4.10.20

Η λιτή ανταμοιβή του ερευνητικού μόχθου


Σταυρούλα Τσούπρου* 
Επιμέλεια: Γιώργος Σταματόπουλος
Για μια δεινή και επίμονη μελετήτρια (ή αντίστοιχα για έναν μελετητή) της Λογοτεχνίας, γεγονός εξόχως σημαντικό αποτελεί η άφιξη της, επί δεκαετίες ίσως, προσδοκώμενης στιγμής, της (τόσο γλαφυρά ερμηνευόμενης με το ήδη αρχαίο «ώριμος») «ώρας» εκείνης, κατά την οποία θα πάρει στα χέρια της (η απολύτως αναντικατάστατη εδώ αίσθηση της αφής παίζει και θα παίζει πάντοτε τον δικό της αναφαίρετο ρόλο) τον άρτι εκδοθέντα τόμο που κλείνει εντός των ορίων του το απόσταγμα του συνόλου τής έρευνας μιας ολόκληρης ζωής, και, κυρίως, την πρωτότυπη, καθότι προσωπική, συνεισφορά της μελετήτριας/του μελετητή στον εκάστοτε συγκεκριμένο βιβλιογραφικό χώρο. Διότι δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η ως άνω πρωτότυπη ερευνητική συνεισφορά ποτέ δεν συνιστά έναν εύκολο στόχο ούτε, βέβαια, ένα συνηθισμένο επίτευγμα. Βλέπετε, σε τέτοιες επιστήμες όπως είναι η μελέτη της Λογοτεχνίας, που αφορούν το ευ ζην (όπως, άλλωστε, και οι Τέχνες καθεαυτές), τα αναμασήματα και οι επικαλύψεις (για να μην αναφερθούμε σε άλλες, αθέμιτες, μεθοδεύσεις) παρεξηγούνται συχνά (ή και σκόπιμα;) ως πρωτοτυπία, ενίοτε δυστυχώς καταδικάζοντας στην αφάνεια (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το λιγότερο εξειδικευμένο αναγνωστικό κοινό), πίσω από τη δική τους (καθοδηγούμενη) απατηλή λάμψη, τις αληθινές ερευνητικές συνεισφορές. Με την ανά χείρας έκδοση, λοιπόν, η Κυριακή Χρυσομάλλη-Henrich κληροδοτεί στον χώρο της επιστημονικής μελέτης της Λογοτεχνίας τους πλούσιους καρπούς της πολύχρονης ερευνητικής ενασχόλησής της όχι μόνο με τα ίδια τα λογοτεχνικά κείμενα αλλά και με τη θεωρητική υποδομή που δημιουργήθηκε στη διάρκεια του 20ού αιώνα για τη διεξοδικότερη αποκωδικοποίησή τους. Επί πολλά έτη διδάσκουσα της Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Κιέλου και, παράλληλα, μεταφράστρια εκ της γερμανικής (παρεμπιπτόντως, διαπιστώνεται εδώ ότι η Κυριακή Χρυσομάλλη δεν διστάζει, επί παραδείγματι, να ασκήσει κριτική στη γερμανική μετάφραση ενός μυθιστορήματος της, μελετώμενης, Ιωάννας Καρυστιάνη, καταλογίζοντας στον συνάδελφό της ανεπίτρεπτες επεμβάσεις, οι οποίες και καταλήγουν σε παραποίηση του ύφους της δημιουργού – την ίδια ευπρόσδεκτη, αν όχι απαραίτητη για μια ερευνήτρια, παρρησία συναντούμε και σε άλλες περιπτώσεις) έργων λογοτεχνικών (όπως, εν προκειμένω, της Christa Wolf και του Siegfried Lenz), αλλά και σημαντικών θεωρητικών πονημάτων, όπως, λόγου χάριν, του γραμμένου από τον Frank Stanzel βιβλίου «Θεωρία της αφήγησης», η Κυριακή Χρυσομάλλη-Henrich παραδίδει εδώ 21 εμβριθή μελετήματα, για των οποίων την ερευνητική κατάθεση δηλώνει πολύ σεμνά: Τα κείμενα του παρόντος τόμου καταδεικνύουν το ενδιαφέρον τής συγγραφέως για τη, Θεωρία τής Λογοτεχνίας και τις προσπάθειες εφαρμογής της στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Θεωρητικές (π.χ. ύφος, διακειμενικότητα) και δομιστικές κατηγορίες της αφηγηματολογίας (π.χ. «διαμεσολάβηση», «προοπτική», «χρόνος») εξετάζονται και ερμηνεύονται με παραδειγματικές μεθόδους, βασιζόμενες σε κείμενα, μεταξύ άλλων, των Ρέας Γαλανάκη, Ιωάννας Καρυστιάνη, Μάρως Δούκα, Νίκου Καχτίτση, Σωτήρη Δημητρίου, Παύλου Μάτεσι, Ευγενίας Φακίνου, Γιάννη Σκαρίμπα, Θανάση Βαλτινού. Σε ορισμένες/ορισμένους, δε, συγγραφείς η μελετήτρια επανέρχεται περισσότερες από μία φορές, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κάποια κειμενικά υποσύνολα, τα οποία, σύμφωνα με τη δική της διατύπωση, «μπορούν ίσως να θεωρηθούν “κεφάλαια” ενός γενικότερου προσωπικού σύμπαντος». Ολα τα ερευνητικά δοκίμια του τόμου, πάντως, συνδέονται σε ένα συνεκτικό όλον βάσει του σύνθετου ερμηνευτικού κώδικα που σκιαγραφήθηκε παραπάνω, με κοινό στόχο να διαπιστωθεί ο δείκτης του μοντερνισμού των εξεταζομένων έργων της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας και, παράλληλα, να ενταχθούν αυτά στο ευρύτερο πλαίσιο της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής παραγωγής. Εκείνο, ωστόσο, που δεν γίνεται εμφανές, αλλά το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να επισημανθεί και να τονιστεί, είναι το αναντίρρητο γεγονός ότι η ερευνήτρια Κυριακή Χρυσομάλλη-Henrich υπήρξε μέλος μιας ευάριθμης ομάδας πρωτοπόρων στην οικεία ελληνική βιβλιογραφία, είτε το συνειδητοποιούσε τότε είτε όχι, σε ό,τι αφορά πιο συγκεκριμένα την ερμηνεία και εφαρμογή θεωρητικών κατηγοριών και όρων κατά την διαδικασία της ανάλυσης των λογοτεχνικών κειμένων. Πραγματικά, στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, η εγχώρια συγκομιδή αντίστοιχων ερευνητικών κειμένων ήταν ισχνότατη (πόσα πονήματα θα μπορούσαν να παρατεθούν δίπλα στη βαρυσήμαντη θεωρητική-ερμηνευτική κατάθεση τής Γεωργίας Φαρίνου-Μαλαματάρη προκειμένου για το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ή σε εκείνην της Μαρίας Ιατρού για την ποίηση του, προσφάτως εκλιπόντος, Ντίνου Χριστιανόπουλου;), με την εξαίρεση, βέβαια, του (εν μέρει μόνον εφαπτόμενου μεθοδολογικά με τη δουλειά της Κυριακής Χρυσομάλλη) τομέα της Συγκριτικής Γραμματολογίας, του οποίου, όμως, η ανάπτυξη δεν μετρούσε καν δύο δεκαετίες ζωής. Η παρούσα συγκεντρωτική έκδοση, ως εκ τούτου, πέραν του ότι παγιώνει την εξέχουσα συμβολή της επιστήμονος Κ. Χρυσομάλλη στη μελέτη της νεότερης ελληνικής πεζογραφίας, ταυτόχρονα επιβεβαιώνει και αναδεικνύει τον καίριο ρόλο που έπαιξαν τα δημοσιευθέντα τα τελευταία είκοσι χρόνια ερευνητικά κείμενά της στην ορθή και επιμελημένη κατασκευή της θεωρητικής υποδομής του έκτοτε ραγδαία εξελισσόμενου βιβλιογραφικού χώρου. 
 *Καθηγήτρια - σύμβουλος στο ΕΑΠ

Δεν υπάρχουν σχόλια: