γράφει η Ανθούλα Δανιήλ
Νίκος Μαθιουδάκης, Η Οδύσ[σ]εια των λέξεων. Νεολογικά αθησαύριστα στο έπος του Νίκου Καζαντζάκη, Πρόλογος Peter Bien, Κάπα Εκδοτική, 2020.
Πρώτη εντύπωση για τον αναγνώστη είναι το ίδιο το σώμα, το βιβλίο, ο όγκος και το βάρος του, ανάλογο με το βαρύ περιεχόμενο και τη φιλόδοξη και πρωτότυπη διδακτορική διατριβή –δεν έχει γίνει άλλη παρόμοια– για τους νεολογισμούς στο έπος του Νίκου Καζαντζάκη.
Ο Νίκος Μαθιουδάκης, ο νέος και δυναμικός γλωσσολόγος, ο επιστήμονας που θαυμάζοντας τον μεγάλο συμπατριώτη κατέβαλε επικές, λόγω του είδους της έρευνάς του, προσπάθειες, να καταμετρήσει τα «νεολογικά αθησαύριστα» της καζαντζακικής Οδύσειας, 5.415 τον αριθμό, που δεν βρίσκονται στα νεοελληνικά λεξικά και έτσι να συνθέσει, κατά κάποιον τρόπο, ένα νέο λεξικό με το οποίο θα εμπλουτίσει τη λεξικογραφία, είναι ο ταλαντούχος και τυχερός.
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, σπούδασε Φιλολογία με ειδίκευση στη Νεοελληνική Λογοτεχνία και εκπόνησε τη διατριβή του στον Τομέα της Γλωσσολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο της Θράκης. Για πολλά χρόνια ανέλαβε την επιστημονική επιμέλεια της Νέας Αναθεωρημένης Σύγχρονης Έκδοσης των ήδη δημοσιευμένων έργων του Καζαντζάκη, μετέγραψε από χειρόγραφο το πρώτο θεατρικό έργο του Καζαντζάκη με τον τίτλο Ξημερώνει, ολοκλήρωσε την επιμέλεια του αδημοσίευτου έργου Ο Ανήφορος, δίδαξε αντικείμενα σχετικά με την ειδίκευσή του στο Πανεπιστήμιο Θράκης, στο Τμήμα Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού και στο Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημιακού Κολεγίου LOGOS στα Τίρανα της Αλβανίας. Η έρευνά του σε ζητήματα ύφους και γλώσσας στη λογοτεχνία, η συμμετοχή του σε συνέδρια και η δημοσίευση άρθρων σε ελληνικά και διεθνή περιοδικά, πάντα σχετιζόμενα με την ειδικότητά του, είναι συνεχής.
Γλώσσα και Λογοτεχνία, οι αγάπες του συγγραφέα, βρήκαν το πιο τυχερό καλούπι για να χυθεί το νέο υλικό.
Στη μελέτη του, με τον τίτλο Η Οδύσ[σ]εια των λέξεων, ο ενημερωμένος αναγνώστης θα δει τη λέξη, στην πρώτη έκδοση της Οδύσειας, με ένα σίγμα, όπως είχε παρατηρήσει και ο Γιώργος Σεφέρης, το οποίο όμως έχει τη λογική του, αν κανείς απομακρυνθεί από το τώρα και αφουγκραστεί το αίτημα της εποχής του: δημοτική και απλοποίηση. Ωστόσο, κρίνοντας ωριμότερα, το δεύτερο «σ» επανήλθε. Η ιστορία όμως καταγράφεται και ο τίτλος του βιβλίου, πολύ σωστά, δηλοί την εποχή και τα προστάγματά της.
Αυτή λοιπόν η «Οδύσσεια», με όσα σίγμα και αν γραφεί, δεν αφορά την περιπέτεια του ήρωα του Ομήρου ή του Καζαντζάκη (ούτως ή άλλως η μία είναι συνέχεια της άλλης), αλλά αφορά την περιπέτεια της γλώσσας∙ από το πώς την εμπνεύστηκε ο συγγραφέας και την κατέγραψε μέχρι το πώς τη διαβάζει ο αναγνώστης και την κατανοεί. Ποιες είναι οι στρατηγικές της κατανόησης για να μπει στο μεδούλι της υπόθεσης του έργου. Πώς, εντέλει, μπορεί να αποκωδικοποιήσει τη λέξη με τα δικά του εφόδια. Επομένως,
Είναι ένα έργο για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία γενικώς που έχει ως παράδειγμα περίπτωσης τον Καζαντζάκη
Όταν ο Μπυφόν έλεγε ότι το ύφος είναι ο άνθρωπος, πράγμα που επαναλαμβάνει ο Σεφέρης κι έπειτα πολλοί πολλοί άλλοι, συμπεριελάμβανε σ’ αυτή τη φράση την προσωπικότητα του συγγραφέα, την «ποιητική γραμματική» του, και την «ποιητική άδεια» που παίρνει για να μετατρέψει στα καθ’ αυτόν φράσεις ισοπεδωτικά ειπωμένες και χιλιομεταχειρισμένες για να δηλώσουν τα καθημερινά. Έτσι, ο κάθε λογοτέχνης, ανάλογα με τα ρίσκα που αναλαμβάνει, ανανεώνει την ποιητική γλώσσα, αναδεικνύει τη δυναμική της ποιητικής λειτουργίας, υποδηλώνει την ιδιοσυγκρασία του γράφοντος και το ελεύθερο μάντεμά του. Μπορεί η Οδύσεια του Καζαντζάκη να μη διαβάστηκε επαρκώς, όμως είναι μια Οδύσεια για τη γλώσσα. Και αν ο ομηρικός Οδυσσέας έπαθε πολλά, αλλά και έμαθε και γνώρισε, γυρίζοντας στις θάλασσες μέχρι να φτάσει στην Ιθάκη, έτσι και ο Καζαντζάκης έστειλε τον δικό του Οδυσσέα σε νέες περιπέτειες που είναι οι περιπέτειες της γλώσσας που αναλαμβάνει να πει τα σπουδαία και μεγάλα λόγια, πώς αυτά τα λόγια γίνονται σήματα ενός γλωσσικού υπερπαραδείσου. Ο πολύτροπος και πολύπλαγκτος Οδυσσέας του Ομήρου έγινε «κοσμοπαρωρίτης» στον Καζαντζάκη∙ ένας «που έμεινε ως αργά τον κόσμο τριγυρνώντας». Εν ολίγοις, μπορεί ο Μαθιουδάκης να μην το λέει, το τολμούμε εμείς: είναι ο ίδιος ο Καζαντζάκης ήρωας της Οδύσσειάς του. Ενώ, σύμφωνα με τον Πίτερ Μπιν, ο Μαθιουδάκης μάς υποβάλλει να δούμε το έργο του Καζαντζάκη υποταγμένο στη γλώσσα.
Έτσι, για πρώτη φορά, ένας νέος, φέρελπις επιστήμονας, ο Νίκος Μαθιουδάκης, αναλαμβάνει την πρώτη γλωσσολογική πραγματεία για το μεγαλειώδες έπος του Καζαντζάκη για το οποίο έχουν εκφραστεί επαινετικά επιφανείς επιστήμονες της γλωσσολογίας όπως: ο Πίτερ Μπιν, η Ζωή Γαβριηλίδου, η Πηνελόπη Καμπάκη-Βουγιουκλή, ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης και πολλοί ακόμα, καθώς και ο εκδότης του, στους οποίους απευθύνει θερμότατες ευχαριστίες, αναγνωρίζοντας τον ρόλο του καθενός στην σημαντικότατη αυτή ερευνητική εργασία και τη μοναδική στο είδος της μελέτη.
Το όμορφο λιτό σήμα του βιβλίου προέρχεται από τα αρχικά του ονόματος Νίκος Καζαντζάκης, ΝΚ, σε μία μοντέρνα αδρή αφαιρετική σύνθεση που απαιτεί το δικό μας μάντεμα. Το βιβλίο έχει κουβερτούρα και εξώφυλλο διπλό. Απέξω γκρι και από μέσα θάλασσα υπαινικτική σε χρώμα και συμβολισμούς είναι ένα έργο τέχνης.
Ο Πίτερ Μπιν, που προλογίζει το βιβλίο, εκθέτει όλα τα στάδια της καζαντζακικής περιπέτειας, αιτιολογώντας και το γιατί και πώς, δίνοντας συνολικά τη ζωή και το έργο του μεγάλου Κρητικού συγγραφέα, συνυποδηλώνοντας και την προσωπική Οδύσσεια, πέρα από τη γλωσσική, η οποία είναι και της πρώτης μέρος, οπωσδήποτε. Ο σπουδαίος μελετητής του Καζαντζάκη θα αναφέρει όλα εκείνα τα οποία αποτελούν Σκύλα και Χάρυβδη στο γλωσσικό ταξίδι του συγγραφέα που επαινείται για το έργο του Ξημερώνει, αλλά δεν βραβεύεται. Ο Πρωτομάστορας βραβεύεται αλλά δεν ανεβαίνει σε θεατρική σκηνή. Έκανε ποικίλες δουλειές για να επιβιώσει –σχολικά βιβλία, ανταποκρίσεις σε εφημερίδα, γαλλοελληνικό λεξικό, μεταφράσεις– αλλά όλα ναυάγησαν για πολλούς λόγους μεταξύ των οποίων και ο γλωσσικός εμφύλιος ανάμεσα σε καθαρευουσιάνους και ακραίους δημοτικιστές. Παρ’ όλα αυτά το 1925 ο Καζαντζάκης άρχισε την Οδύσ[σ]ειά του, την οποία θα μετέτρεπε σε ένα λεξικό της δημοτικής. Θα έπαιρνε την εκδίκησή του, όπως ο Δάντης, και πέτυχε… Ο Καζαντζάκης μάζευε λέξεις της δημοτικής από την αρχή της καριέρας του, επισκεπτόταν τα χωριά και κατέγραφε τα ονόματα των λουλουδιών. Ο Μαθιουδάκης ανακάλυψε χιλιάδες λέξεις τις οποίες έσωσε από τον θάνατό τους μέσα σε ένα λεξικό –το Διδακτορικό του–, λέξεις που δεν είναι καταγεγραμμένες σε κανένα άλλο λεξικό. Ακόμα και ο ίδιος ο Πίτερ Μπιν, όταν μετέφραζε Καζαντζάκη κατέφευγε στην Ελληνίδα σύζυγό του ή στον αγρότη αδελφό της, στον Δ/ντη του σχολείου του πατέρα της ή στη χήρα Καζαντζάκη που βρισκόταν στη Γενεύη που και εκείνη μπορεί να μην την ήξερε, την ήξερε όμως ο Πρεβελάκης που του την είχε δώσει ο Καζαντζάκης. Ο Καζαντζάκης, λοιπόν, έγραψε την Οδύσ[σ]εια για να διασώσει μέσα της τις λέξεις. Η προσπάθεια αυτή από άλλους επαινέθηκε, από άλλους κατηγορήθηκε, Η Έλλη Λαμπρίδη, παρά τις αντιρρήσεις της, είχε θεωρήσει το έργο «αποθετήριο για τη δημοτική», εφόσον απειλούνταν από την καθαρεύουσα και ότι ορισμένες λέξεις έμπαιναν στο έπος απλώς για να μη χαθούν. Από αυτή τη σκοπιά η διατριβή του Μαθιουδάκη είναι ένα καζαντζακικό λεξικό, μια γλωσσολογική μελέτη, που διατρανώνει το πάθος του συγγραφέα για τη διατήρηση της λέξης και συγχρόνως άθλος του Μαθιουδάκη που αποδεικνύει πως είναι ανάγκη να μεταφραστούν εκ νέου όλα τα έργα που είχαν μεταφραστεί από πολλούς που δεν ήξεραν καλά Ελληνικά. Φυσικά το βιβλίο μιλάει για αρχαία ιστορία, τέχνη, πολιτική, φιλοσοφία, θρησκεία, όλα όμως υποταγμένα στη γλώσσα.
Ο Μαθιουδάκης ορίζει την Οδύσεια ως «σύγχρονη επική δημιουργία», συνέχεια της Οδύσσειας του Ομήρου, που γράφτηκε εφτά φορές μέσα σε δεκατρία χρόνια, όπου ο ομηρικός ήρωας μεταμορφώνεται σε καζαντζακικό ήρωα, «επαναστάτη ιδεών και ιδανικών», της γλώσσας, πρωτίστως και των πολλών επιλογών, αλλαγών, πάνω στη μορφή, στο μέτρο, τον τονισμό.
Η Οδύσσεια του Ομήρου συνεχίζεται θεματικά στην Οδύσεια του Καζαντζάκη, η οποία σε μια περαιτέρω εξέλιξη γίνεται η Οδύσ[σ]εια του Μαθιουδάκη στο πέλαγος της εργασίας, της οποίας τα στάδια είναι πάρα πολλά, περίπλοκα, αλλά γοητευτικά.
Μία Οδύσεια, 33.333 στίχοι του Καζαντζάκη, από τους οποίες θήρευσε τα 5.415 νεολογικά αθησαύριστα ο Μαθιουδάκης, ένα πέλαγος που υπερβαίνει τις 800 σελίδες, για τον ειδικό μελετητή μέγα βοήθημα, για τον αναγνώστη μέγα θάμβος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου