανείς μήνες-αστέρες. Το πάθος μέσα στο οποίο ακτινοβολούν οι εραστές, σαν δέσμη λέιζερ. Και με την εκπληκτική αναφορά στις κόκκινες καυτερές πιπερίτσες του πρωινού μπάνιου, το κόκκινο χρώμα απογειώνεται.
Αν προσθέσουμε/ μια βραδιά καλοκαιριού που θα/ λουστούμε στο φως του φεγγαριού/ και καυτερές πιπεριές που θα/ γευτούμε στην μπανιέρα του πρωινού/ έχει παρατηρθεί ότι/ λόγω της διεγερμένης ακτινοβολίας μας/ – παρά τη μικρή διάρκεια παλμών/ και το στενό φασματικό εύρος –/ για μια στιγμή στον χρόνο/ εγώ κι εσύ θα ταξιδέψουμε/ στις πολιτείες των μύθων του κόκκινου. («Laser ή το υπό διέγερση αντικείμενο», σ. 11)
Βέβαια, σε τέτοιες περιπτώσεις ο έρωτας μπορεί να πάρει τη μορφή χιονοστιβάδας, που σημαίνει ένταση και κορύφωση, όμως είναι γνωστό ότι η χιονοστιβάδα μπορεί να τα παρασύρει όλα.
Πόσο ζυγίζει η ψυχή, και πότε γίνεται η ψυχοστασία; Τι σημασία έχει, πριν ή μετά, ο θάνατος είναι αναπόφευκτος. Και ο έρωτας που χάνεται θάνατος είναι. Η ψυχή χτυπιέται στοιχειό στους τοίχους. 21 γραμμάρια που περισσεύουν/ πόθοι και πάθη / που μένουν πού;
Θεωρώ πως η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου επιλέγει να μιλήσει για το έντονο συναίσθημα μέσα από τις λέξεις της επιστήμης. Με τον τρόπο αυτό, χωρίς υπερβολές σε περιγραφές και εικόνες, καταφέρνει να μιλήσει για πολύ δυνατά συναισθήματα. Καλύτερα, δημιουργεί νέες εικόνες, πρωτότυπες και ισχυρές, που οδηγούν σε άλλους αναγνωστικούς δρόμους.
Κάτω από την κρούστα της αποστασιοποίησης μέσω όρων και φαινομένων επιστημονικών, υπάρχει το έντονο συναίσθημα, που συχνά σπάζει την επιφάνεια και αναδύεται καθαρό.
Το συναίσθημα είναι λυρικό ελεγειακό. Κοντά στο χρώμα καραδοκούν οι σκιές, η απουσία, το κενό. Ερωτικό τραγούδι είναι τα περισσότερα από τα ποιήματα της συλλογής. Τα δάχτυλα, η αφή, τα άκρα είναι συχνά οι φορείς του ερωτισμού.
Καθώς με αγγίζεις/ Η άρνηση φορτίζεται/ Προσκολλάται/ στις θερικές πρωτεΐνες/ των δαχτύλων σου/ Τα αποτυπώματά σου/ παραμένουν στο δέρμα μου/ σπινθήρες μετά την τριβή («Φώσφορος», σ. 10)
Τα πόδια διπλωμένα σταυροπόδι, διπλωμένα στο τώρα, σε μια στάση αναμονής. Αλλά και πόδια που ξεδιπλώνονται, σώμα που ξετυλίγεται, αναδιπλώνεται, εκτείνεται, σε εναγώνια προσπάθεια να βάλει τα όρια της έλλειψης του άλλου.
Μα όσο κι αν ξετυλίγομαι/ δεν μπορώ/ να περικυκλώσω/ τα όρια του άδειου μου («Οι κόκκοι του καφέ», σ. 17)
Η ελπίδα της αναμονής, η πίστη ότι το αντικείμενο του πόθου έρχεται σε ένα ραντεβού αέναο, διαρκώς επαναλαμβανόμενο, αλλά πιθανότατα ανεκπλήρωτο. Αυτή η ανεπίδοτη χαρά της άφιξης γίνεται τότε έκφραση βαθιάς θλίψης, γιατί το να επιστρέφεις νωρίς είναι αγάπη. Αλλιώς, η επιστροφή είναι μοναχικός δρόμος, κενού.
εκεί που επιστρέφω/ δεν είσαι/ γιατί διαρκώς να επιστρέφω/ ενώ δεν είσαι εδώ; («Την Πανσέληνο θα επιστρέφω», σ. 21)
Ο καφές με τα βουτήματα, ο άνεμος που τραγουδάει, η αγάπη χρυσή κλωστή στο μοβ βελούδο του θόλου μετά την καταιγίδα, η μελωδία στο πιάνο, είναι μερικά παραδείγματα λυρισμού στην ποίηση της Παπαγεωργίου, και ταυτόχρονα αυτό το ιδιαίτερο άγγιγμα σε απλά καθημερινά πράγματα, η γείωση που προαναφέρθηκε. Τα οχτώ ολιγόστιχα ποιήματα στον «Στροβιλισμό αφής», σ. 40-41, καθώς και το ποίημα «Νιφάδες», σ. 45, αποτελούν εξαιρετικά δείγματα ελεγειακού λυρισμού και τρυφερότητας. Οι στίχοι Το δέρμα της μυρίζει σαν ώριμο ροδάκινο/ και το χαμόγελό της θυμίζει την πιο μεγάλη θάλασσα/ Έλα, άνεμε, Άνοιξε το παράθυρο/ Τραγούδησε, πάλι, για μένα («Ελπίδα», σ. 19) θυμίζουν στίχους της Σαπφώς.
Και όλη αυτή η ατμόσφαιρα είναι καμωμένη από απλά υλικά, από τη φύση που μας περιβάλλει, από μικρές καθημερινές συνήθειες, από μικρά ιδιαίτερα στιγμιότυπα.
Εντούτοις δεν είναι αυτό το κλίμα της συλλογής πάντοτε. Τα αγγίγματα και η στέρησή τους, η αναζήτηση, οι επιστροφές, η διάψευση αφήνουν ουλές. Το ποιητικό υποκείμενο ψηλαφεί τις ουλές αυτές.
Στις τραχιές αυτές ουλές/ προσφύονται οι μύες/ που ευθύνονται για την ανάσα./[…] Εκεί όμως μπορώ να σε αγγίζω/ να σε κρατώ/ μόνο δικό μου.
(«Απιστία ή ψηλάφηση», σ. 24)
Κι ενώ τέτοια σημάδια δηλώνουν την παρελθούσα σχέση, η καρδιά χάνει τον ρυθμό της, χτυπά σε έναν χτύπο ενδιάμεσο ή οι παλμοί επιβραδύνονται, δυσκολεύει η ανάσα, μεταλλάσσεται η καρδιά, γίνεται καρδιά από δέρμα, μήπως έτσι, ενδεχομένως, αντέξει τη μοναξιά και την απώλεια
Το σώμα μου δεν θέλει να μιλάει πια/ Το έχει πιάσει το παράπονο/ Ό,τι και να λέει/ Κανείς δεν το ακούει:/ ότι δεν είναι σώμα/ είναι καρδιά/ μια καρδιά από δέρμα.
(«Εξορία», σ. 28)
Το ποιητικό υποκείμενο επιλέγει παραλλαγές έκφρασης, για να μιλήσει για τα αισθήματά της. Από μια «Μελωδία μέσα στο μπαρ», σ. 26, που γίνεται αφετηρία για έναν απογειωτικό χορό, φανταστικό ωστόσο, προκύπτει η «Παραλλαγή στον ίδιο ήχο», στο ίδιο κλίμα, με την επιθυμά να συναντά τα αστέρια και στις δύο περιπτώσεις. Στις «Σελίδες λευκές», σ. 43, γίνεται μια μελέτη πάνω στο λευκό που δεν είναι χρώμα, το ίδιο, πιο περιληπτικά, στην «Παραλλαγή στο ίδιο χρώμα». Ακούω τις παραλλαγές να διαβάζονται χαμηλόφωνα.
Ωστόσο, το λευκό γίνεται χιόνι και νιφάδες χιονιού, αλλά και η άγγελος μνήμη που εμπνέει τη μελωδία στο πιάνο και αποφαίνεται:
Ο πιο σκληρός νόστος είναι ο νόστος του εαυτού. («Η άγγελος στο πιάνο», σ. 16)
Έτσι και το χρώμα μετατοπίζεται, χρώμα συνδεδεμένο με το πάθος, και το φάσμα ξεγλιστρά από το κόκκινο σε αποχρώσεις της κιγχόνης και στα παράγωγά της με τις θεραπευτικές ιδιότητες, όπως για παράδειγμα η αντιαρρυθμιακή τους δράση:
Το φως αναμειγνύεται με σκιές/ Το κόκκινο εκείνης της στιγμής κάποτε, απομακρύνεται/ Γίνεται ιώδες/ Το βαθύ μπλε της νοσταλγίας/ Ή το κυανό της κινίνης/ Οι παλμοί της καρδιάς μου επιβραδύνονται («Η γλυκιά γεύση της κιγχόνης», σ. 12)
Το ποιητικό υποκείμενο δένει το άτομο με το Σύμπαν, έτσι ώστε να εκτοξεύονται τα συναισθήματά του αλλά και να επέρχεται ενίοτε η ποθητή παραμυθία. Άλλωστε, και ο τίτλος της συλλογής, Φιλιά στο κενό, υποδηλώνει το άπλωμα της θλίψης στον ορίζοντα, στην ατμόσφαιρα, μια ιώδης έκφραση της έλλειψης, με μια κοκκινωπή ανταύγεια του ιώδους, ως ελπίδα.
Η γλώσσα είναι σημαντικό εργαλείο στην ποιητική έκφραση της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου. Καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα, από τη λυρική αμεσότητα ως την υπαινικτικότητα του επιστημονικού μανδύα. Με πολλές και ποικίλες αποχρώσεις συναισθημάτων. Με μελωδίες, φεγγάρια, σώματα και νιφάδες που στροβιλίζονται, με κόκκινο πόθο και κυανή απουσία, με την ιώδη θλίψη, με την υφή του κενού και τη γεύση του άδειου. Με την επιμονή και τη ματαιότητα της επιστροφής. Κι με το αμείλικτο ερώτημα: me amas, no?
______________
[1] Ετούτη η λέξη κάποτε με παίρνει απ’ το χέρι, ηλεκτρονικό περιοδικό bookpress, 14 Απριλίου 2018, και στον τόμο Νήματα της γραφής, πτυχές κειμένων, εκδ. Ρώμη, 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου