«Τα λαϊκά τραγούδια μοιάζουν με πουλιά / μαύρα περήφανα έρημα ωραία και προδομένα / μέσ’ απ’ τα σπλάχνα των τσιτσάνηδων πετάγονται καθώς / μέσ’ απ’ τα σπλάχνα του εργάτη: Σας μισώ/ μέσ’ απ΄τα σπλάχνα του φαντάρου: Δε θέλω / καθώς μέσ’ απ’ τα σπλάχνα του εραστή πετάγεται: Τι μπορώ / να κάνω για σένα αγάπη μου; Και κλαίει…»
Θωμάς Γκόρπας, «Τα λαϊκά τραγούδια»
Ποίηση και λαϊκό τραγούδι έχουν αναμφίβολα μια ιδιαίτερη σχέση. Και αυτό
γιατί ενώ πάρα πολλά ποιήματα έγιναν σπουδαία λαϊκά τραγούδια, (χωρίς
αυτός να είναι ο αρχικός σκοπός γραφής τους αλλά εξαιτίας της
πρωτοβουλίας των συνθετών τους) και πάρα πολλά λαϊκά τραγούδια θα μπορεί
να λειτουργούσαν ως αυτοτελή ποιήματα, εντούτοις είναι ελάχιστα τα
ποιήματα -και ακόμη πιο ελάχιστοι οι ποιητές- που χρησιμοποίησαν ως πηγή
έμπνευσής -αλλά κυρίως εξέφρασαν φανερά μέσω των ποιητικών τους στίχων-
τις λαϊκές τους καταβολές και κυρίως τα λαϊκά τους ακούσματα. Ο Θωμάς
Γκόρπας, αποτελεί –μαζί με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον Γιώργο Χρονά,
τον Γιάννη Βαρβέρη, τον Κώστα Ριτσώνη [ο καθένας με το ύφος και τον
τρόπο του) κ.ά. ένα χαρακτηριστικό δείγμα ποιητή που έσκυψε στην
αστείρευτη πηγή του λαϊκού τραγουδιού και δρόσισε την άκρη της ποιητικής
του πένας. Αποτελεί έναν από τους ποιητές που μίλησε για το
λαϊκό τραγούδι τόσο εκτός των ποιημάτων, κυρίως όμως –κι εδώ είναι η
πρωτοτυπία του- εντός αυτών καθώς δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει πάρα
πολλές φορές μέσα στα ποιήματά του αυτούσιους στίχους τραγουδιών,
ρεμπέτικων και δημοτικών. αλλά και να μιλήσει για λαϊκούς ανθρώπους, για
ρεμπέτες άγνωστους και γνωστούς. Επίσης ήταν ένας από τους πρώτους που
έγραψε για έναν σπουδαίο λαϊκό καλλιτέχνη, εννοώ βεβαίως τον Καραγκιόζη
–μάλιστα με δικές του φιγούρες έπαιζε σε ηλικία μόλις 15 ετών-. Έτσι,
πολλοί κριτικοί και αναγνώστες συμφωνούν ότι αποτελεί τον πρώτο Έλληνα
Beat ποιητή. Πώς σχετίζεται αυτό με τη λαϊκή του πλευρά; Απολύτως. Γιατί
οι Αμερικανοί Beat ποιητές των δεκαετιών του ’50 και του ’60 έδρασαν
ενάντια στον κονφορμισμό της αμερικανικής κοινωνίας, έζησαν στα άκρα,
έγραψαν για τα άκρα, και χρησιμοποίησαν ως όχημα κατά κύριο λόγο τον ήχο
της τζαζ για να μεταδώσουν τα μηνύματά τους. Κάπως έτσι όμως δεν έζησαν
και δεν έδρασαν και οι δικοί μας ρεμπέτες; Με τη διαφορά ότι το «όπλο»
των δεύτερων ήταν το μπουζούκι και όχι κάποιο σαξόφωνο. Ο στόχος όμως
ήταν ο ίδιος και στους δυο. Η ξέφραγη γλώσσα με στόχο τα φραγμένα
αισθήματα.
Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι.
Ο Θωμάς Γκόρπας ανήκει στους ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Γεννημένος στο Μεσολόγγι, το 1935, έζησε στην Αθήνα από το 1954 έως το 1975, στο Παρίσι μέχρι το 1980 και ξανά στην Αθήνα έως το 1990 από όπου και μοίραζε το χρόνο του με την Αίγινα. Υπήρξε εργάτης, λογιστής, παλαιοβιβλιοπώλης, βιβλιοπώλης, επιμελητής εκδόσεων, μεταφραστής, αρθρογράφος, εκδότης (εκδόσεις Πανόραμα, εκδόσεις Έξοδος), συντάκτης, αρχισυντάκτης, κειμενογράφος για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, ενώ δίδαξε σε θεατρική σχολή ιστορία λογοτεχνίας και αγωγή του λόγου. Συμμετείχε ως σεναριογράφος στις ταινίες «Βλάχικος γάμος», «Αγάπη που δεν σβήνει ο χρόνος», «Τι κι αν γεννήθηκα φτωχός», «Ένα Σάββατο βράδυ, μια Κυριακή πρωί», «Το πατάρι του Λουμίδη». Στην τελευταία αυτή ταινία το υλικό ήταν η ίδια του η εμπειρία καθώς έζησε από κοντά την ατμόσφαιρα των «μεγάλων» στο θρυλικό «Πατάρι» του Λουμίδη (Τέο Σαλαπασίδης, Μιχάλης Κατσαρός, Μίλτος Σαχτούρης, Δημήτρης Παπαδίτσα, Δημήτρης Χριστοδούλου, Νίκο Καρούζος, Σπύρος Ασδραχάς, Ροβήρος Μανθούλης κ.ά) και στο θρυλικό καφενείο «Βυζάντιον». Έγραψε έξι ποιητικά βιβλία, (το πρώτο, «Σπασμένος καιρός» εκδόθηκε το 1957), ένα πεζό, ασχολήθηκε με τη λαογραφία, τις καλές τέχνες (ως κριτικός) και την ιστορία της λογοτεχνίας. Πέθανε πρωταπριλιά του 2003, με το τσιγάρο του που ήταν πάντα αναμμένο στο στόμα, να σβήνει για πάντα.
Ας περάσουμε τώρα αναλυτικότερα στην ποιητική του και τη σχέση του με το λαϊκό τραγούδι. Στο πρώτο κιόλας ποίημα, «Θέση», της πρώτης του συλλογής, βρίσκει κανείς τη λέξη «τραγούδι» μέσα στους στίχους του: «Σπασμένα συνθήματα/ σπασμένες φωνές/ σπασμένο τραγούδι», λέξη που αρκετές φορές θα μνημονευτεί ποιητικά στα επόμενα βιβλία του. Στη δεύτερή του συλλογή «Παλιές ειδήσεις»,
1966, γίνεται για πρώτη φορά γνωστή η αγάπη του και η εμμονή του κυρίως
στα λαϊκά τραγούδια αφιερώνοντας μάλιστα και ένα ολόκληρο ποίημα,«Τα λαϊκά τραγούδια» (βρίσκεται στην εισαγωγή του παρόντος άρθρου): τα
λαϊκά τραγούδια πετάγονται σαν πουλιά μέσα από το σπλάχνα των
τσιτσάνηδων όπως μέσα από τα σπλάχνα του εργάτη, του φαντάρου, του
εραστή πετάγονται οι επιθυμίες, ομολογημένες και μη. Σε αυτή τη συλλογή βρίσκουμε κι άλλες ευθείες αναφορές π.χ. «τα λαϊκά τραγούδια τ΄ ανεξήγητα τα μαγικά/ τα ρουμελιώτικα σκοτεινιασμένα μοιρολόγια» («Ο θάνατος του πατέρα») αλλά κυρίως βρίσκουμε την αυτούσια παρουσία -επίσης για πρώτη φορά- εμβόλιμων λαϊκών στίχων: Πρόκειται για το ποίημα «Εποχή» όπου γράφει: «φύλλα
καρδιάς που στο χυμό τους θα κρατάν για πάντα / παράνομα λαϊκά
τραγούδια ξακουστά/ παράνομα ακόμα για πάντα λαϊκά…/ Μπρος το ρημαγμένο
σπίτι/ με τις πόρτες τις κλειστές…». Το τελευταίο δίστιχο είναι παρμένο από το γνωστό τραγούδι του Τσιτσάνη, «Μπρος στο ρημαγμένο σπίτι», το οποίο έχουν τραγουδήσει μεταξύ των άλλων, ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Και η αναφορά στις λαϊκές του μνήμες κλείνει με το τελευταίο ποίημα της συλλογής:
Αύγουστος Κυριακή η Ελλάδα πλάι στη θάλασσα:
ήλιος δροσιά πεύκα φαΐ κρασί κι αγάπη.
Στο πικάπ
έπαιζε ασταμάτητα
του Τσιτσάνη η «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Και κανείς δεν είπε ν’ αλλάξει ο δίσκος…
«Μαγική εικόνα»
Σε μια συλλογή τρεις φορές η παρουσία του Τσιτσάνη είναι σημείο ενδεικτικό της σχέσης του με τον μεγάλο μας συνθέτη. Μια σχέση που θα συνεχιστεί ποιητικά και σε άλλες συλλογές είτε με παράθεση αυτούσιων μελοποιημένων στίχων π.χ. «Το σκαλοπάτι σου θα κάνω για κρεβάτι» («Αθυμία έως θανάτου», από τη συλλογή «Πανόραμα», 1975) είτε με ολόκληρες παραγράφους: αντιγράφουμε μέρος από το αφηγηματικό του κείμενο-ποίημα «Ιστορίες» (συλλογή «Πανόραμα»):
«Είσαι κακός! Αρνείσαι τα πάντα. Δεν αφήνεις τίποτε απείραχτο!
Είσαι κομπλεξικός! Πες μου κάτι που είναι καλό! Πες μας έναν
που τον παραδέχεσαι!
Τσιτσάνης Καλδάρας Καλδάρας Τσιτσάνης
όταν συμβεί το σοβαρόν
όταν συμβεί στα πέριξ καρδιές να κλαίνε
φωτιές να καίνε
Εσύ
σκοπίμως μένεις μόνη
Εσύ.»
Και συνεχίζοντας το ίδιο κείμενο λίγο πιο κάτω υπάρχει μια εκτενής αναφορά-ιστορία:
«Ο Τσιτσάνης; Δε λέω πως δεν είναι καλός… στο είδος του βέβαια… Αν
σκεφτεί μάλιστα κανείς πως δεν ξέρει γράμματα… κι ούτε απ’ έξω πέρασε
από ωδείο… Και χασίκλα! Χριστέ μου, χασίκλα! Μου έλεγε η Μαίρη ότι όταν
πριν δέκα χρόνια είχε πάει με τον μπαμπά της και τη μαμά της στο μαγαζί
που τραγουδούσε ο Τσιτσάνης…(….)
….(η Νταίζη Πασχάκη αφού τελειοποιήθηκε εις το Εθνικόν Ωδείον
εγνώρισε σε ένα πάρτυ τον Μιχαήλ Ψαρέλη τον αγάπησε την αγάπησε του
έκανε ένα χρόνο την παρθένα της έκανε ένα χρόνο το καλό παιδί που
αγωνίζεται να αποκατασταθεί επαγγελματικώς αρραβωνιαστήκαν κράτησαν τους
πιο καλούς απ’ τους παλιούς τους φίλους παντρεύτηκαν δεν έκαναν αμέσως
παιδί για να χαρούν λιγάκι τη ζωή τους τη χάρηκαν αυτή με τον
γαλακτοπώλη της γειτονιάς «ανόητος αλλά έχει σεξ» αυτός στα μπορντέλα
των παρόδων της Αχαρνών γκαστρώθηκε η Νταίζη άγνωστον πως ακατανόητον
γιατί χώρισαν πριν γεννηθεί το παιδί αυτός παρέμεινε στη δουλειά του
αυτή έγινε (καμάρωνε) κατήντησε (έλεγε αυτός που ζήλευε) τραγουδίστρια
σε μπουάτ στα 32 της (φλεβίτις κλπ) και έπιασε χάρις εις το πλούσιον
ρεπερτόριο της – είχε και ρεμπέτικο…)
ο Τσιτσάνης τραγουδούσε ακόμα
(κάποτε μια κυρία με λεφτά συνέστησε στην Νταίζη να δει τον Τσιτσάνη
μπορούσε να του τηλεφωνήσει είναι θαυμάστρια του 20 χρόνια έγινε το
ραντεβού στην κουζίνα του μαγαζιού όπου τραγουδούσε ο Βασίλης της
μέτρησε τη φωνή μέσα σ’ ένα ντορεμιφασόλ… δεν κάνεις παιδί μου της είπε
είναι δύσκολο το επάγγελμα βρες κανέναν νοικοκύρη να φτιάσεις τη ζωή σου
δε βλέπεις τα δικά μας χάλια…
Η Νταίζη λίγους μήνες μετά άρχισε να παραδίδει μαθήματα μουσικής σε
παιδιά έβγαζε καλό μεροκάματο πήρε και το παιδάκι της μαζί της…
Απ’ τον πρώτο σοβαρό γκόμενο που έπιασε ζήτησε να την πάει εκεί που τραγουδούσε ο Τσιτσάνης… έχουμε γνωριστεί…)
Ο Τσιτσάνης τραγουδούσε ακόμα
εγώ τραγουδάω ακόμα
δύσκολο πράγμα το τραγούδι
πολλοί τραγουδάνε
λίγοι έχουνε φωνή…».
Ο Τσιτσάνης μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τον Αποστόλη Χατζηχρήστο
εμφανίζονται ονομαστικά τις περισσότερες φορές μέσα στα ποιήματα του
Γκόρπα. Στον Στέλιο Καζαντζίδη αφιερώνει ολόκληρο το ποίημα με τίτλο: «Με τον τρόπο του Στέλιου Καζαντζίδη», που εμπεριέχεται στη συλλογή του «Περνάει ο στρατός», 1980. Στίχοι από την περίφημη «Ζιγκοάλα»
του Καζαντζίδη λειτουργούν ως μουσικό μοτίβο στο ποίημα το οποίο
αφηγείται τις σκέψεις και τα αισθήματα ενός νέου δόκιμου στα ΚΕΥΑ,
πεπεισμένου ότι θα τον αποκλείσουν αλλά ακόμα πιο βέβαιου για τις
«άπειρες παραλλαγές καταπιέσεως» που προσφέρει η μαμά Ελλάς στα παιδιά
της.
Ολόκληρο ποίημα –και μάλιστα ως τίτλος- αφιερώνει και στον Απόστολο Χατζηχρήστο:
Την «Άμαξα μες στη βροχή» την τραγουδάμε όλοι Μα ο Χατζηχρήστος ρε
παιδιά διψάει και κρυώνει Στον Κάτω Κόσμο μοναχός μόνος και ξεχασμένος
Με το μπουζούκι του αγκαλιά βουβός φαρμακωμένος
(«Απόστολος Χατζηχρήστος»,από τη συλλογή «Τα θεάματα» 1983)
Αυτό το ποίημα είναι αφιερωμένο μάλιστα στον –όχι τόσο ευρέως γνωστό- λαϊκό στιχουργό, συνθέτη, ερμηνευτή και οργανοπαίχτη, Γιάννη Κυριαζή Καμπούρη…
Επίσης στο ποίημα αυτό φαίνεται και η άποψή του Γκόρπα για την τροπή που
είχε πάρει το λαϊκό τραγούδι με τα χρόνια είτε ως προς την αντιμετώπιση
των δημιουργών του είτε ως προς τις συνθήκες διαβίωσή του…Ενδεικτικό
είναι και το μακροσκελές ποίημά του «Μπουζουκτσίδικο 1966» («Θεάματα»,
1983). Στο ποίημα πρωταγωνιστές είναι «ένα ζευγαράκι μάλλον
μνηστευμένων» που πάει σε ένα «μαγαζί με μπουζούκια πόλεως επαρχιακής με
άφθονο χρήμα» όπου εκεί όπως γράφει χαρακτηριστικά:
«το λαϊκό τραγούδι κάθεται απ΄ έξω κρυώνει και πονάει και λεφτά/ δεν έχει να πληρώσει για να μπει μέσα»… «Το μισό μούτρο του αγαπημένου τραγουδιστή χαλκός και θειάφι/ ό,τι απόμεινε από τις φτώχειες και τις δόξες της Κοκκινιάς των/ Τζιτζιφιών της Δραπετσώνας της Πλατείας Βάθης/ τ’ άλλο μισό δανεικό από τα εξώφυλλα των «λαϊκών» περιοδικών»…
Πάνω στο ίδιο θέμα γράφει και αλλού:
«Έπεσαν λεφτά μες στα τραγούδια
Έπεσαν τραγούδια μέσα στα λεφτά
Χάλασαν τα τραγούδια τα λεφτά
Χάλασαν τα λεφτά τα τραγούδια
Και τις μεταξωτές μηχανές της αγάπης»
(«Καταστροφή», από τη συλλογή «Γιουσουρούμ»).
Στα ποιήματα του Γκόρπα εκτός από στίχους λαϊκών και ρεμπέτικων τραγουδιών βρίσκουμε και αποσπάσματα από δημοτικά τραγούδια: Χαρακτηριστικά:
«Λάλησε κούκε μ’ λάλησε λάλα καημένο αηδόνι
Λαλάτε σ’ ακροπέλαο που πλενε τα καράβια»
(«Όνειρα», από τη συλλογή «Πανόραμα»)
ή και ολόκληρα ποιήματα όπως το «Ακούγοντας δημοτικό τραγούδι», από τη συλλογή «Τα θεάματα».
Συνοψίζοντας, από τα παραπάνω διαπιστώνουμε ότι η ποιητική γλώσσα του Γκόρπα είναι η απλή, καθημερινή γλώσσα των μεροκαματιάρηδων του πόνου, του φόβου και του τρόμου. Είναι εξομολογητικός, απλός, κατανοητός, δεν διστάζει να ειρωνευτεί, να λοιδορήσει, αλλά και να θρηνήσει. Έτσι ο Γκόρπας, όπως γράφει η Αγγελική Κωστάβάρα:
«…δεν κολλάει στα παραπλανητικά συνώνυμα των λεξικών. Ο λαϊκός
στιχουργός όταν ευστοχεί, ενστικτωδώς χρησιμοποιεί αδίστακτα την λέξη
που του καρφώνεται στο μυαλό, χωρίς να υπολογίζει γραμματικούς ή άλλους
κανόνες που συνήθως αγνοεί, πετυχαίνοντας συχνά απίθανης ομορφιάς ρίμες:
«Πώς να ταιριάξεις μ’ άλληνε/ άδικε κόσμε γυάλινε». Δείχνοντας έτσι
μοναδικά την δημιουργική δύναμη της λαϊκής γλώσσας και φαντασίας,
δουλεμένης στο σπουδαστήριο της ζωής και στην απέραντα εκτεινόμενη
πολυμορφία του συλλογικού πολιτιστικού πλούτου. Έτσι φυλάσσονται και
καίνε στη μνήμη, πρόσωπα, ψυχικές καταστάσεις, γεγονότα. Τα λαϊκά και
ρεμπέτικα τραγούδια, επειδή δεν προσποιούνται αλλά είναι αυθεντικά,
έχουν την ψυχοκινητική δύναμη, εφ’ όσον βέβαια τα αφουγκραστείς, να
διενεργούν εκείνες τις υποκαταστάσεις που έχει ανάγκη η ψυχή. Άλλωστε.
Όπως ήταν στη ζωή, έτσι και στην ποίησή του ο Γκόρπας ήταν ανυπόταχτος,
φαντασιωμένος και έχοντας ανάγκη το πάθος, συνταυτισμένο με το λαϊκό
τραγούδι».
Ο επίλογος δικός του:
«Θα καταργήσω τον ουρανό θα καταργήσω τη γη και θ’ αφήσω μόνο ένα
ουζερί για ένα πιοτό για ένα τραγούδι για ένα χορό κ’ εσύ να περνάς απ’
έξω»
(«Αναπόληση», από τη συλλογή «Πανόραμα»).
******************
ΠΗΓΕΣ
Θωμάς Γκόρπας, «Τα ποιήματα», [1957-1983], εκδ. Κέδρος
Βασίλης Κ. Καλαμαράς, «Αμάν λιγότερη δυστυχία», Ελευθεροτυπία 02/04/03
Άρης Σκιαδόπουλος, «Νυχτερινός επισκέπτης», [Θωμάς Γκόρπας], ΕΡΤ, 1-1-97
Αγγελική Κωσταβάρα, «Οι ζωτικές επικολλήσεις στο σώμα της ποίησης», Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης «Ποιείν», www.poiein.gr.
Α’ Δημοσίευση περιοδικό «Όασις», τχ. 18, 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου