1.10.20

Ο κριτικός λόγος της ποιήτριας Λύντιας Στεφάνου


Δέσποινα Παπαστάθη
 Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
 «…Ο κριτικός είναι κυριευμένος από διάφορους προϊδεασμούς για το τι πρέπει να είναι η τέχνη και η λογοτεχνία. Οσο πιο περιορισμένες είναι οι γνώσεις του, όσο πιο μικρή η κλίμακα της ευαισθησίας του, όσο πιο άρρωστη η ψυχή του τόσο πιο πολύ καταφεύγει στην κατασκευή ενός στενού, άκαμπτου κριτηρίου» (Λ. Στεφάνου) Ποιήτρια, μεταφράστρια, κριτικός και θεωρητικός της λογοτεχνίας η Λύντια Στεφάνου (1927-2013) υπηρέτησε πιστά και πολύτροπα την τέχνη της ποίησης. Ο ποιητικός της λόγος συναισθηματικά συγκρατημένος ανταποκρίνεται «σ’ ένα βαθύτερο αίτημα και αίσθημα αξιοπρέπειας», σύμφωνα με τον Μιχάλη Γ. Μερακλή, με διάθεση απόκρυψης των συναισθημάτων που της γεννά η ζοφερή πραγματικότητα των πολεμικών και μεταπολεμικών βιωμάτων, ενώ στον δοκιμιακό λόγο της «προέχουν η σεμνότητα, η ειλικρίνεια, η έλλειψη ρητορικής μεγαλοστομίας, η διαύγεια της σκέψης, το εύρος της παιδείας και το “φιλέρευνο” […] πνεύμα της», όπως έχει επισημάνει ο Γιώργος Αράγης. Αυτές τις «διόλου συνηθισμένες» αρετές, όταν μάλιστα συγκεντρώνονται στο ίδιο άτομο, διαπιστώνουμε μελετώντας τον τόμο με τίτλο «Κριτικές Μελέτες και Σημειώματα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Σοκόλη με εισαγωγή και επιμέλεια της Ξένης Σκαρτσή. Στην Εισαγωγή η Σκαρτσή συστήνει την ποιήτρια-κριτικό στον αναγνώστη παραθέτοντας βιογραφικά στοιχεία που τον βοηθούν να διαμορφώσει σαφή εικόνα για τον βίο, την πνευματική συγκρότηση, την πολυσχιδή ενασχόλησή της με τα γράμματα. Εμφαση δίνεται στη σχέση της ποιήτριας με τη θεωρία της λογοτεχνίας, μια και η Σκαρτσή ορθά υποστηρίζει πως στη Στεφάνου το ποιητικό και το κριτικό έργο αναπτύσσονται ισοδύναμα, χωρίς να επισκιάζει το ένα το άλλο, ενώ έχουν πολλά κοινά στοιχεία, όπως «σοβαρή προεργασία και ωριμότητα, […] διαρκείς επαναγραφές σε μεγάλη διάρκεια χρόνου∙ ακόμα δυσκολία και φειδώ στη δημοσίευση […]». Στα επιμέρους κεφάλαια του βιβλίου με μεθοδικότητα αναπτύσσονται όλες οι πτυχές της πολύπλευρης προσωπικότητας της Στεφάνου, καθώς δημοσιεύονται θεωρητικά και κριτικά κείμενά της που καλύπτουν την περίοδο από το 1960 έως το 2011: διαλέξεις και εισηγήσεις σε συνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, βιβλιοκρισίες και κριτικές για σύγχρονους ποιητές, ανέκδοτα κείμενα από το αρχείο της ποιήτριας. Ανάμεσά τους πέντε κείμενα γραμμένα στην αγγλική και δύο στη γαλλική γλώσσα, τα οποία η επιμελήτρια μεταφέρει αμετάφραστα. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η παρουσίαση απόψεων που έχουν διατυπωθεί για το θεωρητικό και κριτικό έργο της από τους Kimon Friar, Θ.Δ. Φραγκόπουλο, Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, Γιάννη Κουβαρά, Ελισάβετ Κοτζιά, Γιώργο Βέη, Γιώργο Αράγη. Τα κριτικά και θεωρητικά κείμενα του τόμου αναδεικνύουν τον βαθύτερο προβληματισμό της Λύντιας Στεφάνου σε ποικίλα ζητήματα που σχετίζονται με τη γραφή, τη θεωρία και τη μετάφραση της ποίησης. Για τη Στεφάνου ο ρυθμός «σημαίνει αναλογίες, αποστάσεις (επαναλήψεις, επαναφορές), ανταποκρίσεις ποικίλων δεδομένων που μετατρέπουν ορισμένες ποσότητες σε ποιότητες», ενώ η γλώσσα και οι λέξεις «όταν δεν λέγονται “στον βρόντο”, αντιστοιχούν σε πράγματα», γεγονός που καθορίζει όχι μόνο την ποιητική δημιουργία, αλλά και την ανάγνωση της ποίησης, που συνιστά μια μορφή αναδημιουργίας, αφού «διαβάζουμε σωστά την ποίηση, σημαίνει ότι βάζουμε στη θέση των λέξεων τα πράγματα που τους αντιστοιχούν». Η κριτική ματιά της ποιήτριας εστιάζει με ενσυναίσθηση στο έργο σημαντικών εκπροσώπων της ελληνικής και ευρωπαϊκής ποίησης, όπως των Σεφέρη, Ελύτη, Γκάτσου, Δροσίνη, Σικελιανού, Σολωμό, Κάλβου, Ντ. Τόμας, Κιτς, Σέλεϊ, Μποντλέρ, Blake, Donne, τους οποίους μελετά μέσα στη συγχρονία και διαχρονία του πολιτισμικού γίγνεσθαι. Η Στεφάνου με ευαισθησία σκιαγραφεί την ποιητική φυσιογνωμία σύγχρονων ποιητών, όπως του Σωκράτη Σκαρτσή, της Αθηνάς Παπαδάκη, της Αριστέας Παπαλεξάνδρου, της Λίνας Κάσδαγλη κ.ά. Η Στεφάνου –την οποία οι γραμματολόγοι εντάσσουν στη λεγόμενη πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά– παρεμβαίνει με τέσσερις πολύ ενδιαφέρουσες μελέτες στη συζήτηση για την αναγκαιότητα ή μη της περιοδολόγησης της μεταπολεμικής ποίησης. Η ποιήτρια στέκεται με σκεπτικισμό απέναντι στα μορφολογικά και θεματικά κριτήρια με τα οποία οι γραμματολόγοι κατατάσσουν τους ποιητές σε σύνολα και υποσύνολα. Θέτει, λοιπόν, το ερώτημα «τι εννοούμε όταν λέμε μεταπολεμική ποίηση;», για να απαντήσει πως με τον όρο αυτό εννοούμε το σύνολο των κειμένων που γράφτηκαν στη διάρκεια της μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο περιόδου. Επομένως, στη χορεία της μεταπολεμικής ποίησης ανήκουν και τα έργα που δημιουργήθηκαν από προπολεμικούς ποιητές, όπως αυτά του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου, αφού η δράση τους βρίσκεται «κι από τις δύο πλευρές της υποθετικής γραμμής που χωρίζει την ποίηση σε προπολεμική και μεταπολεμική», για να οδηγηθεί στο ολιστικό συμπέρασμα πως κάθε συζήτηση «για τάσεις και εξελίξεις στη μεταπολεμική περίοδο ακυρώνεται ή διαστρεβλώνεται, αν απουσιάζουν αυτά τα κείμενα», εφόσον το κριτήριό μας είναι τα ίδια τα κείμενα και όχι η ηλικία των συγγραφέων. Το ζήτημα της περιοδολόγησης είναι ουσιαστικά ζήτημα ταυτότητας, σύμφωνα με τη Στεφάνου, που «συνειδητά ή υποσυνείδητα βασάνιζε τους ποιητές, όχι μονάχα στην Ελλάδα», ενώ πρόκειται για ένα πρόβλημα «που οι ρίζες του οδηγούν πολύ μακριά στο παρελθόν, στην πρώτη αυγή της ποίησης και της ανθρωπότητας». Ο κριτικός λόγος της ποιήτριας Λύντιας Στεφάνου αποκαλύπτει τη βαθιά εσωτερική ανάγκη που αισθάνεται ο δημιουργός να συλλάβει με τις ευαίσθητες αντένες του και να επικοινωνήσει στο ευρύ κοινό τη συγκίνηση που γεννάται όχι μόνο από την ποίηση, αλλά εν γένει από την τέχνη. Το βιβλίο «Κριτικές Μελέτες και Σημειώματα» αναδεικνύει την τόλμη της Στεφάνου να αμφισβητεί με λόγο λιτό, πυκνό και συνάμα ενορατικό απόψεις και θέσεις παγιωμένες στον χώρο της κριτικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: