Το επιστολικό μυθιστόρημα σύζευξη επιστολής και μυθιστορήματος, γεννήθηκε κατά τον Διαφωτισμό και εκφράζει την εξωστρέφεια, τον αυθορμητισμό και την κοινωνικότητα του κινήματος. Επιβάλλει ιδιότυπη δομή και υπακούει σε επικοινωνιακούς στόχους. Καθιερώνεται σταδιακά στον ευρωπαϊκό χώρο κατά τον 18ο αιώνα, μετά την επιτυχία που είχαν σημειώσει τον προηγούμενο αιώνα οι Επιστολές της πορτογαλίδας μοναχής (Lettres portugaises, 1669) του Γκιγιεράγκ (Guilleragues), σειρά επιστολών προς άγνωστο αποδέκτη. Εξυπηρετείται από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση που προαναγγέλλει την ανάπτυξη της αυτοβιογραφίας και του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος. Η μορφή του επιστολικού μυθιστορήματος σταδιακά μεταβάλλεται και οι αποδέκτες των επιστολών πολλαπλασιάζονται. Σημαντικό βήμα για τη εξέλιξη του είδους αποτέλεσαν οι Περσικές επιστολές του Μοντεσκιέ (Montesquieu, 1689-1755) το 1721, που είχαν πρωτόγνωρη επιτυχία. Αλλά το επιστολικό μυθιστόρημα καταξιώθηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο κυρίως με τα μυθιστορήματα του Σάμιουελ Ρίτσαρντσον (Samuel Richardson, 1689-1761) Κλαρίσα Χάρλοου και Πάμελα ή Η ανταμοιβή της αρετής (1741)· και στη συνέχεια με τη Νέα Ελοΐζα (1761) του Ζαν Ζακ Ρουσσώ.[i] Ο γάλλος μυθιστοριογράφος Ερβέ Λε Τελιέ (Hervé Le Tellier), στο έργο του Ο κλέφτης της νοσταλγίας (Όπερα, 1999), αναβιώνει το είδος του επιστολικού μυθιστορήματος. Με επίκεντρο συνταγές ζυμαρικών που δημοσιεύει ένας δημοσιογράφος σε γαστρονομική στήλη εβδομαδιαίου γαλλικού περιοδικού με το ιταλικό ψευδώνυμο Τζιοβάνι ντ’ Αρέτσο, στήνει ένα ευφυές μυθιστόρημα που βασίζεται στις μνήμες από την δήθεν παιδική του ηλικία στην Ιταλία, όταν η μητέρα του τον άφηνε στη Σουζάνα, γιατί εργαζόταν. Η Σουζάνα τού ζητούσε να τη βοηθήσει στο μαγείρεμα και με την πρόφαση αυτή κατέγραφε κάθε φορά και μια καινούρια συνταγή. Στα παιδικά του μάτια ο κόσμος της Σουζάνας φάνταζε τρυφερός και υπέροχος, ενώ οι συνταγές υπό το πρίσμα της αθωότητας αποκτούσαν έναν σκαμπρόζικο χαρακτήρα που ταίριαζε σε χρονογράφημα. Ο δημοσιογράφος ζει στο Παρίσι και σημειώνει σε ημερολόγιο την καθημερινότητα. Από αυτό μαθαίνουμε πως ένα άγνωστο όνομα και μια χρονολογία στο περιθώριο αντιτύπου της La Vita Nuova, του Δάντη Αλιγκέρι (1265-1321), τού κέντρισε το ενδιαφέρον και επιθυμεί να τα αποκρυπτογραφήσει. Το βιβλίο La Vita Nuova, γραμμένο μεταξύ πεζού και ποιητικού λόγου, αφιερώνεται στην αιώνια αγάπη του Δάντη, τη Βεατρίκη. Αποτελεί έκφραση του ευγενικού έρωτα, του μεσαιωνικού ιδεώδους για τον έρωτα, στοιχείο που αναπτύσσεται στο έργο. Σύντομα ωστόσο, στο γραφείο του, ο δημοσιογράφος θα δεχθεί μια απροσδόκητη επιστολή από έναν Ιταλό που του συστήνεται ως Τζιοβάνι ντ΄ Αρέτσο και από τη στιγμή εκείνη θα αρχίσει μια αναπάντεχη αλληλογραφία όχι μόνο με αυτόν, αλλά και με δύο άλλους Ιταλούς που λέγονται επίσης Τζιοβάνι ντ΄ Αρέτσο. Οι τρεις Ιταλοί ντ΄ Αρέτσο είναι ένας συνταξιούχος καθηγητής γαλλικών που ζει στη Μπολόνια, ένας νεαρός που εκτίει ποινή στη φυλακή της Πίζας και ένας Φλωρεντινός, ερασιτέχνης μαθηματικός. Η ιστορία είναι ένα συνεχές παιχνίδι ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία. Η αυτοαναφορικότητα αποτελεί κεντρικό της χαρακτηριστικό. Η αφήγηση είναι γραμμική. Ωστόσο σε αυτή ενσωματώνονται γεγονότα του παρελθόντος με την τεχνική του flash back, όπως και μικρές αυτοτελείς ιστορίες που εγκιβωτίζονται διαρκώς και δημιουργούν σασπένς, κεντρίζοντας την αγωνία. Οι περιγραφές είναι αριστουργηματικές και κινούνται στους τρεις βασικούς χωρικούς άξονες του έργου, το Παρίσι, την Τοσκάνη και τη Φλωρεντία, όμως αναβιώνουν και το παρελθόν, ιδιαίτερα το μεσαιωνικό παρελθόν και τον 16ο αιώνα. Οι αιώνες και οι εποχές κυλούν παράλληλα. Παρελαύνουν ο Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα, ο πολιτικός και θρησκευτικός ηγέτης της Φλωρεντίας που θα καεί στην πυρά το 1494, το τάγμα του Χρυσόμαλλου Δέρατος (ιδρύθηκε στη Μπρυζ το 1230, από τον Φίλιππο τον Καλό, κόμη της Φλάνδρας και δούκα της Βουργουνδίας με σκοπό την αναβίωση της χριστιανικής ιπποσύνης και την ανάκτηση των Αγίων Τόπων), ο Πάολο Βερονέζε (1528-1588), φημισμένος ιταλός ζωγράφος της Αναγέννησης με τον πίνακά του Ο Γάμος της Κανά, που βρίσκεται σήμερα στο Λούβρο, αλλά και η Φλωρεντία με τις πλατείες και τα γλυπτά της. Όλα μέσα σε κλίμα λυρισμού και θαυμαστής μυθοπλαστικής ικανότητας. Ο Ερβέ Λε Τελιέ παίζει με τις νόρμες, παίζει με τον αναξιόπιστο αφηγητή, για να καταλήξει σε μια απροσδόκητη ανατροπή που θα καταπλήξει τον αναγνώστη. Καταπιάνεται με το πρόβλημα του χρόνου, τον θάνατο, τα γηρατειά, τον έρωτα, τις πρώτες αγάπες. Για να μας πει πως είμαστε πιο κοντά στους άλλους από όσο διαφέρουμε. Πως ο χρόνος εξανεμίζεται σε μια νύχτα. Πως δεν έχουμε ποτέ ηλικία, έστω και αν πολλές φορές μας δυναστεύει η ψευδαίσθηση ότι έχουμε. Πως οι αγάπες φεύγουν και χάνονται, πως η ζωή έχει τη δική της δυναμική και γι’ αυτό μπορούμε να αναπληρώνουμε τις απώλειες. Ένα υφαντό διασυνδεδεμένων ιστοριών με λογοτεχνικές και ιστορικές αναφορές, ιδέες και υπαινιγμούς, που θυμίζουν την τακτική του Ζωρζ Περέκ (Georges Perec, 1936-1982) στο εκτενές έργο του Ζωή, Οδηγίες χρήσης (La vie, mode d’ emploi, 1978), μια αριστοτεχνική σύνθεση 179 ιστοριών, αντίστοιχων με τους χώρους μιας οικοδομής του Παρισιού. Το βιβλίο αποτελείται από κομματάκια ιστοριών που είναι αρμονικά συνδεδεμένα μεταξύ τους και μπορούν να διαλυθούν και να ανασυντεθούν ή να διαβαστούν ως ξεχωριστά κομμάτια. Κάθε ιστορία και μικρό αυτόνομο διήγημα. Ο συγκεκριμένος τρόπος γραφής οδηγεί σε μεταμυθοπλασίες με το μυθιστόρημα ως διακείμενο. Τον όρο καθιέρωσε η Τζούλια Κρίστεβα, προκειμένου να περιγραφούν τα μυθοπλαστικά έργα που συναπαρτίζονται από μωσαϊκό παραθεμάτων προερχομένων από πληθώρα δευτερευόντων κειμένων, αντηχήσεων, αντιμεταθέσεων, παρωδιών. Μια διακειμενικότητα, που προσέδωσε στο μεταμοντέρνο μυθιστόρημα τον πλούτο σε λεπτομέρεια και την πολυφωνική οπτική που είχε πετύχει το ρεαλιστικό μυθιστόρημα μέσα από τη δημιουργία πολυάριθμων χαρακτήρων.[ii] Στο μυθιστόρημα του Ερβέ Λε Τελιέ αντανακλάται ο παιγνιώδης τρόπος αφήγησης του Περέκ, όπως και η θεωρία των παιγνίων, που αφορά την ανάλυση των αποφάσεων σε καταστάσεις στρατηγικής αλληλεξάρτησης. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση που επιλέγει ο συγγραφέας προσδίδει στο έργο την απαραίτητη αληθοφάνεια, αφήνοντας όσο το δυνατόν ρεαλιστικότερη εντύπωση στον αναγνώστη. Ο κλέφτης της νοσταλγίας αποτελεί ύμνο στη ζωή και τον έρωτα, στα μικρά, απλά και καθημερινά πράγματα της ζωής που συχνά απαξιώνουμε. Καθένας από τους ντ’ Αρέτσο ενσωματώνει στην επιστολή τους πόθους και τις αγωνίες του, τις μνήμες και τις αναφορές του και με τον τρόπο αυτό, το επιστολικό μυθιστόρημα του Ερβέ Λε Τελιέ κινείται ανάμεσα στα ευρηματικά γράμματα των Αρέτσο, το προσωπικό ημερολόγιο του δημοσιογράφου και τις υπέροχες συνταγές μαγειρικής για ζυμαρικά που ενσωματώνονται με εξαιρετική χάρη και ευρηματικότητα. Το παιχνίδι ταυτοτήτων και κατάδυσης στα βαθύτερα του εγώ που ανοίγεται με τις εξομολογητικές επιστολές περνάει μέσα από τα όνειρα και τις αγωνίες μας, τις ψευδαισθήσεις, την απάτη και τον τυχοδιωκτισμό μας. Ο Ερβέ Λε Τελιέ αποδεικνύεται μάστορας της αφήγησης και της μυθοπλασίας. Οι επιστολές δεν έχουν ημερομηνία. Το ίδιο και οι δημοσιευμένες συνταγές-χρονογραφήματα. Άλλο ένα παιχνίδι του συγγραφέα με τη διαχρονικότητα. Η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη είναι έξοχη, ενώ το βιβλίο παραμένει ένα από τα σπουδαία μυθιστορήματα στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Βιβλιογραφία Βλαβιανού, Α., Γκότση, Γ., κ. ά. Ιστορία της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, Τόμος Β, 2008, ΕΑΠ, σελ. 44-46. Travers, Martin, Εισαγωγή στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία, μετάφραση Ιωάννα Ναούμ, Μαρία Παπαηλιάδη, Βιβλιόραμα, 2005, σελ. 367-368. [i] Βλαβιανού, Α., Γκότση, Γ., κ. ά. 2008, 44-46. [ii] Travers, 2005, 367-368.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου