16.10.20

Συνομιλώντας με ένα αηδόνι


Γράφει η Τζίνα Ψάρρη
Τάχα Χουσεΐν «Η προσευχή του αηδονιού», Μετάφραση: Πέρσα Κουμούτση, εκδ. Gutenberg 
 Ο τυφλός φιλόλογος Τάχα Χουσεΐν, πανεπιστημιακός καθηγητής, διανοητής και συγγραφέας, θεωρείται από τις σημαντικότερες μορφές του σύγχρονου λογοτεχνικού τοπίου, και όχι μόνο στην Αίγυπτο. Υπέρμαχος της δημοκρατίας και της ελεύθερης σκέψης, βαθύς γνώστης της κλασσικής αρχαιότητας, άφησε τεράστιο έργο και ως υπουργός Παιδείας, με κυριότερο, κατά τη γνώμη μου, την υποχρεωτική βασική εκπαίδευση και για τα κορίτσια. Αυτό το έξοχο βιβλίο – το πρώτο του που γνωρίζουμε στην Ελλάδα – εκτυλίσσεται στην επαρχιακή Αίγυπτο της δεκαετίας του 1930 και αγγίζει με μεγάλη ευαισθησία πανανθρώπινα και διαχρονικά ζητήματα. Μέσα από τους δύο κύριους πρωταγωνιστές, έναν αστό άντρα και μια γυναίκα που προέρχεται από μια άγρια φυλή της ερήμου, η οποία διαπνέεται από αυστηρούς ηθικούς και κοινωνικούς κανόνες, από προκαταλήψεις και άλογες δοξασίες, αναδεικνύονται με ρεαλισμό το ανελέητο και αυταρχικό προσωπείο της Αιγύπτου από την μία, αλλά και το ήπιο, ανθρώπινο πρόσωπό της επίσης. Η κοινωνική διαστρωμάτωση αποτυπωμένη σελίδα τη σελίδα, καθώς και πάμπολλα ηθικά διλήμματα περί της αφοσίωσης, της επιβίωσης, του αυτεξούσιου των γυναικών που η ζωή μοιάζει να τις πέταξε άκαρδα στο περιθώριο, της δικαιοσύνης και πάνω απ’ όλα, της αγάπης. Ο άντρας – αφέντης, αυτός που κρατά στα χέρια του τη μοίρα των γυναικών που του «ανήκουν», κριτής και δήμιος, πανταχού παρών, σπέρνει τον φόβο και την απειλή σε όσες παρεκτρέπονται και αψηφούν τους δικούς του νόμους. Και ο συγγραφέας σκιαγραφεί εξαίσια αυτή την ανδροκρατούμενηη κοινωνία, χωρίς ίχνος διδακτισμού, χωρίς υπερβολή, μόνο με βαθιά πίστη στην ελευθερία και την δικαιοσύνη. «Μας μεταφέρουν τώρα εκεί που μας περιμένει η νηνεμία και η ασφάλεια. Εκεί που η ζωή είναι άνετη και απολαυστική κι όπου θα περάσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας σαν όλα τα κορίτσια του χωριού, που περνούν τις ζωές τους ήρεμα και ξέγνοιαστα. Εκείνα που περιμένουν καρτερικά να περάσουν τα χρόνια, ώσπου να ωριμάσει, να ανθίσει το κορμί για να παραδοθεί στους γαμπρούς που επιλέγουν οι άλλοι για χάρη τους, νέους από το ίδιο χωριό ή τα χωριά που γειτνιάζουν με το δικό μας. Έτσι η κάθε μια γίνεται αφέντρα και κυρά και υποδέχεται την νέα ζωή με σοβαρότητα, εργασία και μόχθο. Έπειτα φέρνουν στον κόσμο παιδιά για να βιώσουν όλα εκείνα που ακολουθούν την γέννησή τους, τις χαρές, τις λύπες, χαρά αλλά και ελπίδα». Μετά τον θάνατο του άστατου και ανέντιμου πατέρα της, η μικρή Άμνα, υποχρεώνεται να εγκαταλείψει το χωριό όπου ζούσε, ακολουθώντας την μητέρα και την μεγαλύτερη αδερφή της. Αγράμματες και πάμφτωχες, κατευθύνονται προς έναν τόπο πλουσιότερο, με μόνο σκοπό να βρουν τρόπο να επιβιώσουν. Ύστερα από μέρες και νύχτες πεζοπορίας φτάνουν στην πόλη και ξεκινούν να εργάζονται ως υπηρέτριες, η κάθε μια σε διαφορετικό σπίτι. Από τις τρεις τους, η Άμνα στέκεται η πιο τυχερή. Στο σπίτι του αρχηγού της αστυνομίας, συνδέεται με αγνή φιλία με την κόρη του, την γλυκιά και καλοσυνάτη Χαντίκα. Την συντροφεύει στα παιχνίδια αλλά και στην μελέτη της, αρχίζει να μαθαίνει, να μιμείται την εκφορά του «πολιτισμένου» λόγου, να βελτιώνεται σημαντικά και να αισθάνεται πως η ζωή επιτέλους, της δείχνει και το καλό της πρόσωπο. Ωστόσο, το απρόσμενο «αμάρτημα» της αδερφής της, τις στοιχειώνει ξανά. Μετά από πολλές περιπέτειες, οι τρεις γυναίκες, υποχρεώνονται να επιστρέψουν στο χωριό και στο αφιλόξενο σπίτι του αγροίκου αδερφού της μητέρας. Η Άμνα ασφυκτιά, ντρέπεται για την κατάντια τους, νιώθει να χάνει τα λογικά της και αποφασίζει να το σκάσει. Στόχος της δεν είναι μόνο να επιστρέψει δίπλα στην αγαπημένη της Χαντίκα και στην καλύτερη ζωή, αλλά και να εκδικηθεί τον νεαρό, όμορφο άντρα που οδήγησε την αδερφή της στην αμαρτία και ευθυνόταν ουσιαστικά για την καταστροφή της οικογενείας της κι έναν πρόωρο και άδικο θάνατο. «Της ήταν αδύνατο να αντισταθεί σ’ αυτή την ώθηση, όσο κι αν προσπαθούσε. Ποια δύναμη άραγε είναι αυτή που κυριαρχεί στην ψυχή και που σπρώχνει τον άνθρωπο στην απελπισία; Ποια δύναμη τον καθιστά τόσο αδύναμο, χωρίς βούληση; Είναι αυτή που αποκαλούν ντροπή, διασυρμό, διαπόμπευση όσων στιγματίζονται, όσων πέφτουν θύματα της ανθρώπινης αδυναμίας τους και δεν καταφέρνουν να αντισταθούν στα “απαγορευμένα”». Με πείσμα, θάρρος και υπομονή, η Άμνα καταφέρνει να επιστρέψει στην πόλη και στην θέση της δίπλα στην Χαντίκα. Παρά την παράταιρη για τα ήθη της εποχής φιλία, ο συγγραφέας δεν παραλείπει να περιγράψει το νοσηρό έως και χυδαίο κάποιες φορές κλίμα μιας αδυσώπητης κοινωνικής ανισότητας με αφέντες και δούλους χωρίς το παραμικρό δικαίωμα ακόμα και πάνω στην ίδια τους την ύπαρξη. Ταπείνωση, εξευτελισμός και υποταγή, ζωγραφίζονται με τα σκοτεινότερα χρώματα. Τα χρόνια περνούν με την Άμνα να παρακολουθεί από μακριά την ζωή του άντρα που μισεί όσο τίποτα στον κόσμο. Το παρελθόν την καταδιώκει ανελέητα, τα φαντάσματα των αγαπημένων νεκρών δεν την αφήνουν να ησυχάσει. «Ο πόνος σε σπρώχνει σ’ ένα επικίνδυνο βάραθρο, έχει παραμορφώσει την ψυχή σου και έχει γεννήσει μέσα σου αισθήματα άγρια, που δεν ηρεμούν ούτε γαληνεύουν, ενώ η καρδιά σου δεν ξέρει πια τι θέλει». Έρχεται όμως η μέρα που η μοίρα θα την οδηγήσει στο σπίτι του ως υπηρέτρια . Η στιγμή που η πικρία του ανεκπλήρωτου θα δώσει τη θέση της σ’ ένα παρανοϊκό παιχνίδι συγκαλυμμένης εχθρότητας, προσπάθειας στα όρια της εξάντλησης αλλά και βαθιάς αγάπης. Κι όταν φτάνει η ώρα της τελικής αναμέτρησης, είναι δυσδιάκριτο ποιος τελικά είναι ο νικητής και ποιος ο ηττημένος. Γιατί, όπως λέει ο Χουσεΐν, «η γυναίκα δεν παραδίνεται αν δεν το επιθυμεί, ούτε υποτάσσεται αν δεν θέλει να υποταχτεί». Το εύρημα της συνομιλίας της, καθόλη τη διάρκεια της πορείας της, με ένα γλυκόλαλο αηδόνι το οποίο την προειδοποιεί με τον τρόπο του για τα κακώς κείμενα, που κελαηδά σαν να προσεύχεται για την σωτηρία της ψυχής, είναι από τα ποιητικότερα σημεία του βιβλίου, που έτσι κι αλλιώς, διέπεται από ασίγαστο λυρισμό. Το αηδόνι, κινητοποιεί αισθήματα και προβληματισμούς, «δίνει» λύσεις σαν άλλος από μηχανής θεός και λειτουργεί ουσιαστικά σαν γέφυρα ανάμεσα στον πραγματικό κόσμο που η ηρωίδα λαχταρά και στον μυστηριακό της ζωής στην έρημο που δεν αντέχει. «Αγαπημένο πουλί, ακούω πάλι τη φωνή σου να γεμίζει την απέραντη σκοτεινιά της νύχτα, μόνο που αυτή τη φορά ακούγεται αλλιώτικη. Σαν να με προειδοποιεί ή σαν να μου προαναγγέλλει κάποια είδηση. Τι συμβαίνει; γιατί με ξυπνάς κάθε που παρασύρομαι στην αγκαλιά του ύπνου; Σαν έχει πάρει ή δώσει όρκο να μην με αφήσεις ποτέ να κοιμηθώ, για να μου θυμίζεις πάντα εκείνο που φοβάμαι….. Τι είπες; Η νύχτα απόψε δεν είναι σαν τις άλλες; Δεν ανήκει μόνο σε μένα; Στο πέταγμά σου, ακούω τον παλμό της καρδιάς σου, το φτερούγισμά σου είναι ανήσυχο, αναστατωμένο, σαν να πετάς σε μια τρομακτική διάσταση της νύχτας…. Κοίταξε! Όλος ο κόσμος γύρω μας έχει σηκωθεί κι εσύ δεν λες να ηρεμήσεις, συνεχίζεις να πετάς και να υψώνεσαι όλο και πιο ψηλά στον ουρανό. Μήπως θέλεις να πιάσεις κουβέντα με τ’ αστέρια;……. Τώρα σε ακούω αγαπημένο πουλί, η φωνή σου φθάνει από μακριά, την ακούω καθώς με πλησιάζει. Το τραγούδι σου γεμίζει τον αέρα, όπως το φως του ήλιου που ανατέλλει στον ορίζοντα, φανερώνοντας σιγά σιγά στα μάτια μας το τερατώδες έγκλημα που διαπράχθηκε μόλις πριν λίγο και που δεν προλάβαμε να αποτρέψουμε. Εξακοντίζεις τις κραυγές σου κι αυτές σαν πυρακτωμένα τόξα φθάνουν σε μας αφυπνίζοντας μας από την σύγχυση, την ταραχή και την τρομάρα μας και ρίχνουν φως στο φρικαλέο αυτό έγκλημα που διαπράχθηκε από εκείνον τον μικρόψυχο και άκαρδο άντρα, και ρίχνουν φως στο θύμα που είναι πνιγμένο στο αίμα από τον αμαρτωλό του θύτη». Μια ιδιαίτερη μνεία οφείλεται στην έμπειρη και βραβευμένη Πέρσα Κουμούτση και στην όμορφη μετάφραση ενός έξοχου δείγματος του αραβικού λογοτεχνικού κόσμου, που ξεπερνά τα στενά όρια μιας ηθογραφίας και διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον από την αρχή ως το τέλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: